Πολιτισμός

Έτος Άλκης Ζέη – Μικρή αναφορά στη ζωή της χαλκέντερης «γιαγιάς» της ελληνικής πεζογραφίας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ήταν μια λιόλουστη μέρα του Μάρτη το 2020 όταν αποχαιρετούσαμε τη χαλκέντερη «γιαγιά» της ελληνικής πεζογραφίας που είχε φύγει από τη ζωή την προτελευταία μέρα του Φλεβάρη. Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, όπως ανοιξιάτικη ήταν κι η ίδια η Άλκη που αναχωρούσε για το τελευταίο της ταξίδι. Ένα από τα πολλά που έκαμε στη ζωή της.
Θυμάμαι που μου τηλεφωνούσε πριν είκοσι τόσα χρόνια περίπου από τις Βρυξέλλες, κι ενώ τη ρωτούσα «πάλι ταξίδι κυρία Ζέη», εκείνη έπιανε το νόημα και μου απαντούσε. «Δεν είναι σαν τα δικά σου, αυτό είναι ταξίδι ανάγκης που ποτέ δεν θα γίνει «οριστικό»»…
Τι εννοούσε με τη λέξη οριστικό; Πώς πάντα θα φεύγει και ποτέ δε θα μένει κάπου; To τελευταίο ταξίδι της Άλκης Ζέη ήταν όμως και οριστικό.
Μια κομψή ανοιξιάτικη φωτογραφία της κοσμούσε το φέρετρο που θα την ταξίδευε κοντά στον αγαπημένο της Γιώργο Σεβαστίκογλου, στο Αθηναϊκό Κοιμητήριο των Ψυχών.
Ήταν όλοι τους εκεί. Για να την τιμήσουν στο ελάχιστο. Η Λίζα Μενδώνη, υπουργός Πολιτισμού, τα αγαπημένα της παιδιά, ο Πέτρος κι η Ειρήνη, τα εγγόνια της, ο εκδότης της Νώντας Παπαγεωργίου με τη Βάσω, η επιμελήτρια των βιβλίων της Ελένη Μπούρα, ο Κώστας Ακρίβος, ο Τίτος Πατρίκιος, η Μάρω Δούκα, η Ζυράνα Ζατέλη, ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, η Καριοφυλιά Καραμπέτη, ο μακαρίτης Ηλίας Νικολακόπουλος, ο Παύλος Τσίμας, η Αλεξάνδρα Μητσοτάκη, η Ξένια Καλογεροπούλου, η Μπέτυ Αρβανίτη, η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Παναγιώτης Φασούλας, πολλοί ακόμη άνθρωποι των Γραμμάτων, της Τέχνης, της Πολιτικής και των Επιστημών.
Ξεχώριζαν τα στεφάνια του Μίκη Θεοδωράκη, του πρώην προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργου Βασιλείου και του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας.
*
Με την Άλκη Ζέη με συνέδεε μια παλιά «επαγγελματική» σχέση. Η οποία χάρη στο Νώντα, τον εκδότη του Μεταίχμιου διατηρήθηκε ώς το τέλος.…
Μπορεί εγώ να έφυγα από το επάγγελμα του νομικού, όμως εκείνη βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχιμης πεζογραφίας.
Η Άλκη Ζέη τα καλοκαίρια ερχόταν και διέμενε στο χαριτωμένο πέτρινο σπιτάκι που διέθετε, στις Μηλιές.
Αυτό το σπιτάκι ήταν η αφορμή να γνωριστούμε με την Άλκη, πριν πολλά χρόνια, όταν ένας γείτονας, εκεί στις Μηλιές, που ζούσε όμως στην Αμερική, της έκανε ασφαλιστικά μέτρα για μιαν αστρέχα κι ένα διάδρομο.
Δε θυμάμαι πια ποιος μου τη σύστησε (αλλά νομίζω πως μάλλον ο Μένιος ο Μουρτζόπουλος πρέπει να ήταν) κι έτσι ανηφόρισα στο πηλιορείτικο χωριό, για να κάνω αυτοψία στη διαφορά και γνωριμία με την Άλκη.
Με υποδέχτηκε μαζί με τη Ζωρζ Σαρρή που τότε συγκατοικούσαν. Όπως συγκατοικούσαν και στις Βρυξέλλες, τους χειμώνες.
Τα «βρήκαμε» με τον Αμερικάνο κι έτσι η ψυχωμένη «γιαγιά», που δεν ήθελε δικαστήρια, μου έδωσε εντολή να συνάψω συμβιβασμό – μολονότι άδικο για εκείνη – και να κλείσει το θέμα εκεί.
Ύστερα από δυο χειμώνες μου τηλεφώνησε από τις Βρυξέλλες και μου διεμήνυσε «πως ο Αμερικάνος ξαναπρόβαλε απαιτήσεις». Κατ’ εντολή της συμβιβαστήκαμε και πάλι.
Αναγκάστηκα να προβώ σε νέα ρύθμιση της κατάστασης, όπως την «απαιτούσε» ο Αμερικάνος (γιατί η Άλκη δεν ήθελε έχθρες κι αντιδικίες) κι εκεί τερμάτισαν οι διαφορές. Είναι αλήθεια ότι δεν προσβαλλόταν ιδιαίτερα η ιδιοκτησία της Άλκης, αλλά αυτό δεν ήταν και λόγος κάθε λίγο και λιγάκι ο Αμερικάνος – όποτε ερχόταν στην Ελλάδα – να προβάλει αξιώσεις, τις περισσότερες φορές παράλογες και απαξιωτικές για τη γειτόνισσά του.
Με έπαιρνε τηλέφωνο συχνά η Άλκη για να μου υπενθυμίζει την ανάγκη να προσαρμόζομαι στις εκάστοτε συνθήκες του «συμβιβασμού» που είχα υπογράψει κατ’ εντολή της…
Αυτός ήταν ο άνθρωπος που είχα γνωρίσει και αυτή ήταν η ψυχή που συμβιβαζόταν, πάντα, δίχως ωφέλεια ή αντιπαροχή.
*
Πέρασαν τα χρόνια και η επαφή μας όλο και αραίωνε, καθώς ο Αμερικάνος «εξαφανίστηκε» και δεν τον ξαναείδαμε ούτε ξανακούσαμε γι’ αυτόν τίποτα. Μέχρι που πριν από δέκα καλοκαίρια συνάντησα την Άλκη, στο εξοχικό του Νώντα στον Αη Βλάση, σε ένα βραδινό με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων που παροικούσαν στην περιοχή μας.
Η Άλκη είχε πατήσει τα ενενήντα κι ωστόσο με αναγνώρισε αμέσως. Έκανε δε και χιούμορ, μιλώντας για τον Αμερικάνο:
«Τι γίνεται ο αντίδικός μας»;
*
Είπαμε πολλά, μιλήσαμε για τον Γιώργη τον Σεβαστίκογλου, τον Κάρολο Κουν, τη Διδώ Σωτηρίου και τον Γκάτσο (είχε πρόσφατα εκδοθεί το βιβλίο της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο»), για τα χρόνια της αυτοεξορίας της, στη Χίο, το Παρίσι, την Τασκένδη.
Την ξαναβρήκα το επόμενο καλοκαίρι, στην ίδια πάντα σύναξη των φίλων της οικογένειας Παπαγεωργίου, στον Αη Βλάση, αλλά και το μεθεπόμενο, όταν τη συνόδευε ο γιος της ο Πέτρος, μια σημαντική φυσιογνωμία του κινηματογραφικού χώρου και η κόρη της η Ειρήνη.
Εκείνο το βράδυ στην παρέα ήταν κι ο δημοσιογράφος Μανώλης Πιμπλής, ο υπεύθυνος του «Βιβλιοδρόμιου» των Νέων, με τον οποίο πιάσαμε κουβέντα για ταξίδια (την προηγούμενη μέρα ο Πιμπλής είχε παρουσιάσει τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, στο αρχοντικό του Φώτου, στον Λαύκο). Αναμίχθηκε στη συζήτηση και ο Πέτρος, ο γιος της Άλκης κι έτσι οι τρεις μας ξεχάσαμε τους άλλους της συντροφιάς, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή η Άλκη ν’ απευθυνθεί σε μένα για να με μαλώσει συνετίζοντάς με με τα παρακάτω λόγια:
«Μη μου τους κουράζεις άλλο, κύριε συνήγορε, θα μου τους ξεκάνεις στο περπάτημα…».
Αυτή ήταν η Άλκη Ζέη. Δυναμική και περιπετειώδης φύση, χαλκέντερη και στωική, ακαταμάχητη αλλά και ετοιμόλογη, χιουμορίστα κι εξαντλητικά ερευνητική.
*
Την είδα και πριν λίγα χρόνια στον Αλμυρό, όταν παρουσίαζε το βιβλίο της στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δήμου. Την παρουσίασε ο Θανάσης ο Σαμαράς, αλλά δεν μπορούσα να μπω γιατί υπήρχε το αδιαχώρητο. Εκείνο το βράδυ, όπως αποδείχτηκε, η αίθουσα εκδηλώσεων του Δήμου Αλμυρού φάνηκε πολύ μικρή για να χωρέσει τη μεγάλη γιαγιά της λογοτεχνίας μας…
*
Αυτά περίπου έγραφα το 2017 από τούτη δω τη στήλη. Την Άλκη την ξαναβρήκα στο φιλόξενο σπίτι του Νώντα και της Βάσως Παπαγεωργίου, μαζί πια με την κόρη της την Ειρήνη.
Εκείνο το βράδυ ασχολιότανε με το τελευταίο της βιβλίο, σκυμμένη πάνω από τον υπολογιστή, καθώς είχε χάσει ένα κομμάτι του έργου της και προσπαθούσε, με τη βοήθεια του Κώστα Ακρίβου, να το ξαναβρεί.
Ήταν ενενήντα πέντε και το μυαλό της έτρεχε ακούραστο μπροστά από την εποχή μας. Κι όλο πάσχιζε να ακούσει και να μάθει όσα της υπαγόρευε ο Κώστας.
Δεν την ξαναείδα. Έφυγε μετά από λίγο καιρό αναπαυμένη παρόλα όσα πέρασε στη ζωή της.
*
Η Άλκη Ζέη έγραψε παραμύθια και μυθιστορήματα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, όπως τις «Γατοκουβέντες», τον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», την «Κωνσταντίνα και τις αράχνες της», Τον «Ψεύτη παππού», το «Ένα παιδί από το πουθενά», «Η Αλίκη στη χώρα των μαρμάρων» και το πολυαγαπημένο μυθιστόρημα «Το καπλάνι της βιτρίνας».
Έγραψε και μυθιστορήματα, όπως και άλλα έργα παιδικής λογοτεχνίας: «Αρβυλάκια και γόβες», «Ο θείος Πλάτων», «Κοντά στις ράγες», «Μα Κυριακή του Απρίλη», «Τα παπούτσια του Αννίβα», «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», «Η μωβ ομπρέλα», «Σπανιόλικα παπούτσια», «Νεανική φωνή», «Η δωδέκατη γιαγιά», το ωραιότατο αυτοβιογραφικό της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δυο» και το τελευταίο της βιβλίο (2017) με τον πολύ πετυχημένο τίτλο «Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;».
*
Η Άλκη που το βαφτιστικό της ήταν Αγγελική γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923. Ήταν κόρη του Ζήνωνα Ζέη που είχε καταγωγή από την Κρήτη και της Έλλης Σωτηρίου, με καταγωγή από τη Σάμο, τον αδελφό της οποίας είχε παντρευτεί η Διδώ Σωτηρίου.
Η Άλκη έζησε στη Σάμο, την Αθήνα, το Παρίσι, τις Βρυξέλες, την Τασκένδη. Σπούδασε φιλοσοφία του θεάτρου και υποκριτική στη δραματική σχολή του Εθνικού Ωδείου, όπως επίσης και σεναριογραφία στην Κινηματογραφική Ακαδημία της Μόσχας. Η γνωριμία, κατά τη διάρκεια των σπουδών της, με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, θεατράνθρωπο και φίλο του Κουν, έμελλε να είναι καταλυτική για τη ζωή της. Παντρεύτηκαν το 1945 κι ενώ ο Σεβαστίκογλου διέφυγε στην Τασκένδη το 1948, η Άλκη συνελήφθη κι εξορίστηκε στη Χίο. Ξαναβρέθηκαν ύστερα από έξι χρόνια. Από το 1957 έζησε με τον άντρα της στη Μόσχα και το 1964 επέστρεψαν στην Ελλάδα, αλλά το 1967 ξανάφυγαν για το Παρίσι, όπου έζησαν μέχρι το 1974, όταν έπεσε η χούντα και γύρισαν στην Αθήνα, που εγκαταστάθηκαν οριστικά.
Αυτή τη μυθιστορηματική ζωή που έζησε η Άλκη Ζέη περιγράφει με γλαφυρό τρόπο και έξοχη γραφίδα στο βιβλίο της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δυο», η αθάνατη γιαγιά της ελληνικής πεζογραφίας.
Στο ερώτημα δε του τελευταίου της βιβλίου «Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;» απαντάμε πως θα ζει για πάντα στην καρδιά και στον νου μας…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το