Πολιτισμός

Έθιμα Χριστουγέννων

Του
ΓΙΑΝΝΗ ΖΩΙΔΗ,
Προέδρου Ηπειρωτικής Αδελφότητος Μαγνησίας

Τα έθιμα των εορτών των Χριστουγέννων στην Ήπειρο διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, υπάρχουν κοινά στοιχεία, όμως, για όλη την περιοχή.
Το Δωδεκαήμερο, όπως λέγεται, αφορά όλη τη διάρκεια των εορτών 6 μέρες πριν την Πρωτοχρονιά και τελειώνει τα Φώτα και κατέχει σημαντική θέση στα ήθη-έθιμα της περιοχής. Τις μέρες αυτές πιστεύουν ότι βγαίνουν τη νύχτα οι σιαταναραίοι (καλικάντζαροι) και φεύγουν το πρωί με το λάλημα του πετεινού. Γι’ αυτό δεν κουβαλάνε φουσκή από τα κατώγια στα χωράφια – δεν πετάνε νερά έξω από το σπίτι – δεν βγάζουν τη στάχτη από το μπουχαρί – δεν πλένουν τα σκουτιά με κόπανο για να μην έλθουν το βράδυ οι σιαταναραίοι – αλάτι και προζύμι δεν δανείζουν νύχτα – τα τρίμματα από την τάβλα δεν τα πετάνε έξω αλλά στο μπουχαρί για να τρώει ο φύλακας άγγελος γιατί έξω είναι οι σιαταναραίοι – δεν πίνουν νερό από έξω και δεν πάνε στο μύλο για άλεσμα. Το τζάκι σε όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου δεν πρέπει να σβήσει για να φοβίζει τους σιαταναραίους.
Τα Χριστούγεννα μεγάλη γιορτή για όλους μα κυρίως για τα παιδιά παραμονή θα γυρίσουν στα σπίτια παρέες -παρέες για τα κάλαντα πρωί – πρωί να τους προλάβουν πριν φύγουν για τις δουλειές τους με πρώτους σε αυτούς που ήξεραν πιο κουβαρντάδες. Τα φιλοδωρήματα ήταν αυγά – τηγανίτες – ζαχαρωτά όσες οικογένειες διέθεταν.
Το βράδυ της παραμονής οι γυναίκες έφτιαχναν τηγανίτες που συμβόλιζαν τα σπάργανα του Χριστού, έβαζαν στη φωτιά να καεί μια μεγάλη μαύρη πλάκα, μόλις καιγόταν έριχναν με το κουτάλι ζυμάρι και το άπλωναν να πάρει στρογγυλό σχήμα, ψηνόταν από τη μια μεριά και το γύριζαν από την άλλη μόλις ψηνόταν την έβαζαν στο ταψί και έκοβαν μικρά κομμάτια και ζεματούσαν με μέλι η ζάχαρη, έτσι οι «λαχανίτες» ήταν έτοιμες.
Τη νύχτα η φωτιά στο τζάκι δεν έπρεπε να σβήσει μέχρι το πρωί που όλοι θα πήγαιναν στην εκκλησιά όπου θα κοινωνούσαν.
Γυρνώντας οι λαχανίτες και ο τραχανάς τούς περίμεναν.
Το πρωί των Χριστουγέννων επίσης η νοικοκυρά του σπιτιού πήγαινε σε ξένη βρύση και έκλεβε νερό και παίρνοντάς το έλεγε – όπως τρέχει το νερό βρυσούλα μ’ έτσι να τρέχει και η σοδειά μ’ – και από αυτό το νερό έπιναν όλοι για το καλό της οικογένειας το έλεγαν δε αμίλητο νερό επειδή η νοικοκυρά κατά τη διαδρομή δεν μιλούσε σε κανένα. Η γυναίκα πηγαίνοντας για τη βρύση έπαιρνε μαζί της ψωμί – στάρι – κρέας από το γουρούνι που είχαν σφάξει για να ταΐσουν όπως έλεγαν τη βρύση στην πραγματικότητα, όμως, για να τα πάρει κάποιος φτωχός που δεν μπορούσε να απολαύσει το χριστουγεννιάτικο γεύμα.
Παλαιότερα η κάθε οικογένεια έτρεφε σε ειδικό καλύβι για τα Χριστούγεννα ένα γουρούνι που έσφαζε την παραμονή που ήταν το κυριότερο φαγητό αυτές τις μέρες το μαγείρευαν με διάφορους τρόπους, ενώ με το λιπαρό κρέας ανήμερα έφτιαχναν για μεζέ τις «τσιγαρίδες «στο τηγάνι. Αλλά και το λίπος δεν το πετούσαν το έλιωναν και το αποθήκευαν σε λαΐνια και το χρησιμοποιούσαν για μαγείρεμα αντί για λάδι. Με το δέρμα ύστερα από μικρή επεξεργασία έφτιαχναν παπούτσια τα λεγόμενα γουρνοπάπουτσα η γουρνουροτσάρουχα.
Πρωτοχρονιά παραμονή έφτιαχναν τις «γκουζιάρες» που ήταν καρβέλια και από την μια πλευρά φτιάχνανε βούλες που συμβόλιζαν τα ζωντανά τους ανήμερα τα έβαζαν στα κέρατα των ζώων και όταν αυτά τα τίναζαν ανάλογα πώς έπεφταν θα πήγαινε η χρονιά αν οι βούλες προς τα πάνω η χρονιά παραγωγική αντίθετα οι βούλες από κάτω.
Ανήμερα μεγάλη σημασία στο ποδαρικό διάλεγαν ποιος θα τους το κάνει -απέφευγαν να δουν όσους θεωρούσαν γρουσούζηδες. Έξω από το σπίτι έβαζαν πουρνάρι ή κέδρο και όποιος πήγαινε έπαιρνε μια τούφα και την έριχνε στο τζάκι όταν αυτό έπαιρνε φωτιά έβγαζε κρότους και σπινθήρες και όλοι αναφωνούσαν ευχές – χρόνια πολλά με νύφες και γαμπρούς παιδιά εγγόνια και ζωντανά. Το μεσημέρι ο γηραιότερος έκοβε τη βασιλόπιτα και κομμάτι για όλα τα μέλη ακόμη και τα ξενιτεμένα. Μέσα η βασιλόπιτα είχε κέρμα-πουρναρόφυλλο και σπόρο καλαμποκιού αυτός που έβρισκε είχε τύχη στα χρήματα αυτός με το πουρναρόφυλλο τύχη στα ζωντανά και αυτός με τον σπόρο στη γη.
Τα Φώτα τέλειωνε το δωδεκαήμερο και από την επομένη για δουλειά η επιστροφή στην ξενιτιά.
Στις μέρες μας η πλούσια εθιμολογία της Ηπείρου έχει υποχωρήσει παραμένει, όμως, η νοσταλγική ανάμνηση των ηλικιωμένων και η γραφική υπόθεση για τους νέους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το