Τοπικά

Εξοικονόμηση νερού άρδευσης κατά 30% στα 2.150.000 στρέμματα Θεσσαλίας με γεωργία ακριβείας

 

Η μείωση των βροχοπτώσεων κατά 20% σε συνδυασμό με την αύξηση της μέσης θερμοκρασία κατά 1,1 βαθμό Κελσίου και την εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων που χαρακτηρίζονται από τη χρονική διεύρυνση και την ένταση, συμβάλλουν στην ακόμη μεγαλύτερη τρωτότητα του αγροτικού οικοσυστήματος στη Θεσσαλία.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας διεξάγει εδώ και χρόνια έρευνα σε αυτά τόσο κρίσιμα θέματα έχοντας συνεργασία με ερευνητές και από άλλες χώρες της Μεσογείου. Μεθαύριο Πέμπτη και την Παρασκευή θα πραγματοποιηθεί συνέδριο στον Βόλο για τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων, ενώ από χθες στο αίθουσα Φόρουμ διεξάγεται θερινό σχολείο με θέμα τη μικρομετερωρολογία.
Ο αφυπηρετήσας καθηγητής της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και οργανωτικός υπεύθυνος του συνεδρίου κ. Νίκος Δαλέζιος, ο οποίος για χρόνια ασχολείται με την αγρομετεωρολογία, ανέφερε πως «το συνέδριο αναφέρεται στη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και τη γεωπληροφοική. Το συνέδριο προέκυψε ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε δύο ευρωπαϊκά προγράμματα. Συμμετέχουν επιστήμονες που συμμετείχαν στα προγράμματα, όπως από Ισπανία, Πορτογαλία, Τυνησία, Λίβανο, Βέλγιο, Αυστρία και Ελλάδα».
Ο ίδιος είπε πως «τα αγροτικά οικοσυστήματα της Μεσογείου είναι ευάλωτα, έχουν τρωτότητα, γιατί αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την έλλειψη νερού και την έξαρση των ακραίων καιρικών φαινομένων που μεγαλώνουν σε ένταση και έχουν μεγαλύτερη χρονική διεύρυνση. Για παράδειγμα παλιότερα είχαμε χαλαζοπτώσεις κυρίως στα τέλη Μαΐου, αλλά τώρα παρατηρούνται και μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Πρέπει να γίνει λοιπόν ορθολογική διαχείριση του νερού και του εδάφους».
Μιλώντας για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επισήμανε πως την τελευταία 15ετία παρατηρείται αύξηση της μέσης τιμής πλανητικής θερμοκρασίας κατά 1,1 βαθμούς Κελσίου, όταν πριν 20 χρόνια αυτή η αύξηση ήταν 0,8 βαθμούς Κελσίου. Μάλιστα σε κάποιες περιοχές, όπως η Θεσσαλία, αυτή η αύξηση μπορεί να φτάσει και τον 1,5 βαθμό Κελσίου. Ο στόχος της συνόδου του Παρισιού για το Κλίμα ήταν η αύξηση της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει τους δύο βαθμούς Κελσίου στο τέλος του αιώνα που διανύουμε, αλλά αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί, γιατί τις αποφάσεις δεν τις λαμβάνουν οι επιστήμονες, αλλά οι πολιτικοί. Αν η θερμοκρασία αυξηθεί περισσότερο από δύο βαθμούς, θα είναι αδύνατον στην Ελλάδα να καλλιεργούνται σιτάρια. Επίσης έχουμε μεγάλες μεταβολές στο μικροκλίμα. Τα καιρικά φαινόμενα αυξάνονται σε διάρκεια και ένταση. Έτσι παρατηρούνται αυξομειώσεις στην παραγωγή, όταν ο στόχος είναι να αυξηθεί η παραγωγή αγροτικών προϊόντων, καθώς ο πληθυσμός και οι ανάγκες μεγεθύνονται. Παράλληλα τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε και μείωση 20% των βροχοπτώσεων. Πρέπει να γίνεται ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, όπως να λειτουργούν στη Θεσσαλία φράγματα για να αξιοποιούν το νερό».
Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν σε αυτές τις κλιματικές συνθήκες, ώστε η παραγωγή να μην μειώνεται; «Εμείς εφαρμόζουμε τα τελευταία 20 χρόνια τη γεωργία ακριβείας. Με τη χρήση δορυφόρων και υψηλής τεχνολογίας μετρούμε την εξάτμιση και έχουμε μοντέλα για να δούμε πόσο νερό χρειάζεται για το πότισμα των εδαφών. Και διαπιστώνουμε πως μπορούμε να μειώσουμε την κατανάλωση του αρδευτικού νερού κατά 30-35%. Αυτό θα έχει όφελος και στα οικονομικά των αγροτών. Η Θεσσαλία έχει 2.150.000 στρέμματα που αποτελούν αρδευόμενη πεδινή έκταση. Οι αγρότες ξοδεύουν 40-100 ευρώ το στρέμμα για νερό. Αν μειώσουμε την κατανάλωση του νερού κατά 30%, οι αγρότες θα γλιτώνουν 20 ευρώ που στο σύνολο της έκτασης θα είναι 45.000.000 ευρώ, τα οποία εξοικονομούνται. Όλα αυτά τα είχαμε εφαρμόσει σε επίπεδο χωραφιού και τώρα επιχειρείται να τα εφαρμόσουμε σε εκτάσεις 40.000-50.000 στρεμμάτων».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το