Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου, δρ. European School of Brussels III
Ι: Εικονολάτρες
Η εξάπλωση ενός μολυσματικού παράγοντα σε έναν πληθυσμό είναι ένα δυναμικό φαινόμενο: Ο αριθμός των υγιών και άρρωστων ατόμων μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα με τις επαφές, κατά τις οποίες ο παράγοντας αυτός περνά από ένα μολυσμένο άτομο σε ένα υγιές που δεν είναι ανοσοποιημένο, μολύνοντάς το με τη σειρά του. Ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί να μοντελοποιηθεί με χρήση διαφορικών εξισώσεων και να μελετηθεί με τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς του μέσω της αριθμητικής επίλυσης αυτών των εξισώσεων. Πρόσφατες μέθοδοι κάνουν χρήση πολύπλοκων μοντέλων, όπου η χωρική δομή, η εποχιακή ενίσχυση ή η στοχαστικότητα επηρεάζουν τη δυναμική και όπου η προσομοίωση σε υπολογιστή χρησιμοποιείται για να αναπτυχθεί το συναφές θεωρητικό μοντέλο.
Η μαθηματική μελέτη των ασθενειών και η διάδοσή τους έχει μια παράδοση μεγαλύτερη από τρεις αιώνες. Το πεδίο διεπιστημονικής έρευνας που συγκροτήθηκε με τη συνεχή αλληλεπίδραση και συνεργασία, η Επιδημιολογία, ανατρέχει στον πατέρα της Ιατρικής, τον Ιπποκράτη, που πριν από 2000 χρόνια περίπου διατύπωσε την άποψη ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση μιας νόσου. Η κατανομή της νόσου σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπινου πληθυσμού μετρήθηκε σε μεγάλο βαθμό μόλις τον 10ο αιώνα. Το έργο ορόσημο, που εγκαινιάζει όχι μόνο τις επίσημες αρχές της επιδημιολογίας, αλλά και μερικά από τα πιο θεαματικά της επιτεύγματα, ήταν η διαπίστωση από τον John Snow ότι ο κίνδυνος χολέρας στο Λονδίνο σχετιζόταν, μεταξύ άλλων, με την κατανάλωση νερού από μια συγκεκριμένη εταιρεία. Οι επιδημιολογικές μελέτες του Snow ήταν η πτυχή μιας ευρείας σειράς ερευνών που αφορούσαν στην εξέταση των φυσικών, χημικών, βιολογικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών διαδικασιών και την επίδρασή τους στην υγεία των πληθυσμών. Συντάσσοντας μια στατιστική σύγκριση των θανάτων από χολέρα σε περιοχές με διαφορετικές εταιρείες ύδρευσης έδειξε ότι το ποσοστό θνησιμότητας ήταν υψηλό στους ανθρώπους που την τροφοδοσία τους με νερό είχε αναλάβει συγκεκριμένη εταιρεία. Με βάση τη σχολαστική έρευνά του, ο Snow ανέπτυξε μια θεωρία σχετικά με τη διάδοση των μολυσματικών ασθενειών γενικά και πρότεινε ότι η χολέρα μεταδόθηκε από μολυσμένο νερό. Ήταν έτσι σε θέση να ενθαρρύνει τη βελτίωση της υποδομής παροχής ύδατος πολύ πριν από την ανακάλυψη της εταιρείας που ήταν υπεύθυνη για τη χολέρα. Η έρευνά του είχε άμεσο αντίκτυπο στη δημόσια πολιτική.
Η πρωτοποριακή εργασία του Snow μάς υπενθυμίζει ότι τα μέτρα δημόσιας υγείας, όπως η βελτίωση της υδροδότησης και της αποχέτευσης, έχουν συμβάλει σημαντικά στην υγεία των πληθυσμών και ότι σε πολλές περιπτώσεις από το 1850 οι επιδημιολογικές μελέτες έχουν υποδείξει τα κατάλληλα μέτρα. Βέβαια από τότε, οι επιδημιολόγοι έχουν υποστεί και μια σειρά εξαιρετικά οδυνηρών αποτυχιών. Η έρευνα όμως εστιάζεται στην προσπάθεια ανεύρεσης παραγόντων που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση των ασθενειών και αποβλέπει στη μείωση του ποσοστού τους. Το μοντέλα που αναπτύσσονται αποβλέπουν στον εντοπισμό των παραγόντων κινδύνου και στην εκπόνηση μέτρων που θα αλλάξουν τις συμπεριφορές του πληθυσμού για να μειώσουν τον κίνδυνό τους. Η κατανόηση των κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων και των σχέσεών τους με τις πτυχές της ζωής είναι όλο και περισσότερο ένα ουσιαστικό μέρος της καθημερινής ζωής. Νέες αναφορές, νέοι δυνητικοί κίνδυνοι και δυνατότητες πρόληψης προκύπτουν συνεχώς. Τι σημαίνουν, μπορούν να είναι αξιόπιστοι και πώς μπορούμε να γνωρίζουμε; Τα βασικά στοιχεία των επιδημιολογικών μεθόδων είναι ένα εργαλείο για τον σχεδιασμό πολιτικών υγείας τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο αντιμετώπισης. Οι επιδημιολόγοι, συγκρατημένα και μακριά από το πεδίο της δημόσιας διαμάχης, άρχισαν να υπόκεινται σε ολοένα και πιο κρίσιμο επιστημονικό έλεγχο τη δεκαετία του 1990.
Το 1993, το περιοδικό Lancet δημοσίευσε ένα άρθρο με τον προκλητικό τίτλο «Do epidemiologists cause epidemics?» («Οι επιδημιολόγοι προκαλούν επιδημίες;»). Ο συντάκτης αναρωτιέται κατά πόσον οι επιδημιολόγοι έκαναν πάρα πολλά λάθη στον υπολογισμό της επιβάρυνσης και της αιτιότητας της νόσου και εάν το κοινό έδειξε υπερβολική εμπιστοσύνη στα επιδημιολογικά αποτελέσματα και επέδειξε ως συνέπεια υπερβολική ανησυχία εξαιτίας αυτών. Ένα απολογιστικό άρθρο του 1995 στο περιοδικό Science, με τίτλο «Epidemiology faces its limits» («Η επιδημιολογία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα όριά της»), ανέφερε στις πρώτες γραμμές: «Τα νέα για τους κινδύνους που αφορούν στην υγεία έρχονται εμφαντικά και γρήγορα αυτές τις μέρες και μοιάζουν σχεδόν στις θεμελιώδεις αρχές τους αντιφατικά».
Στο μεταξύ η επιδημιολογία έχει συνεχώς αυξανόμενη παρουσία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά οι συστάσεις της σχετικά με τον τρόπο διαφύλαξης της υγείας και αποφυγής ασθενειών φαίνονται αυθαίρετες και υπόκεινται σε ταχείες αλλαγές. Παρόλα αυτά η επιδημιολογία παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή πηγή πληροφοριών σε πολλές χώρες σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού και μείωσης του κινδύνου της ασθένειας. Βαθμιαία όμως η αυθεντία της αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο από εκπροσώπους της βιομηχανίας, πολιτικούς και κοινό, που προσπαθούν να καθορίσουν τους δικούς τους ορισμούς των κινδύνων και των ορθολογικών επιλογών στο πρόβλημα των επιδημιών.
Η πανδημία του κορωνοϊού ανέδειξε κι ένα ζήτημα πολιτισμικής θα τολμούσα να πω φύσης που αλληλοεπιδρά και διαμορφώνει τις επιλογές των ειδικών. Η πολιτισμική διάσταση είναι μάλλον παραγνωρισμένος παράγοντας στην επιδημολογία κι ούτε φυσικά εμφανίζεται άμεσα με οποιαδήποτε μορφή στα μαθηματικά μοντέλα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο James Trosltra στη μελέτη του Epidemiology and Culture (C.U.P. 2004), η ερμηνεία της επιδημιολογίας ως πολιτιστικής πρακτικής συμβάλλει στην αποκάλυψη των τρόπων, με τους οποίους η μέτρηση, η αιτιώδης σκέψη και ο σχεδιασμός επέμβασης επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις, τη συνήθεια και τις θεωρίες της εξουσίας. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι ακόμη κι ο ορισμός ζητημάτων όπως η υγεία, η ασθένεια και ο πόνος συναρτώνται ενδιάθετα, εκτός από τα γενικά αποδεκτά χαρακτηριστικά, από ανθρωπολογικές συνιστώσες.
Μέσα από αυτή την οπτική μπορούμε, διευρύνοντας το ερμηνευτικό περικείμενο, να ισχυρισθούμε ότι η επιλογή μεταξύ αυστηρών περιοριστικών μέτρων από τη μια και της πρακτικής της ανοσίας της αγέλης, από την άλλη θεμελιώνεται σε διαφορετικά επιστημολογικά παραδείγματα με την έννοια του Thomas Kuhn.