Άρθρα

Επί του πιεστηρίου

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Περνούσαν έξω απ’ το γραφείο μου αλαφιασμένοι οι δημοσιογράφοι τρέχοντας να προλάβουν την είδηση. Υπάλληλος εγώ σε ναυτικό πρακτορείο, τους έβλεπα να περνούν μα η είδηση είχε φύγει μέσα από τα χέρια τους. Τους έβλεπα δα πως τις περισσότερες φορές γυρίζανε με άδεια χέρια…
Κάποιες άλλες φορές εγώ είχα την είδηση πριν απ’ αυτούς. Πώς; Μα εκείνοι έτρεχαν σε άγνωστη κατεύθυνση, ενώ εγώ μέσα στο λιμάνι, να φέρω την κατάσταση επιβατών ένα δυο κιβώτια ψάρια από πεσκέσια και τα «νέα» που μόνο ο καπετάνιος είχε, από πρώτο χέρι.
Η εφημερίδα δίπλα από το πρακτορείο, το πιεστήριο δηλαδή, οι λινοτύπες και καναδυο συντάκτες του ελεύθερου που λένε ρεπορτάζ, οι τρεχάμενοι μαθές, καθώς αρχισυντάκτης διευθυντής της ύλης και δυο τρεις συντάκτες μένανε σε καμαράκια ιδιαίτερου γραφείου λίγο πιο ψηλά, στην Αντωνοπούλου.
Για τον εκδότη υπήρχε ειδικό γραφείο. Είχε στην Ιάσονος, μεγάλο ιδιόκτητο κτήριο που στέγαζε, στο μεν ισόγειο βιβλιοχαρτοπωλείο και στο δώμα του πάνω από μια φαρδιά σκάλα, το πλούσιο γραφείο του, με σκαλιστό τραπέζι από καρυδιά και διάφορα μπιμπελό να στολίζουν την επιφάνειά του. Α! Υπήρχαν και μερικές οικογενειακές φωτογραφίες, όπως και μια αναπαλαιωμένη που έδειχνε το πατρικό του σπίτι, στο χωριό απόπου καταγόταν, στον μακρινό Μοριά.
*
«Μα τι κάνουν οι ρεπόρτερ και τρέχουν σα διαόλοι», κάποτε σταμάτησα τον Γιάννη το Μαντίδη που του είχα θάρρος, να τονε ρωτήσω. Μαθές τονε ζήλευα αλλά δε τολμούσα να του το πω. Πόσο δηλαδή μ’ αρέσει η δουλειά του…
«Μικρέ», μούλεγε, χωρίς να μ’ ενοχλεί το μικρέ, «κάτσε στ’ αυγά σου και μην ενθουσιάζεσαι, έχει ζόρια το επάγγελμα. Έχει πίκρες και τρεχάματα»…
Εγώ πάντως τονε ζήλευα που έτρεχε και δε σταματούσε και νόμιζα πως η είδηση είναι καμιά πάπια που την κυνηγά με το τουφέκι.
Από την άλλη καλόβλεπα και τον άλλο συντάκτη, τον Δημητράκη τον Μπάτσιο, ευγενέστατο, λεβεντόκορμο και προσιτό σε όλους που καθόταν να μου εξηγήσει τα τρωτά μα και τα ωραία της δημοσιογραφίας.
«Καλά κι αυτοί που κάθονται στα γραφεία, εκεί στην Αντωνοπούλου, τι κάνουν όλη μέρα»;
«Αυτοί σενιάρουν την είδηση που τους πάμε εμείς, τη στιλβώνουν, τη μαγειρεύουν και τη σερβίρουν στο κοινό».
«Και ποιοι είναι αυτοί»;
«O Oρφανίδης, ο διευθυντής, καλός, αλλά αυστηρός και λίγο περίεργος, ο Μήτσιου, ο Μπετσίστας, ο Διαμαντόπουλος»…
«Ωωω, θέλω να τους γνωρίσω»…
«Τότε γράψε κάτι και τράβα στον Τσουκαλά που κάνει διαχείριση… Αν ξέρεις και ποδόσφαιρο ακόμα καλύτερα»…
*
Δεκάξι χρονώ ήμουνα, πήγαινα σχολειό, αλλά τις ελεύθερες ώρες δούλευα στο πρακτορείο, γιατί υπήρχε ανάγκη…
Ωστόσο μαγευόμουνα από το επάγγελμα του δημοσιογράφου, του ρεπόρτερ, του ελεύθερου συντάκτη, όπως μου τα περιέγραφε ο Γιάννης, δίχως να τα εξωραΐζει…
Πέρασαν τα χρόνια, αλλά όχι κι η δεκαετία και φοιτητής πια πήγα στην εφημερίδα, με καθυστέρηση οκτώ χρόνων.
Χτυπάω την πόρτα, «είμαι το παιδί του ναυτικού πρακτoρείου» λέω του Νίκου Διαμαντόπουλου, «έ, τι θες» μου λέει, «θέλω τον διευθυντή να του δώσω κάτι για δημοσίευση»…
«Τράβα στον Τσουκαλά», μου λέει, «αυτός θα σε παρουσιάσει, αλλά πες μου ξέρεις από ποδόσφαιρο»;
«Ξέρω αλλά εγώ γράφω για σινεμά και θέατρο»…
«Καλά γράψε για σινεμά αλλά γράψε και ένα δοκιμαστικό για τη Νίκη και τον Ολυμπιακό και φέρε μου να το δω»…
Στο διάδρομο μπροστά μου τότε εμφανίζεται ο Χρήστος Νταϊόγλου, αυτή η θρυλική μορφή της βολιώτικης αθλητικογραφίας, ο οποίος με βλέπει και μου λέει:
«Φέρε μου μια φωτογραφία σου να σου βγάλω ταυτότητα αθλητικού συντάκτη να μπαίνεις τσάμπα στα γήπεδα…».
Πήγα στον Αποστόλη τον Τσουκαλά, μου λέει «θα σε πάω στον Ορφανίδη και θα σιγοντάρω να σου δημοσιεύσει τις κριτικές, αλλά πήγαινε και μια βόλτα στο γήπεδο, να δεις τον αγώνα και γράψε ό,τι θες»…
Βρε καημό με το ποδόσφαιρο, είπα μέσα μου, αλλά ο Αποστόλης κράτησε τον λόγο του και την άλλη Κυριακή μου δημοσίευσε μια κριτική ανάλυση για το «Εάν» του Λίντσαιη Άντερσον.
Όμως δε γλίτωσα το ποδόσφαιρο. Την Κυριακή μου λέει ο Τσουκαλάς «θα πας με την αποστολή του Ολυμπιακού στην Έδεσσα. Να μου στείλεις αναλυτικό ρεπορτάζ και θα σου δώσω ένα κατοστάρικο»…
*
Έτσι έγινα αθλητικός ρεπόρτερ και περνούσα εναλλάξ κριτικές αγώνων ποδοσφαίρου και κριτικές κινηματογραφικών έργων…
Ισοπαλία…
Κάποια στιγμή με βρήκε ο Γιάννης ο Μαντίδης και μου λέει «τι έγινε με τις σπουδές σου»; Του λέω «πάω φαντάρος και άμα γυρίσω θα δω τι θα κάνω».
«Πήρες απόφαση για τη δημοσιογραφία»;
«Όχι» του λέω, «θυμάμαι τα λόγια σου, πριν μερικά χρόνια, που με αποπήρανε»…
«Τι σούχα πει τότε»;
«Για δεν έρχεσαι», μου είπες μια μέρα, «να δεις πως βγαίνει το ψωμί, η είδηση κι οι στίχοι μες στους τσίγκους παρά κάθεσαι και κόβεις εισιτήρια βάζοντας υπογραφές για λογαριασμό του πλοιοκτήτη»;
Τάχασα τότε. «Γιατί, δουλεύεις και στους τσίγκους»; τονε ρώτησα.
Γέλασε ο Γιάννης και μου εξήγησε πως όταν λένε οι δημοσιογράφοι και οι λινοτύπες τσίγκο εννοούν το τεχνικό σύστημα εκτύπωσης των φύλλων που γίνεται σε ένα ρολό που απλώνεις τα αλουμινένια γράμματα. Αυτό λέγεται τσίγκος και η δουλειά τσιγκογραφία…
«Και συ που πας» του λέω «και τρέχεις σα δαίμονας πέρα δώθε, κάθε μέρα»;
«Τρέχω», μου λέει, «γιατί αν δεν τρέξω ο διευθυντής θα νομίσει ότι δε νοιάζομαι για την είδηση. Τρέχοντας, σου λέει, κάτι πάει να ξετρυπώσει αυτός, κάτι που είναι βιαστικό, κάτι που μπορεί να χαθεί, άσε που έχω επωμιστεί και το τσιγκογραφείο και τρέχω από τον Άννα στον Καϊάφα».
«Ποιος είν’ ο Άννας και ποιος ο Καϊάφας»;
«Άννας είναι ο προϊστάμενος λινοτύπης και Καϊάφας ο διευθυντής της εφημερίδας».
«Αν δεν τρέξω όχι μόνο δε θα βγει η είδηση κι η ικανοποίηση του αρχισυντάκτη και του διευθυντή, αλλά θάχω κι από πάνω την γκρίνια και τη μουρμούρα τους, που βλέπουν μόνο την τρεχάλα, άσχετα αν οι ειδήσεις τρέχουν με τον δικό τους τον ρυθμό…
Αλλά βλέπεις είναι και το ρημάδι το τσιγκογραφείο με τα κωλογράμματα κι αν δεν τα σινιάρεις δε βγάζουν όχι την είδηση μα μήτε τη σελίδα».
«Άσε», του λέω, (του είχα πει τότε) «αν είναι έτσι, προτιμώ να τελειώσω το Γυμνάσιο, να παραμείνω υπάλληλος ναυτικού πρακτορείου, να κόβω εισιτήρια, να εισπράττω τα πεσκέσια και να σκουπίζω το πεζοδρόμιο έξω από το πρακτορείο»…
«Mα εσύ δεν είχες όνειρα»;
«Να μου λείπει το βύσσινο… για την είδηση»…
*
Κοίτα, βρε, γυρίσματα που έχουν οι καιροί. Να είμαι τώρα ο πιο παλιός στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ και τα παιδιά που δουλεύουν για το μεροκάματο, να έχουν όνειρα σαν και κείνα που είχα κι εγώ πριν πενήντα τόσα χρόνια…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το