Πολιτισμός

Ερωτικός Παπαδιαμάντης – Χαρακτηριστικές φράσεις του Παπαδιαμαντικού corpus

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μέρος τέταρτο

Α’
Ερωτικός Παπαδιαμάντης
α. Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!.. να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… (Έρωτας στα χιόνια).
β. Θα σου φέρω εγώ φύλλα απ’ όλα τα δέντρα του δάσους, να σκεπασθής… (Έρως – Ήρως).
γ. Αναπλασμένοι, Νέος Αδάμ και Νέα Εύα, φέροντες του χιτώνας θαλασσοβρεγμένους κολλητά εις την επιδερμίδα των… (Έρως – Ήρως).
δ. Από όλα τα στάδια της γυμναστικής αυτής είχεν διέλθει η …Τασούλα, ας την είπω ούτω… Και τώρα είχε μεγαλώσει, 16 ετών κόρη, και είχε γίνει ωραία, με έν είδος κομψής και λεπτής καλλονής, με chic αν θέλετε. Και είχεν αρχίσει πλέον κι αυτή, στην αράδα της, να τρελλαίνει τους μικρούς νέους της γειτονιάς… (Έρως – Ήρως).
ε. είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν (Έρως – Ήρως).
στ. υπό την λεπτήν φανέλλαν εφαίνοντο ανατέλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου (Έρως – Ήρως).
ζ. τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με! (Έρως – Ήρως).
η. Nαι, απήλαυσα… Τι άλλο θα ωνειροπολούσα τάχα εις τον κόσμον; Tί άλλο παρά μιαν στιγμήν να την ίδω;.. (Ρόδιν’ Ακρογιάλια).
θ. Τώρα την έβλεπα επί πολλά λεπτά, τα οποία εφαίνοντο να ήσαν σταγόνες πεσούσαι από το κέρασμα της θείας αμβροσίας εις την τροφήν του παραδείσιου (Ρόδιν’ Ακρογιάλια).
ι. Έφερε το εργόχειρον κρεμαστόν περί τον θείον λαιμόν της κι έκυπτε επί της θεσπεσίας τραχηλιάς της… (Ρόδιν’ Ακρογιάλια).
ια. Έπαλλε γοργά τας μακράς βελόνας της. Ω, με αυτάς μου είχε περονίσει την καρδίαν, αλλ’ είναι λίαν προσφιλής η καίουσα πληγή.
ιβ. Είδα τα δοντάκια της να λάμπουν, τα χείλη της να λουλουδίζουν, τα μάγουλά της να μηλολονθούν… (Ρόδιν’ Ακρογιάλια).
ιγ. Ιδού εγώ κωμάζω υπό τα παράθυρά της. Έβαλα τας κώπας εις ανάπαυσιν κι εστάθην. Παρακαλώ τα ρεύματα να μη με παρασύρουν (Ρόδιν’ Ακρογιάλια).
ιδ. Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τα κώπας και τας εκράτησε επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με λευκός πτηνό της θαλάσσης… Ησθάνετο γοητείαν άρρητον. Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν… (Η Νοσταλγός).
ιε. Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τα κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ’ άς εμάντευε τις τα τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη… (Η Νοσταλγός).
ιστ. Είχε καθίσει όχι πολύ παραπέρα απ’ αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη φθάνει να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη έως ότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα… (Η Νοσταλγός).
ιζ. O νέος, ως γείτων, είχε πληροφορηθεί τα συμβαίνοντα και την ηγάπησε κρυφά. Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά της χείλη ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της… Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιεν την καρδίαν του νέου… (Η Νοσταλγός).
ιη. Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί, οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον… (Η Νοσταλγός).
ιθ. Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα… Εκαμα δυο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον… και είδα, πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κι ελούετο… (Όνειρο στο κύμα).
κ. Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθεί, ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή», επιλέγει ο ερωτοχτυπημένος και κοσμοδιάστατος Σκιαθίτης, «ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων»… (Όνειρο στο κύμα).
κα. Eίδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου και ανήλθον (Όνειρο στο κύμα).
κβ. Eπί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτε επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας ταςλυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέρια εκείνη επαφή! (Όνειρο στο κύμα).

Β’
Χαρακτηριστικές φράσεις του Παπαδιαμαντικού corpus
1. Mικρόν χωρίον, μεγάλη κακία (Οι Ελαφροΐσκιωτοι)
2. Ούτε τα κόκαλά μας να μη σμίξουν! (Οι Ελαφροΐσκιωτοι)
3. Παναγιά μ’, στο πέλαγο! (Ναυαγίων Ναυάγια)
4. Όποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε! (Ναυαγίων Ναυάγια)
5. φτωχός άγιος, δοξολογία δεν έχει (Φτωχός Άγιος)
6. Φυλάξου από πιώμα, αφού είσαι για ναύλο (Για την περηφάνεια)
7. Μου έριξε ο Χάρος τον πεζόβολο.
8. Σα σ’ ακούω γειτόνισα.
9. Αβραάμ… Ελέησόν με… και πέμψον Λάζαρον (Η τύχη απ’ την Αμέρικα) (Όπου Λάζαρος είναι ρακί το θέρος, ρώμι το χειμώνα).
10. Σα νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου (Το Μοιρολόγι της φώκιας).
11. Δεν έχουν παιδεμό των γυναικών οι γλώσσες (Της δασκάλας τα μάγια).
12. Το φεγγάρι είχε πιασθεί χειμωνιάτικο (Ενιαύσιον θήμα).
13. δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης (Ενιαύσιον θήμα).
14. Ιλεως, ίλεως, γενού αυταίς, καλή Εκάτη (Οι μάγισσες).
15. Αχ! Βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, καρούτα, μαστέλλα, κρασοκανάτα. Πού να σκάσεις! (Τρελλή βραδυά).
16. Δεν είν’ εδώ λευθεριά, τζάνεμ; Τι ίδιο, όπως στο Βόλο είναι κι εδώ; (Tρελλή βραδυά).
17. μόνο συχνάτσες έφερε απ’ το Βόλο (Η τύχη απ’ την Αμέρικα).
18. κατάντησε να γίνει Σύρο και Μάλτα το χωριό μας (Φραγγλέϊκα)
19. κόττα πίττα (Οι παραπονεμένες)
20. βρήκε το νάμι της (Το νάμι).
21. Ντέρτι δικό μου, κασσαβέτι δικό σου (Ο πεντάρφανος)
22. τα καλογηρικά γρόσσια γίνονται φίδια και σας τρώνε.
23. άβυσσος άβυσσον επικαλείται (Το Χατζόπουλο)
24. Έκρουσε εις τροχαϊκόν «Τον Αδάμ, τον Αδάμ», είτα εις ιαμβικόν «Το τάλαντον, το τάλαντον» (Ρεμβασμός)
25. το πρώτον άσμα εις δώριον ήχον (έβγα να ιδώ τον ίσκιο σου), είτα το έτρεψεν εις το φρύγιον και το τροχαϊκόν Ντελμπεντέρισα Βασίλω, στρωσ’ το μπράτσο σου να γείρω-
26. Ο λύκος απ’ τα μετρημένα τρώει (Ναυαγοσώσται)
27. Ανύπανδρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει (Ο Πανδρολόγος)
28. το αυτοδά της! (Όταν δι έλλειψιν ωρισμένων λέξεων αδυνατεί να περιγράψει τα χαρακτηριστικά της γυναικός).
29. κρέμετ’ η καπότα στην αλυγαριά/ ντέρτι και μαράζι κι αναπαραδιά! (Στρίγλα μάννα).
30. πήραν την πλάκα πεθερά, πήραντο μνήμα προίκα, το μαύρο χώμα σύντροφο…
31. Επί στόματος δυο ή τριών μαρτύρων σταθήσεται παν ρήμα.
32. Tα όρνια παντρεύονται, και τα στοιχειά βλογιούνται.
33. Τετραγαμία: Η παραμητρυά ενυμφεύθη τον παραμητρυιόν ίγαμον εκ διγαμίας (Ο Πεντάρφανος)
34. τρυφερός εις τον έρωτα, ευεπίφορος εις το πείσμα, γοργός εις οργήν (Ρεμβασμός).
35. το «πατέρα» ασυγκρίτως εκφραστικώτερον από το βάρβαρο και ξενίζον «μπαμπά», το οποίο παρεισήλθεν εσχάτως μετά πολλών άλλων κηλίδων εις τα ήθη μας… (Θάνατος Κόρης)
36. αραδιάζεις έναν τροχό; (συνθηματική γλώσσα των οικοδόμων) = πίνεις κρασί, κερνάς κρασί; (To αστεράκι).
37. Μπάτε χίλι’ αλέστε > ούτε τάξη, ούτε αρχείο, ούτε θυρίδα (στη Δημαρχία).
38. Να πέσω εις το εσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος των γενικοτήτων… (Οι Χαλασοχώρηδες).
39. Αίθριος ο καιρός, σταυρωμένος από τον βορράν (Στο Χριστό στο Κάστρο).
40. το φεγγάρι δεν είναι παν’τσ’έλληνες (πανσέληνος) (Υπηρέτρα).
41. σα σ’ ακούω δυχατέρα (Ο Αμερικάνος).
42. Γιατί λένε: «Κύριε ελέησον! Παπαδιά, πέντε μήνες δυο παιδιά»; Θα πη πως οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές… (Στο Χριστό στο Κάστρο).
43. «Tί θα πη, στην καταβασία των Χριστουγέννων «ο ανυψώσας το κέρας ημών»; Ποιος είναι αυτός ο ανυψώσας; «Να ο ανηψός σας» απήντησε ο κυρ-Αλεξανδρής…
44. «Ήλιος με τα δόντια – γριά με χταπόδια», ανέκραξε ο Λαμπράκης…
45. Τα λιμανάκια δεν εχρειάζοντο κατάστιχον δια να καταριθμιθώσι. ήσαν η Χονδρή Αμμος, το Ελαφοκκλήσι, ο Αη Σώστης, το Απάγγιο και ο Χαμογιαλός.
46. Τώρα άμορος να γένης, αρέ! Είπεν εις το γυναικείον ιδίωμα το Μπραϊνάκι (Ο Σημαδιακός).
47. Άλαλα τα χείλη των ασεβών, οι κερατάδες… (Εξοχική Λαμπρή).
48. Άσπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη… Κοκκώνα θάλασσα, φουρτούνα πεθερά… φουρτούνα θάλασσα, κοκκώνα πεθερά… (Κοκκώνα Θάλασσα).
49. εσύ δεν είσαι για να πιάνεις καβούρια· εσύ είσαι για τυφλοψώμια (Τα δαιμόνια στο ρέμα).
50. η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν η ευρίσκεται ενσαρκωμένη (Υπό την Βασιλικήν Δρυν).
51. είναι βιλάνες, ξούρες-μαρούσες, αναφάνταλες, αστάνευτες (Ντελησυφέρω).
52. εδώ είσθε εσείς που βυζαίνετε από δυο μαννάδες; To καλό αρνί, κυρ-Μανώλη, τρώει από δυο προβατίνες… (Οι Χαλασοχώρηδες).
53. Θα ισάρουμε και μπαντέρα μες στο λιμάνι… (Οι Χαλασοχώρηδες).
54. Πόσα καντάρια ρουβάδα έχετε; (Οι Χαλασοχώρηδες) (Ρουβάδα είναι η αβλαβεστέρα μορφή ακακίας, βλακείας).
55. Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει γιατ’ ειν’ λημέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.
56. Το τελευταίον κινούν αίτιον είναι και η υπερτάτη αιτία.
57. Κι εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κι έγινα δικηγόρος… Φεύ! Ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάνη να γίνω μοναχός (Όνειρο στο κύμα).
58. βάρδα μπένε μη σκαρώσετε τη μέρα που είναι λιοτρόπι.
59. καλούμα από δω, όρτσα από κει, φούντα πιο κει (Οι Xαλασοχώρηδες).
60. ψιθυρίζων ευέλπιδα όνειρα και αναμασών έναυλα παραμύθια (Το καμίνι).
61. Κι εκείνος που φοβέριζε και όλοι το ετρέμαν. Επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμα (Το τραγούδι του Νικοτσάρα).

Και μια χαρακτηριστική αντίθεση
α. Ακριβούλα > Φύκια ’ναι τα στεφάνια της, κοχύλια τα προικιά της (Το μοιρολόγι της Φώκιας).
β. Φραγκογιαννού > Ω! να το προικιό μου, είπε. Αυταί υπήρξαν οι τελευταίαι λέξεις της… (Η Φόνισσα).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το