Άρθρα

Έξοδος Μεσολογγίου: Το μονοπάτι της σωτηρίας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Σεβαστή Διοίκησις
Με την ελπίδα να μάς καταφθάσουν τα καράβια και να
μάς μπάσουν ζαερέν, εφθάσαμε εις την αθλιωτάτην
κατάστασιν. Εφάγαμεν όλα τα άλογα, μολάρια,
γομάρια, σκύλους και γάτες, τα οποία ετελείωσαν και
αυτά… Και επεριμέναμεν οκτώ ημέρας τρώγοντες
θαλάσσια χόρτα και πλέον δεν τα ματαείδαμεν…»

Με αυτή την ωμή περιγραφή αρχίζει η δραματική έκκληση-αναφορά των διασωθέντων οπλαρχηγών προς την «Προσωρινήν Διοίκησιν της Ελλάδος», δυο μέρες μετά την έξοδο του Μεσολογγίου… (1)
Επί μήνες η πόλη ήταν ελεύθερη κι αντιστεκόταν στις επιδρομές του Κιουταχή. Όταν σώθηκαν τα φαγώσιμα, τελείωσαν και τα πολεμοφόδια, πάρθηκε η απόφαση της Εξόδου, μεσ’ από τις τάξεις του εχθρού, που ήταν στρατωνισμένος έξω από τα τείχη του Μεσολογγίου. Το σχέδιο προδόθηκε κι εξανεμίστηκε η ελπίδα να αιφνιδιάσουν οι έγκλειστοι, με το σκοτάδι σύμμαχο, τον καταυλισμό του εχθρού…
Ακολούθησε το φοβερό μακελειό…
Ωστόσο κάποιοι τα κατάφεραν, με τα γιαταγάνια στα χέρια, αλλά και τις ουρανομήκεις κραυγές, να διασπάσουν την αντίπαλη γραμμή και να σωθούν σφάζοντας κι ανοίγοντας δρόμο μεσ’ από αίματα και κραυγές…
*

Το μοναστήρι του Αη-Συμιού

Η πόλη του Μεσολογγίου (mezzo langhi = στο μέσον της λίμνης, τενάγους), βρίσκεται στο άκρο ενός σημαντικού βιότοπου, σε στρατηγική θέση. Στις αρχές του 19ου αιώνα περιβαλλόταν από τενάγη (βάλτους και τάφρους). Στην αρχή είχε χτιστεί στο «μέσο του λόγγου», στις παρυφές του λόφου της Αλίκυρνας, πάνω στα ερείπια της σπουδαίας αυτής αρχαίας πόλης της περιοχής, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε κοντά στη λιμνοθάλασσα.
Η πόλη έγινε παγκόσμια γνωστή τότε για το κατόρθωμά της, ν’ αντισταθεί στους Οθωμανούς, γι’ αυτό και μάζεψε κάτω από τη σκέπη της αρκετούς σπουδαίους φιλέλληνες (Μάγερ, Ντίτμαρ, Ντελάουνι), χωρίς να παραγνωρίζουμε τον ρόλο που έπαιξε κι ο λόρδος Μπάυρον, που είχε χαθεί δυο χρόνια νωρίτερα. Όλοι αυτοί οι φιλέλληνες, που κλείστηκαν μαζί με τους Μεσολογγίτες στην οχυρωμένη πόλη, αποδεκατίστηκαν μέχρι τον τελευταίο, στην απεγνωσμένη έξοδο που επιχείρησε η φρουρά της ηρωικής πόλης (περίπου 3.000), μαζί με αυτούς και τα 6.000 περίπου γυναικόπαιδα.
*

Το μονοπάτι των Κλεφτών στον Ζυγό

Η τολμηρή Έξοδος, την οποία πραγματοποίησαν τη νύχτα της 10ης Απριλίου του 1826 οι έγκλειστοι του Μεσολογγίου, είχε διαφορετική τύχη για τους περισσότερους από αυτούς.
Ένα σώμα 500 αντρών με αρχηγό τον γενναίο (και σχεδόν άσημο ώς τις μέρες μας) Θανάση Ραζικότσικα «έπεσε» (ίσως εθελούσια, προκειμένου να απορροφήσει τη μεγάλη και πολεμικότερη μάζα των Τούρκων) πάνω στα πυκνά στίφη των Οθωμανών κι εξοντώθηκε μέχρι τον τελευταίο. Φρόντισε όμως να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, ώστε να βρουν διάδρομο τα υπόλοιπα σώματα – και ιδίως τα γυναικόπαιδα – για να διαφύγουν μεσ’ από την κοσμοχαλασιά. Άσχετα αν το σχέδιο της απόδρασης προδόθηκε – έτσι ώστε ειδοποιημένοι οι επιδρομείς να έχουν τον νου τους.
Η δεύτερη και μεγαλύτερη μάζα των έγκλειστων (σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα) βρέθηκαν εγκλωβισμένοι από το λάθος και τον πανικό ενός παλαβού, ο οποίος μες στην αντάρα της εξόδου τρομοκρατήθηκε κι έβαλε τις φωνές:
«Οπίσω, οπίσω, εις τες τάμπιες…».
Οι περισσότεροι έπεσαν στην παγίδα και γύρισαν πίσω. Ήταν επόμενο να πέσουν πιο εύκολα στα χέρια των Τούρκων και να εξοντωθούν.
Το τρίτο σώμα των εξοδιτών, από περίπου χίλιους πεντακόσιους, βγάζοντας ουρανομήκεις κραυγές, κατάφερε να διεισδύσει (αφού τις διέσπασε) στις γραμμές των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ πασά και να διαφύγει προς τα βορειοανατολικά της πόλης.
«Αφού απέκρουσαν τους Αλβανούς άρχισαν να ανεβαίνουν τον Ζυγό. Ύστερα από πορεία τριών ημερών έφθασαν στη Δερβέκιστα, χωριό του Απόκουρου, όπου ξεκουράστηκαν δύο μέρες. Από εκεί διά μέσου του Πλατάνου, χωριού των Κραβάρων, έφθασαν στα Σάλωνα. Από εκεί στην Ντόμπρενα όπου επιβιβάστηκαν σε πλοία κι διαπεραιώθηκαν στην Περαχώρα και από εκεί διά του ισθμού έφθασαν στις 16 Μαΐου στο Ναύπλιο», λέει το επίσημο χρονικό του Αγώνα.
Αυτή τη διαδρομή του τρίτου σώματος των εξοδιτών και φυγάδων, που κατόρθωσε να διαφύγει, θα παρακολουθήσουμε στην πορεία που χάραξε, κυνηγημένο, μεσ’ από βραχώδη βουνά, πετραδερές πλαγιές, θρασεμένα ποτάμια και κλειστούς κουμαρολόγγους.
*

Η κορυφή του Ζυγού

Ένας εκλεκτός δάσκαλος – καθηγητής στο ΤΕΙ Μεσολογγίου – ο Φάνης Βορεινάκης, σχεδίασε το 1994 μια διάσχιση του ποταμού Εύηνου, με φορά κατεύθυνσης από το φράγμα της τεχνικής λίμνης που βρίσκεται στο ύψος του Αγίου Δημητρίου, στα σύνορα Ναυπακτίας – Ευρυτανίας, μέχρι τις εκβολές του ποταμιού, στην Καλυδώνα, ανατολικά του Μεσολογγίου.
Ένα κομμάτι αυτής της ποτάμιας διάσχισης συνέπιπτε με το τραγικό οδοιπορικό των εξαθλιωμένων Μεσολογγιτών (υπολείμματα της φρουράς και των λίγων αμάχων), τη νύχτα της 10ης Απριλίου του 1826, όταν επιχειρήθηκε η απεγνωσμένη και τραγική έξοδος από τα τείχη της ηρωικής πόλης.
Μέχρι τότε (1995) είχα ήδη επιχειρήσει μια υποτυπώδη διάβαση του ιστορικού μονοπατιού, που είχε σχέση με το κομμάτι εκείνο της οδοιπορίας των αμάχων και της φρουράς του Μεσολογγίου, που κατέληγε στο πέρασμα της ιστορικής γέφυρας της Αρτοτίβας, στα όρια της ορεινής Ναυπακτίας που σήμαινε και το τέλος της δραματικής πορείας των εξοδιτών.
*

Η πινακίδα-αφιέρωμα για τους Εξοδίτες

Έσκυψα λοιπόν στις πηγές και στα κείμενα που αναφέρονται στην Έξοδο των Μεσολογγιτών (2), κι έτσι πραγματώθηκε η ιδέα ενός ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ, κατά το δυνατό προσεγγίσιμου με εκείνο που έκαμαν οι ταλαίπωροι επιζώντες της μεγάλης σφαγής.
Είναι αλήθεια πως το μονοπάτι αυτό που σχετίζεται με τη δραματική πορεία των Εξοδιτών, σήμερα έχει κλείσει σε πάρα πολλά σημεία του…
Από την επίσημη πολιτεία ποτέ κανείς δε διανοήθηκε να επισημάνει και διανοίξει το οδοιπορικό κομμάτι της ιστορικής διαδρομής των Εξοδιτών προς την ελευθερία.
*

Η μονή Δερβέκιστας

Ξεκίνησα από την πόλη του Μεσολογγίου. Τριγύρισα στη χαμηλή του περιτείχιση, έψαξα μάταια την τάφρο γύρω από τα τείχη, τους καλαμιώνες και τις λωρίδες του βάλτου, μα όλοι αυτοί οι υγρότοποι κι οι αλμυροθίνες, που υπήρχαν πριν δυο αιώνες, αργά – αργά μετακινήθηκαν, νοτιότερα, ώστε σήμερα πια να μην απομένει στην περιοχή παρά ένα αλσύλλιο, πλάι στους βωμούς και στους τάφους.
Αφήνοντας πίσω τους όλα αυτά, έφτασαν οι δραπέτες στον δρόμο για το μοναστήρι του Αη-Συμιού.
Ανηφόρισα με το κεφάλι κατεβασμένο και βγήκα σε κάποια εξοχή, με σπιτάκια μικροαστικά.
Ύστερα οι κυνηγημένοι πήραν τον ανήφορο για τον Αη-Συμιό (Άγιο Συμεών). Άφησαν πίσω τους το μακελειό και τα στίφη των μακελάρηδων.
Σε λίγο έφτασα στον περίβολο του μοναστηριού, όπου κυριαρχούσε μια γαλήνια ατμόσφαιρα, ανοιξιάτικη και ευωδιαστή.
Εδώ έγινε η πρώτη στάση των Εξοδιτών ύστερα από τεσσάρων ωρών σκληρή μάχη, σώμα με σώμα και οδοιπορία μες στο σκοτάδι της απριλιάτικης νύχτας. Πίσω από τα πλατάνια παραμόνευαν κρυμμένοι τρεις χιλιάδες Τουρκαλβανοί με τον Μουστάμπεη. Χάρη στον έξυπνο ελιγμό του οπλαρχηγού Δημ. Μακρή οι Τουρκαλβανοί κόπηκαν στη μέση και μπόρεσε το πρώτο σώμα των Εξοδιτών να προσεγγίσει το μοναστήρι.
Στο μοναστήρι τους περίμενε ο Τζαβέλας. Είχε στήσει πρόχειρο καταυλισμό, για να υποδεχτεί τους πρώτους Εξοδίτες σχηματίζοντας μια τάφρο προστασίας, ώστε να κρατά σε απόσταση τους Τουρκαλβανούς. Πήραν μιαν ανάσα οι κυνηγημένοι κι έπειτα τόβαλαν ξανά στα πόδια.
Πώς να τους ακολουθήσω εγώ σήμερα; Πού να βρω το ειδικό βάρος και τη λαχτάρα για ελευθερία, ώστε να τους νιώσω, και να μπω στο πετσί τους; Μάταιος κόπος…
*

Η κοιλάδα του Εύηνου

Μπαίνω στο μοναστήρι. Κανείς δεν υπάρχει. Κάποιοι ίσκιοι, και μερικές υποψίες ζωής, δεν μπορεί, θα επιβιώνουν από τότε!
Κίνησα να πάρω το μονοπάτι που έφευγε πίσω από τον μαντρότοιχο. Ένας χωματόδρομος ελισσόταν μαζί με το μονοπάτι που σχεδόν είχε σβήσει. Αφού έκαμα μερικές κούρμπες και ψηλώθηκα αρκετά, βγήκα από το δάσος κι έπεσα σε χαμηλή ποώδη βλάστηση με πουρνάρια κι αλυγαριές. Σε κάποιο σημείο ένα κόκκινο σημάδι μού έδειξε ότι έπρεπε να βγω από τον δρόμο και να πάρω το γιδόστρατο που βυθιζόταν στην πυκνή βλάστηση με κατεύθυνση ανατολική, τραβερσάροντας την πλαγιά του.
Το βουνό αυτό είναι ο περίφημος Ζυγός (σημερινή του ονομασία Αράκυνθος). Τον πάτησα για τα καλά κερδίζοντας ύψος, όμως το γιδόστρατο έσβησε και τα ίχνη του χάθηκαν. Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα τη συνέχεια του μονοπατιού κι αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω.
Πώς οι κυνηγημένοι βρήκαν πέρασμα και διασχίσαν ετούτο το ρουμάνι μες στην άγρια νύχτα; Κι όμως, μπροστά στον κίνδυνο να πετσοκοφτούν από το ιππικό των Τούρκων που τους κυνηγούσε, βρήκαν πέρασμα, καβατζάρησαν τον Ζυγό και βρέθηκαν πίσω από το Περιθώρι, ψηλά από τον Εύηνο. Ύστερα πήραν την αριστερή όχθη κι άρχισαν ν’ ανηφορίζουν προς την Αγία Τριάδα. Πέρασαν τον κάμπο της Τρίφτρας, πάντα δίπλα από το ρέμα του Φίδαρη και ψηλώθηκαν ώς το Κουδούνι.
*

Το μονοπάτι Μεσολόγγι-Αρτοτίβα

Την άλλη μέρα πήρα τον δρόμο για τη Μονή Χούνιστας, από όπου ανέβαινε το παλιό ξακουστό μονοπάτι των Κλεφτών για τον Αράκυνθο. Η διαδρομή αυτή, συναντούσε το μονοπάτι των εξοδιτών, στο διάσελο του Ζυγού, από όπου κατέβαινε πια στην ανατολική πλευρά του, συναντώντας πλήθος τεμαχισμένους δρόμους. Η ανάβαση στην κορφή του Ζυγού είναι μια εμπειρία σκληρή και επίπονη.
Όμως από εδώ χάνω τα ίχνη του μονοπατιού και των κυνηγημένων και τα ξαναβρίσκω πια έξω από τη Δερβέκιστα (σημερινό όνομα Ανάληψη), το πρώτο από τα σπουδαία χωριά της επαρχίας Απόκουρου Ναυπακτίας. Ήταν η τρίτη μέρα που έφτασα στις παρυφές της Δερβέκιστας κι άρχισα να οδοιπορώ προς το μοναστήρι του Αη-Γιάννη, όπου οι Εξοδίτες έφτασαν ύστερα από δύο ή τρεις μέρες φριχτής δοκιμασίας.
Το χωριό είναι σε πανοραμική θέση κι αγναντεύει ολόκληρη την κεντρική Αιτωλία. Έχει όμορφη κάτοψη κι ωραίο ανάπτυγμα. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 600 μέτρων και γυροκλεισμένο από δασώδη βλάστηση και όμορφες πλαγιές. Ο δρόμος για το μοναστήρι (αυτός που ακολούθησαν οι Εξοδίτες) περνάει από το ψηλότερο σημείο του χωριού και χάνεται πίσω από τον αυχένα.
Μπροστά μου ξετυλίγεται μια συναρπαστική κορδέλα βουνοκορφών που εναλλάσσονται και σχηματίζουν την κοφτερή αιχμή ενός πριονιού. Στο κάτω πάτωμα του βλέμματος ο υπέροχος Φίδαρης αργοκυλάει σχηματίζοντας αλλεπάλληλες κοίτες.
Στο ψηλότερο πάτωμα χαράζει ο κορμός με τις βουνοπλημμύρες, τα φαράγγια, τ’ ακροβούνια και τα χιονισμένα μυτίκια.
Η πορεία μου προς το μοναστήρι του Αη-Γιάννη είναι μια μεταλαβιά χρωμάτων κι ευωδιών.
Στο μοναστήρι που φτάνω, δεν με ακούει ο γέροντας που είναι μέσα. Σήμερα απομένει ο τελευταίος κάτοικος αυτού του μοναχικού παράδεισου. Χτυπάω, ξαναχτυπάω, καμιά απάντηση. Έτσι συνεχίζω το οδοιπορικό μου. Αριστερά μου, όπως εγκαταλείπω το μοναστήρι, βλέπω ένα τιτανικό πλατάνι και στη βάση του την πελώρια πέτρινη κατασκευή της πανέμορφης «βρύσης του Βονόρτα», που είναι έργο του θρυλικού κλεφταρματολού, που την έχτισε με δαπάνες του το 1802. (3)
*

Το γεφύρι της Αρτοτίβας στον Εύηνο

Ωστόσο εδώ γράφτηκε μια δραματική σελίδα από τη στάση των Εξοδιτών. Λέγεται πως ο ηγούμενος τα είχε καλά με τον μπέη της περιοχής, αλλά και την Υψηλή Πύλη και δυσκόλεψε την παραμονή των φυγάδων. Έμειναν εκεί δυο μερόνυχτα, μα αναγκάστηκαν να φύγουν νύχτα, αφού ο καλόγερος τάχε καλά με τους πασάδες.
Δεξιά από το μοναστήρι φεύγει ένα δεύτερο μονοπάτι, που δε βγάζει πουθενά. Απογοητευμένος γυρίζω πίσω.
Οι Εξοδίτες σημάδεψαν το αντίκορφο, χάραξαν πορεία κάτω από αυτό και χώθηκαν μες στο τραχύ φαράγγι του Εύηνου, από το πιο δύσβατο κομμάτι του. Πώς κατάφεραν τα ζαγάρια και προσγειώθηκαν στην κοίτη του ποταμού, αποτελεί αίνιγμα για μένα, αλλά και για τη φύση της ανθρώπινης δύναμης.
*
Τρίτη μέρα της διαδρομής. Κατεβαίνω τις ωραίες στροφές της Κόφτρας για την κοιλάδα της Πίνας. Διασχίζω ένα σύστημα από νερόμυλους, μυλαύλακα, ρυάκια, πλατάνια, μαντάνια και νεροπρίονα. Βγαίνω στην επικράτεια του Εύηνου και παίρνω το δρομί που ξανοίγεται πλάι στην κοίτη του ποταμού. Γύρω μου τα βουνά διαμορφώνουν όμορφες πλαγιές από ζαγάδες (χτιστές πεζούλες). Στις ζαγάδες αυτές αναπτύσσονται γιγάντια διαζώματα από καλλιεργημένους μόχθους.
Αυτά για μας τους νεότερους. Γι’ αυτούς όμως που τη βίωναν δραματικά και την υπόγραφαν με το αίμα τους, πώς ήταν οι συνθήκες;
Πώς διάβηκαν απ’ εδώ και πώς κατέβηκαν απ’ το αντίκορφο, που το σκιάζει η ορθοπλαγιά του Ριγανιού, αυτού του σκοτεινού βουνού;
Ψάχνω μια δικαιολογία. Δε βρίσκω καμία. Ο πόνος κι η αγωνία των Εξοδιτών είναι χαραγμένα απάνω στις κροκάλες, σε τούτο το γυμνό πεδίο του ποταμού.
Περπατάω πια «μαζί τους» και με λούζει κρύος ιδρώτας. Νιώθω «κυνηγημένος», όπως και κείνοι, όμως από τι; Κοιτάω πίσω μου, αλλά δε βλέπω τίποτα.
Αγωνίζομαι να τελειώσω αυτό το δραματικό οδοιπορικό των Εξοδιτών. Όλοι θέλουν να ξεχάσουν, ότι πέρασαν απ’ εδώ, εγώ όμως όχι. Εκείνοι θέλουν να φτάσουν στο γεφύρι, έχοντας την πίστη πως τους περιμένει ο Καραϊσκάκης. Είν’ ο μόνος που δεν τους ξεχνάει, και μόνο σ’ αυτόν ευελπιστούν…
Όλοι τους έχουν ξεχάσει, μήνες ολάκερους, τυραγνισμένους από την πολυκαιρινή πολιορκία.
*
Διανύω το τελευταίο κομμάτι της ψυχοβγαλτικής αυτής πορείας. Η μέρα είναι ωραία, ο ήλιος λάμπει, τα πλατάνια κι οι ιτιές φρουμάζουν απ’ τον αλαφρύ άνεμο.
Μα οι Εξοδίτες περπατούν αδιάκοπα – πάντα μες στη νύχτα – κι εγώ δεν μπορώ, που περπατώ κάτ’ απ’ τον ήλιο, να τους φτάσω. Με πνίγει ένας βρόχος, το ψυχολαλητό τους.
Αφήνω πίσω μου τον Πόρο, τον Πάνω Κάμπο, τα λιβαδερά, τα κεφαλάρια, την όμορφη ροή του Φίδαρη. Νιώθω πως μ’ ακολουθεί ο Πουκεβίλ (4), που έχει πραγματοποιήσει την ίδια πορεία, πριν δυο αιώνες ακριβώς. Τι ψάχνει στο στένεμα του ποταμιού ο Γάλλος πρόξενος;
Το γεφύρι της Αρτοτίβας ψάχνει, από κει που πέρασαν οριστικά στην ελευθερία οι τραγικοί Εξοδίτες του Μεσολογγίου.
Φτάνω στην Κάτω Δοσούλα. Ίσως το συναρπαστικότερο σκέλος της διαδρομής. Αφουγκράζομαι το ποτάμι που στενεύει και το γεφύρι της Αρτοτίβας (έξοχο έργο του 1490) που ζεύει τους δυο αντίπαλους βράχους, στο πιο στενό του σημείο.
Σουρουπώνει σχεδόν όταν προσεγγίζω την αριστερή του όχθη. Ξημερώνει αντίθετα, όταν απέναντι – δόξα σοι ο Θεός – μια χούφτα παλικάρια του Καραϊσκάκη περιμένουν τους ημιθανείς, για να τους οδηγήσουν ψηλά στον Πλάτανο της Ναυπακτίας και να μάθει από πρώτο χέρι ο στρατηγός τι έγινε κει κάτω στο Μεσολόγγι…
Είναι άρρωστος βαριά και δεν μπορεί να σηκωθεί από το αχυρόστρωμα. Αλλιώς, λέει, θα είχε επιτεθεί για να συντρίψει τους «άπιστους»…
Μόλις οι Εξοδίτες πατούν τον δεξιό βράχο, πέρα από το ποτάμι, σκύβουν και φιλούν το χώμα, το χώμα της ελευθερίας, αλλά και της σωτηρίας τους. Εδώ είναι το λημέρι του Καραϊσκάκη, όπου οι Τούρκοι δεν πατούν.
Μετριούνται να ιδούν πόσοι τα κατάφεραν, πόσοι είν’ αυτοί που έφτασαν στη γη της ελευθερίας κι αφού κοιτάζονται σαν τ’ αγρίμια που βρωμάει το χνώτο τους από την αφαγιά, βγάζουν στεντόρεια κραυγή, μια κραυγή όλο πόνο και άχτι:
Ελεύθερη Ελλάδα, μωρέ…

Σημειώσεις
(1) Απομνημονεύματα Νικολάου Κασομούλη
(2) Εφημερίδα της Ύδρας «Φίλος του Νόμου», 26-4-1826
(3) Αντρέας Καρκαβίτσας
(4) Γάλλος περιηγητής και πρόξενος στα Ιωάννινα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το