Τοπικά

Επιστροφή στο χωριό με βιολογική καλλιέργεια για τον γεωπόνο Χρήστο Καναλιώτη

Η απόφαση του Χρήστου Καναλιώτη να στραφεί εδώ και λίγα χρόνια στη βιολογική καλλιέργεια λεβάντας, ένα αρωματικό φυτό που… μυρίζει κέρδη και γίνεται ολοένα και πιο ελκυστικό στον αγροτικό κόσμο της Μαγνησίας, έδωσε την ευκαιρία -πέρα των άλλων- στον 44χρονο γεωπόνο να ανακτήσει τους χαμένους δεσμούς με το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε, τον Άγιο Γεώργιο Φερών.

Η ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή είναι μία συνειδητή επιλογή για τον Χρήστο Καναλιώτη, ο οποίος συνδυάζει άψογα τις συχνές πλέον επισκέψεις στον τόπο, όπου πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, με τη φροντίδα των 15 περίπου στρεμμάτων που καλλιεργεί. Φυσικά, θέμα προσαρμογής ουδέποτε τέθηκε, αφού η ζωή στην ύπαιθρο δεν του είναι άγνωστη. Επιπλέον κατέχει τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται, καθώς εργάζεται ως γεωπόνος στη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας Π.Ε. Μαγνησίας και Σποράδων της Περιφέρειας Θεσσαλίας και με την παράλληλη καλλιέργεια του δημοφιλούς αρωματικού φυτού συμπληρώνει κάθε χρόνο το εισόδημά του.

Ο λόγος που προτίμησε μια εναλλακτική καλλιέργεια, ρίχνοντας παράλληλα το βάρος στη μεταποίηση της λεβάντας, αντί να την προσφέρει αποξηραμένη στους εμπόρους; Στην επικοινωνία που υπήρξε μαζί του από τον Άγιο Γεώργιο Φερών, όπου βρίσκεται για τις τελευταίες ετοιμασίες πριν τη φετινή συγκομιδή της σοδειάς, είπε: «Για τον κόσμο που ψάχνει αφορμή για να κρατηθεί στον τόπο του, στις ρίζες του, η συγκεκριμένη καλλιέργεια φαντάζει ιδανική. Θέλησα να δοκιμάσω τη λεβάντα, παρότι παραδοσιακά στην ευρύτερη περιοχή οι περισσότεροι αγρότες ασχολούνται με το βαμβάκι και το καλαμπόκι. Υπήρξε ένα κόστος για την αρχική εγκατάσταση, όμως η απόσβεση έγινε μέσα σε δυο-τρία χρόνια. Μετά την πρώτη χρονιά τα έξοδα είναι σαφώς λιγότερα, κάτι που δεν ισχύει στις περισσότερες συμβατικές καλλιέργειες. Η στρεμματική απόδοση ξεκινά από 4-4,5 κιλά και φτάνει μέχρι 6-7 κιλά κατά μέσο όρο. Στην αρχή αρκετοί στο χωριό αναρωτήθηκαν γιατί επέλεξα τη λεβάντα. Όμως, σιγά-σιγά άρχισαν να με πλησιάζουν και να ζητούν περισσότερες λεπτομέρειες, αφού και ο Τύπος άρχισε να γράφει πιο εκτεταμένα. Η περισσότερη δουλειά είναι χειρωνακτική. Για παράδειγμα, το σκάψιμο γίνεται με την τσάπα. Γενικότερα, όμως, είναι το φυτό τέτοιο, που μπορείς να ασχοληθείς δίχως πολλά μέσα. Μόνο όταν φτάσει η ώρα της συλλογής της δρόγης, για πρακτικούς, κυρίως, λόγους αυτό γίνεται με γεωργικά μηχανήματα. Η μηχανική συλλογή είναι προτιμότερη. Στη συνέχεια τα φυτά μεταφέρονται απευθείας στο αποστακτήριο για να πάρουμε το αιθέριο έλαιο, που συμφέρει περισσότερο. Η λειτουργία του αποστακτηρίου στον Βόλο είναι μεγάλη υπόθεση, έρχεται κόσμος από Θεσσαλία και όχι μόνο, ενώ μας παρέχει τη δυνατότητα φύλαξης του ελαίου σε ελεγχόμενες συνθήκες».

Στο πρόσφατο παρελθόν, η τιμή διάθεσης για το λάδι της λεβάντας ξεπέρασε τα εκατό ευρώ το λίτρο, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δυναμική του φυτού, που πλέον «ριζώνει» για τα καλά σε μεγάλες εκτάσεις και στη Μαγνησία, παρά τον διεθνή ανταγωνισμό. «Οι τιμές ποικίλλουν ανά χρονιά, όπως συμβαίνει πάντοτε με τα αγροτικά προϊόντα. Μας επηρεάζει σημαντικά η καλλιέργεια λεβάντας στη Βουλγαρία. Έχει αυξήσει σχεδόν 40% τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ενώ δυναμικά μπαίνει πλέον και η Ρουμανία. Οι ποικιλίες στη χώρα μας είναι καλύτερης ποιότητας, λόγω της αυξημένης ηλιοφάνειας που έχουμε και βοηθά το φυτό να μας δώσει καλύτερο λάδι. Πρόπερσι, πάντως, το λεβαντέλαιο έφτασε τα 105 €/κιλό, ενώ τη χρονιά που μας πέρασε, υπήρξαν αδιάθετες ποσότητες σε αρκετούς παραγωγούς. Το ενδιαφέρον των παραγωγών αυξάνεται διαρκώς και στην περιοχή μας γίνονται αξιόλογες επενδύσεις στον τομέα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών», κατέληξε ο κ. Καναλιώτης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το