Κόσμος

Επέζησα από το Charlie Hebdo και οι τρομοκράτες γύρισαν στο Παρίσι να με στοιχειώσουν

lancon.29.11.708

Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είδαν τους ενόπλους να εισβάλουν στα γραφεία του Charlie Hebdo. Οι σφαίρες τον τραυμάτισαν, αλλά επέζησε. Και ένιωσε ξανά τον κόσμο να χάνεται μετά από τις νέες επιθέσεις.

Ο Philippe Lançon, δημοσιογράφος του σατιρικού περιοδικού που έγινε στόχος επίθεσης τον περασμένο Ιανουάριο, έγραψε μία συγκλονιστική εξομολόγηση, στη Liberation.

«Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν όνειρο. Εκείνη τη νύχτα στο νοσοκομείο, ήμουν σίγουρος ότι ονειρευόμουν. Και ότι στην πραγματικότητα ήμουν ξαπλωμένος στο δικό μου κρεβάτι. Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να σηκωθώ, να πιω τον καφέ μου, να γράψω ένα άρθρο και μετά να κάνω περίπατο στο Παρίσι. Εικόνες με κατέκλυζαν, αόριστες και έντονες, σουρεαλιστικές και ζωντανές. Είδα μαυροντυμένες φιγούρες να εισβάλουν στη σύσκεψη στο Charlie Hebdo. Τους είδα να τους εξολοθρεύουν όλους, έναν έναν, τους περισσότερους που ήταν παρόντες, ακόμη κι εμένα.

Το εβλεπα ξανά και ξανά. Είδα τον Φρανκ, τον αστυνομικό που φύλαγε τον Charb. Τον παρακολούθησα να βγάζει το όπλο του πολύ αργά, σχεδόν σε αργή κίνηση. Δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι ότι αυτές οι εικόνες ήταν ένα τέχνασμα της φαντασίας μου. Ισως ένα κατάλοιπο μίας βραδιάς με υπερβολικό αλκοόλ. Δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι ήταν ώρα να σηκωθώ και να πάω να φτιάξω καφέ.

Στο τέλος κατάλαβα. Τα δεμένα χέρια μου, η δυσκολία μου να να αναπνεύσω και να μιλήσω. Το χλωμό φως σε αυτό το άγνωστο δωμάτιο. Το κουρασμένο πρόσωπο του αδερφού μου στο πλευρό μου. Ηταν αυτά τα πράγματα που με έκανε να καταλάβω ότι τα φαντάσματα ήταν αληθινά. Οτι πράγματι, δολοφόνοι είχαν εισβάλει στα γραφεία του Charlie. Οτι κραυγάζοντας ”Allahu Akbar” τους είχαν πυροβολήσει σχεδόν όλους, από κοντά. Και εγώ ήμουν ένας λεγόμενος επιζώντας», γράφει ο Γάλλος δημοσιογράφος, για τις πρώτες ώρες μετά από την επίθεση στα γραφεία του περιοδικού.

Οταν έγινε το μακελειό στο Παρίσι, εκείνος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, μετά από τη συμβουλή των γιατρών να ξεφύγει λίγο πριν υποβληθεί σε μία ακόμη επέμβαση. Περπατούσε στο Μανχάταν, κοντά στο «Σημείο μηδέν»- «Ετσι λειτουργεί η τύχη», σχολιάζσει- όταν ένας φίλος του τον πήρε τηλέφωνο και τον ενημέρωσε για το τι συνέβαινε στο Παρίσι.

«Αμέσως είχα την πολύ ρεαλιστική αίσθηση ότι ήμουν φάντασμα. Κάποιου είδους κρύο και βαρύ γκρι σύννεφο με κατάπιε. Ενιωθα φυλακισμένος. Πρόσφατα, μετά από πολύ χρόνο και δυσκολία, η ζωή μου είχε ανακτήσει μίας μορφής περιορισμένη ομαλότητα. Ακόμη δεν κοιμόμουν πολύ, αλλά τουλάχιστον μπορούσα να φτιάξω τον καφέ μου κάθε πρωί. Ξαφνικά, αυτή η ζωή φαινόταν σαν όνειρο και εξωπραγματική ξανά, όπως εκείνη τη νύχτα του Ιανουαρίου. Οι δολοφόνοι είχαν επιστρέψει. Με νέους, πρόσθετους δολοφόνους. Ηταν σαν να βρίσκονταν μπροστά μου, συνεχίζοντας τη δουλειά τους. Οπως σιωπηρά φοβόμουν ότι θα κάνουν, τους τελευταίους μήνες.

Ακόμη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ένιωθα για μία ακόμη φορά στόχος, ανάμεσα στους νέους στόχους τους. Δεν υπήρχε ασφάλεια. Οχι για εμένα. Για κανέναν. Η πραγματικότητα ήταν εκείνοι, οι δολοφόνοι. Κοίταξα τον ουρανό, ανάμεσα στους ουρανοξύστες. Κοίταξα τους ανθρώπους γύρω μου, να τρώνε και να πίνουν σε καφέ και μπαρ. Η ανεμελιά τους δεν υπήρχε για εμένα. Αισθάνθηκα πολύ μόνος. Από τότε, οι ειδήσεις μου λένε για τους δολοφόνους, τους τραυματίες και τους νεκρούς. Αλλά μου λένε και για εμένα.

Είμαι εδώ, στο Μανχάταν. Κι όμως είμαι ακόμη εκεί, στην αίθουσα του Charlie Hebdo. Και τώρα, είμαι στο Bataclan και στα καφέ. Μπορώ να μυρίσω την πυρίτιδα. Είμαι πάλι ανάμεσα στους νεκρούς. Αισθάνομαι τις πληγές μου εκ νέου. Περνώ τον ατελείωτο προθάλαμο ανάμεσα στην ακραία βία και την ζαλισμένη επίγνωση αυτής της βίας. Είναι εκεί, σε αυτό το απεριόριστο, απαίσιο δωμάτιο, που μπορείς εύκολα να χάσεις το μυαλό σου. Το σοκ είναι τόσο μεγάλο, που η πραγματικότητα παύει να υφίσταται», γράφει ο Lançon.

Στη συνέχεια γράφει για τους τραυματίες, για το τι θα ζήσουν στα νοσοκομεία αλλά και όταν πάρουν εξιτήριο, πώς θα προσπαθώ να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Αλλά γράφει και για τους δράστες, τονίζοντας ότι ήταν οι περισσότεροι Γάλλοι, «όπως εμείς».

Σχολιάζει ότι πολλοί μετά από την 7η Ιανουαρίου δήλωσαν «Je ne suis pas Charlie» (Δεν είμαστε Charlie), καθώς «αυτό το κακόγουστο περιοδικό το παράκανε με τα σκίτσα του προφήτη». Ομως, η ελευθερία έκφρασης δεν είναι κάτι στο οποίο διαλέγεις τα κομμάτια που σου αρέσουν, τονίζει. Είτε υπάρχει, είτε όχι. «Η ελευθερία να έρθεις και να φύγεις, η ελευθερία του καθενός μας να ζήσει τη ζωή που θεωρεί σωστή χωρίς να βλάπτει τους άλλους. Αυτές οι ελευθερίες εξαρτώνται η μία από την άλλη. Και οι δολοφόνοι απέδειξαν με αίμα αυτές τις συνδέσεις, που πολλοί αρνούνται να αναγνωρίσουν».

«Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένας φόρος της ελευθερίας. Μία συνέπεια της ελευθερίας μετακίνησης, χρημάτων, αγαθών και βίας. Τέτοιοι δολοφόνοι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να οργανώσουν επιθέσεις, που μετά θα περιορίσουν τις ελευθερίες μας. Αυτό το παράδοξο δεν είναι νέο. Είναι η βάναυση αντίθεση για την οποία οι δημοκρατίες είναι δικαιωματικά υπερήφανες. Ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας!», γράφει. «Τώρα, κάποιες από αυτές τις ελευθερίες μπορεί να περιοριστούν προσωρινά. Ομως, ακόμη και σε καιρούς πολέμου, θα ήταν καλύτερο να μην επεκτείνουμε τη ρητορική μας στο σημείο που να ξεχνάμε αυτές τις ελευθερίες για τις οποίες μαχόμαστε», καταλήγει.

Πηγή www.iefimerida.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το