Άρθρα

Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν [κορωνοϊού συνεργούντος]…

Του Αλέξανδρου Δημητρόπουλου

Δεν υπάρχει προσφυέστερη φράση (από αυτήν του ανωτέρω τίτλου), κατά την ταπεινή μας γνώμη, στα όσα «αποκαλυπτικά» ζήσαμε όλον τον τελευταίο καιρό, ως πρόσωπα, ως πατρίδα, ως υφήλιος αλλά και ως ένα (απειροελάχιστο!) μέρος της Συμπαντικής Δημιουργίας. Κι ας περιέχεται, η φράση αυτή, στην προς Εφεσίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου (Ε΄, 15-16) που γράφτηκε πριν από δύο χιλιετίες.
Είναι από το φραστικό όλον, που λέει: «Βλέπετε ούν πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισι». Μια μετοχή (από το ρήμα εξαγοράζομαι) με το αντικείμενό της (τον καιρόν), που στα σημερινά μας Ελληνικά σημαίνει: Επωφελούμαι του χρόνου, κάνω συνετή χρήση του καιρού και των περιστάσεων.

Ίσως, συνειρμικά, οδηγείται κανείς και σ’ εκείνο το αρχαίον «Χρόνου φείδου» (: να οικονομείς τον χρόνο σου, μην τον αφήνεις να πάει στράφι) – γνωστό δελφικό ρητό που αποδίδεται στον Χείλωνα τον Λακεδαιμόνιο -, αλλά στο βαθύτερο σημασιολογικό τους φορτίο (των δύο φράσεων) δεν μπορεί να υπάρξει ταύτιση. Στην πρώτη περίπτωση (του αποστόλου Παύλου), έχουμε αναγωγή στις «οφειλόμενες» πνευματικές κινήσεις -με στόχο την ηθική συνεχή άνοδο- του ανθρώπου (εν προκειμένω του χριστιανού) στη δεύτερη (του σοφού Χείλωνος), υπηρετείται η χρηστική ωφέλεια στην οποία οφείλει να προσβλέπει ο κάθε… ενδιαφερόμενος.

Πρόκειται, λοιπόν, για λόγο υπόμνησης, προτροπής αλλά και παιδαγωγίας προς τον καθένα που «έχει ξεχαστεί», ενδεχομένως, στον μικρόκοσμό του – μη εξαγοραζόμενος τον καιρόν (αυτόν που δεν θα επιστρέψει ποτέ) – ή «επιμένει», ξοδεύοντας χρόνο «λυτρωτικό», στις στρεβλές του επιλογές που δεν είναι τίποτε άλλο από το… σφιχταγκάλιασμα με τον εωσφορικό εγωισμό του. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, ως εκ τούτου, να τοποθετήσει κανείς ανάποδα τα πράγματα – να αντιστρέψει την πυραμίδα των αξιών – με προσδόκιμο… αποτέλεσμα να «χάσει» ακόμα και την ψυχή του. Και είναι οδηγητικό, εν προκειμένω, εκείνο το βιβλικό (ρητορικό) ερώτημα: «Μωροί και τυφλοί! τίς γαρ μείζων εστίν, ο χρυσός ή ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν;» – ερώτημα με το οποίο ο Κύριος στηλίτευσε τους Γραμματείς και Φαρισαίους (Ματθ. ΚΓ΄).

Αλλά και όπως το πάρει κανείς το πράγμα. Και ανάλογα με τα «πιστεύω» του. Έτσι, η ενδημούσα -που μάλλον δεν θα γίνει εύκολα αποδημούσα – πανδημία του κορωνοϊού… ήρθε να μας βάλει κανονικότατα τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι, αδιακρίτως εθνοφυλετικής, κοινωνικοταξικής ή θρησκευτικής κατηγοριοποίησης (επί τέλους, «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης»;) να αποκατασταθεί, με άλλα λόγια, η διασαλευθείσα ηθική τάξη σε παγκόσμια κλίμακα, όπως λένε πάρα πολλοί – και δεν είναι όλοι τους θρησκόληπτοι ούτε και αιθεροβάμονες αυτοί που το λένε… Γι’ αυτό και ο δυνατός γδούπος, από την «πτώση» των υψηλών βεβαιοτήτων του σημερινού ανθρώπου – αφού πίστεψε ότι «υποκατέστησε τον Θεό» -, έχει ακουστεί… έως Εβδόμου Ουρανού!

Επέπεσεν επί των κεφαλών μας ο κορανοϊός – λένε οι πιο «φιλοσοφημένοι» – ως η «Νέμεσις» (προσωποποίηση της δικαιοσύνης, κατά τους Αρχαίους μας) επί της «ύβρεως» (αλαζονικής συμπεριφοράς) του ανθρώπου, ο οποίος έφτασε να προαγάγει τα «έτσι θέλω» του (την ατέρμονη απληστία του), στο όνομα μάλιστα της «απαραίτητης προόδου», πάνω και από τους νόμους της Φύσεως (ως παγανιστικής ισορροπίας, το λιγότερο). Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου – έτσι λένε – να ανανήψουμε αυτοκρινόμενοι στο δικαστήριο των Ερινύων (στη συνείδησή μας), σαν τον τραγικό Οιδίποδα που «αναγνώρισε» πολύ όψιμα -και εκείνος- τον πραγματικό εαυτό του! «Πανδαμάτωρ ο χρόνος», που τα νικάει όλα, κατά την αρχαιοελληνική ρήση και «ουσία ρέουσα» ο ανθρώπινος βίος, καθώς συμπληρώνει ο Μάρκος Αυρήλιος. Κι εμείς, οι «κοσμοπολίτες» του 21ου αιώνα, θεοποιήσαμε την καταναλωτική «ζωούλα μας» – τα «πάντα σκιάς ασθενέστερα…», καταπώς λέει και ο εκκλησιαστικός ύμνος!

Τρίτη άποψη είναι η… διατρανωμένη μέσα από τα έργα και τις ημέρες ενός σύγχρονου «κανονικού» ανθρώπου – σίγουρα «μετανεωτερικού» (αλλά όχι βέβαια εκείνου, όπου γης, που κιόλας λέει… το νερό νεράκι). Και ταιριάζει γάντι, αυτή η άποψη, με το «αδηφάγο» ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως (πολύ ανεπτυγμένο – είναι αλήθεια – και στα άγρια θηρία, που δεν σκαμπάζουν… από μαργαριτάρια), καθώς και με τις περιπαικτικές… ελπίδες μας για τη «νέα κανονικότητα» – αλλά χωρίς ίχνος «ανανήψεως» – που θα προκύψει (έτσι μας είπαν!) μετά το ξεθύμασμα της πανδημίας. Λογαριασμοί χωρίς τον ξενοδόχο, μάλλον.

Όντως, «αι ημέραι πονηραί εισι». Στην «κατ’ οίκον εκκλησίαν», εξάλλου, με ποιους και με ποιον τρόπο «συλλειτουργούσαμε» όλο το τελευταίο διάστημα (της καραντίνας); Και το εκκλησιογενές «κατ’ οικονομίαν» έως πότε θα συνεχίσει να δίνει «γήινες και πρακτικές» λύσεις στα… πνευματικά και τα απερινόητα των υπαρξιακών αναγκών μας; Και είναι το ίδιο πράγμα η υλοχαρής επιβίωση (το απλώς ζην) με το ψυχωφελές ανηφόρισμα μέσω της (ανεμπόδιστης) συμμετοχής στα Μυστήρια της (εκκλησιαστικής) Ζωής; Ερωτήματα επί ερωτημάτων στα οποία ανέλαβε, νομοτελειακά, να μας δώσει απαντήσεις… και ο Καίσαρας! Περίεργα των καιρών τα γυρίσματα.

Κάπου ακούσαμε, εκεί στις ημέρες του Πάσχα: Στον χώρο της Αναστάσεως, τον νοητό αλλά και τον πραγματικό (που αναπτύσσεται ως την ημέρα της Πεντηκοστής), δεν τίθεται θέμα «συνωστισμού». Ένας μόνον δεν χωράει: Ο ιός του θανάτου! Κι αρχίσαμε, από τότε, να το ξανασκεφτόμαστε… το «Χριστός Ανέστη» με το φιλί της Αγάπης (και χωρίς μάσκα) – όπως τόσο γλαφυρά μας το μηνύει ο «άγιος» Διονύσιος Σολωμός, στην «Ημέρα της Λαμπρής» του! Μα κι ως πότε, «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, όχι ως άσοφοι αλλ’ ως σοφοί», δεν θα το βλέπαμε κάπως διαφορετικά το όλον «ζήτημα»; Έχει και η υπομονή – ακόμη και στην ιερή της εκδοχή – τα όριά της!

Γι’ αυτό κι αδράξαμε την ευκαιρία (ουδέν κακόν αμιγές καλού) να συναντηθούμε και πάλι με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – τα πασχαλινά του έργα -, ως ένα υποκατάστατο εκείνου που δεν είχαμε, με την ονειρική προδιάθεση (μήπως και τον ενορατικό στοχασμό;) ότι κι εμείς «εωράκαμεν τον Κύριον» όπως, ακριβώς, «η άνοιξις (κι ας βρισκόμαστε πια στον Ιούνιο), ως άλλη μυροφόρος, ως της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, κηρύσσει δια μυρίων στομάτων ότι «εώρακεν τον Κύριον».

Είναι από αυτά που ο Κοσμοκαλόγερος της Σκιάθου -ο «Άγιος» των Γραμμάτων μας- βίωνε σύγκορμος και σύψυχος, σε μιαν άλλη εποχή που δεν κάτεχε από τηλεοπτικές οθόνες και πληκτρολόγια, «ζωντανές μεταδόσεις» και όλα τα συναφή. Και ευτυχώς, για εκείνον! Στα εξήντα του έφυγε… πλήρης ημερών!
Όταν η «ζωούλα μας»… γίνεται ΖΩΗ!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το