Θ Plus

Ένας Άγγλος στην Καρδαμύλη

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια.
Ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο».
Γιώργος Σεφέρης (Το σπίτι κοντά στη θάλασσα)

Παραπροχτές ο Έλληνας πρωθυπουργός εγκαινίασε στην Καρδαμύλη της Μεσσηνίας το Μουσείο – σπίτι του διάσημου Άγγλου ταξιδευτή, συγγραφέα και φιλέλληνα Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Το ποιος υπήρξε ο Φέρμορ το ξέρετε δα, μα και τόχω γράψει αρκετές φορές. Εκείνο που δεν ξέρω αν θυμόσαστε, είναι το αφιέρωμα στο σπίτι που έχτισε στη θέση Καλαμίτσι έξω από την Καρδαμύλη και όπου έζησε τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής του.
Το σπίτι αυτό που επισκέφτηκα τρεις φορές, έτρεξα σαν έφυγε από τη ζωή να προλάβω πριν μπούνε οι «ποντικοί» και το ρημάξουν. Εκεί γνώρισα και «ανέκρινα» την κυρία Λέλα που τον φρόντιζε και την Ελένη την οικονόμο και μαγείρισσά του.
Κατάφερα και φωτογράφισα το εσωτερικό του σπιτιού πριν μετακινηθεί οτιδήποτε από αυτά που υπήρχαν μέσα σε αυτό.
Σήμερα μαθαίνω πως το σπίτι με την ειδική μεταχείριση που του έπρεπε είναι έτοιμο να δεχτεί τους επισκέπτες του.
Ας κάνουμε μια πρόχειρη και σύντομη βόλτα σε αυτό το σπίτι, αλλά και στη ζωή του μέγιστου ταξιδιωτικού συγγραφέα.
Αντιγράφω αποσπάσματα από το κείμενό μου της ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ της 4ης Μαρτίου 2012.

«Ιούλιος του 1974… Στην Ελλάδα βράζει το αίμα των «πατριωτών» για εκδίκηση. Η Τουρκία, με τη συγκατάθεση της Βρετανίας και κυρίως των ΗΠΑ, επιχειρεί και καταφέρνει να αλώσει το βόρειο τμήμα της Κύπρου, έτσι όπως άλλωστε ήθελαν – κι επιθυμούσαν – οι επικυρίαρχες δυνάμεις.
Στην Καρδαμύλη την ίδια εποχή, ξεσηκώνονται οι «θερμόαιμοι πατριώτες», γιατί θίχτηκε το εθνικό τους γόητρο. Το πρωί της ημέρας εκείνης, που μαθεύτηκε το νέο της τουρκικής εισβολής, μερικοί θερμόαιμοι Μανιάτες χιμάνε στο σπίτι του Άγγλου Πάτρικ Λη Φέρμορ και του καίνε το αυτοκίνητο…
Ολόκληρος ο πληθυσμός της μικρής μανιάτικης πόλης εξεγείρεται και τρέχει να συμπαρασταθεί στον Μιχάλη, τoν «Έλληνα συχωριανό» τους.
Κι εκείνος, χαμογελαστός, πράος, συγκαταβατικός και οπλισμένος με μια «εθνική» συναίσθηση της τραγικής ώρας για τη «χώρα του», απευθύνεται στους Καρδαμυλιώτες που έτρεξαν να του συμπαρασταθούν και τους λέει:
«Αυτοί που το έκαμαν αυτό [το να μου κάψουν το αυτοκίνητο] απέδειξαν ότι είναι αληθινοί πατριώτες κι αγαπούνε την Ελλάδα… Ήθελαν κάπου να ξεσπάσουν, βρέθηκα εγώ μπροστά τους…».
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι «πατριώτες» εξαφανίζονται και παίρνουν ένα αληθινό μάθημα ιστορικής και πατριωτικής αξιοπρέπειας…
*
Περνώντας ένα τριήμερο με τους ανθρώπους που έζησαν τον «Μιχάλη» βίωσα, εκτός από την απεριόριστη αγάπη, τη λύπη για τον θάνατό του και μια νηφάλια μελαγχολία για όσους τον κακοκαρδίσανε κατά καιρούς… Όταν αναφέρονται στον Μιχάλη, εδώ στην Καρδαμύλη, το στόμα ολονών στάζει μέλι.
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο μεγαλύτερος Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας, έφυγε από τη ζωή τον Ιούνη του 2011, στα ενενήντα έξι του χρόνια. Ώς τότε ζούσε στη Χώρα της Έξω Μάνης (Καρδαμύλη), που λάτρευε και δίπλα στους ανθρώπους του μόχθου και της απλής ζωής, χωρίς διακοπή από το 1964. Μαζί με τους ψαράδες, τους βουκόλους, τους ξωμάχους και τις γυναίκες της πέτρας και του ήλιου.
Από τότε που ήρθε στην Καρδαμύλη, ρίζωσε πλάι σ’ ετούτο το αμάλαγο και παρθένο ελληνικό τοπίο, με τα κυπαρίσσια, τις ελιές, τους ασφόδελους, τα θυμάρια του, τα λευκά λιθάρια της θάλασσας, τις ηλιαχτίδες και κυρίως τα δεντρολίβανα που τόσο πολύ λάτρευε».
*
Είναι 1964. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, με το παρανόμι «ο Μιχάλης», βαφτισμένος στα βουνά της Κρήτης, κατηφορίζει απ’ τις πλαγιές του Ταΰγετου και βλέπει το φως της μανιάτικης θάλασσας. Ένα φως πλημμυρισμένο ασύνορη ομορφιά και συμπυκνωμένη νοσταλγία… Κι αγοράζει, ενάμιση χιλιόμετρο έξω από την Καρδαμύλη, στον μυχό μιας βραχώδους βοτσαλιάς, ετούτο τον παράδεισο και στήνει ένα τσαντίρι (στρατιωτικό αντίσκηνο). Ζώντας εκεί με την αριστοκράτισσα, παρακαλώ, σύντροφό του, μέσα σε αυτό το αντίσκηνο, αρχίζει να κουβαλάει πέτρες, τούβλα και χώμα. Και χτίζει με τη βοήθεια ντόπιων μαστόρων της πέτρας ένα μικρό απέριττο και μονώροφο – για να μην ξεχνιόμαστε οι νεοέλληνες – καλύβι που το ντύνει με ένα έξοχο λιακωτό, ελιές που τις κάνει πεζούλες, τούφες δεντρολίβανα, βοτσαλωτά αυλίσματα και δαντελωτά στεγάδια, με αμφορείς και υδρίες, θραύσματα από κολώνες πεταμένες, μικρά βάθρα, και οβελίσκους, με κύμβαλα και μ’ αλαλαγμούς της ψυχής του, αλλά και μ’ έναν αυλισμένο εξώστη, στην άκρια του γκρεμού που είναι χάρμα ειδέσθαι…
Κι από τότε ζει σε αυτό το σπίτι, δημιουργεί, γράφει, δέχεται τους φίλους του, αλλά και όλους τους ξένους – συγγραφείς, ποιητές, ιστορικούς, ανθρώπους των γραμμάτων – που προσκαλεί και φιλοξενεί στο σπιτάκι που ο Σεφέρης το έχει βαφτίσει. «Το σπιτάκι της φυλής του»,
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ είχε από γεννησιμιού του όλα τα «κακά» ενός δαιμονισμένου ξένου: Γιος αποικιοκράτη, με αυστηρή μόρφωση, προσεγμένη ανατροφή, ύστερα επαναστάτης, στρατιωτικός σύμβουλος, μέλος της βρετανικής αντικατασκοπίας, αλλά φορτωμένος και με άλλα τόσα καλούδια: Πολύγλωσσος, καταρτισμένος, ανήσυχη φύση, ταξιδιάρα ψυχή, προοδευτικό μυαλό, μα κυρίως μια κορυφαία περιηγητική φυσιογνωμία που τελικά θεωρήθηκε η μεγαλύτερη του 20ού αιώνα.
Η Daily Mirror τον αποκάλεσε «μείγμα Ιντιάνα Τζόουνς, Τζέημς Μποντ και Γκράχαμ Γκρην…».

Το προσωπικό του μπαούλο πριν φύγει για το Λονδίνο

*
«Γυρεύω το σπίτι του Πάτρικ Λη Φέρμορ», ρωτάω δεξιά κι αριστερά, στην Καρδαμύλη, εκείνο το λιόλουστο Σάββατο του Μάρτη…
Και τι μου απαντάνε όλοι τους;
«Τον Μιχάλη ψάχνεις;».
Γυρεύοντας λοιπόν το σπίτι του Μιχάλη στην Καρδαμύλη, όπου έζησε τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια της ζωής του, βρίσκω έναν δρόμο που κατηφορίζει για το Καλαμίτσι, διασχίζω ένα μεγάλο ρέμα και βγαίνω σε μια άγρια βοτσαλωτή ακτή, στη θάλασσα. Περνάω μέσα από τις ελιές και βγαίνω στο αίθριο της μοναχικής του έπαυλης. Είχα στα υπόψη μου τον εσωτερικό χώρο από το λημέρι αυτού του θρύλου της μανιάτικης ζωής. Γι’ αυτό και προχώρησα με θαρρετό βήμα στα ενδότερα της «ευνής» του.
Έτσι άρχισα να ζω την περιπέτεια του υπέροχου σπιτιού του Μιχάλη.
Ήταν απόγεμα, οι «άξονες του ηλιόφωτος» τερέτιζαν από τη δύση κι οι πράσινες υποτείνουσες των σκιών από τα κυπαρίσσια όλο και μάκραιναν τα τουρλωτά κορμιά τους. Τα φίλτρα κι οι βελόνες των χρωμάτων, διυλισμένα από το μαλακό φως της καλύτερης ώρας, κούρδιζαν τις «κυβικές ρίζες του μανιάτικου λόγου». Πολύτιμες μυρουδιές, δεμάτια από θύμους και δεντρολίβανα, κρεβατίνες αψιδωτές, ασφοδέλια και ίριδες και κοντυλένιες στοές από τη μια και μια οστεοθήκη από προμηθεϊκά βραχοθάλασσα, κορνίζες πετρωμάτων, γαλάζια οριζόντια τομή, ηλιολούλουδα, καππαριές, πλήθος γοργόνες και μέδουσες από την άλλη με μάντριζαν στη φυλακή του Αναγκαίου και του Δεομένου.
Μα το πιο ωραίο από τη γη του Μιχάλη, ήταν ο υπέροχος βοτανικός αυλόγυρος με εξαίσια λιακωτά και κιόσκια, λιόφυτα, δεξαμενές φωτός και χαράς, θυρίδες της αληθινής ευδαιμονίας. Αυτός δεν είναι παρά ένας ουράνιος Κήπος με μεσίστιες εσπερίδες και μύρα ασυναγώνιστα, ελληνικά προνόμια της ανοιξιάτικης φύσης. Ήταν μαζεμένοι όλοι εκεί, οι αρχαίοι θεοί, οι ήρωες και οι νύμφες, ο Σωσικλής, ο Προμηθέας, ο Κάστορας, η Αμφιτρίτη και οι Γελλούδες, όλες οι τοπικές θεότητες. Έλειπε ο Μιχάλης…
Πίσω μου ένα σπίτι, με ντροπαλή αρχοντιά, σίγουρα νησιώτικη τεχνοδομή, ισόγειο, με ένα μακρόστενο ανάπτυγμα σε σχήμα Γάμα, με βυζαντινά κεραμίδια, ψηλά παράθυρα και ταμπλαδωτές πόρτες, κατέλυε κάθε έννοια ευμάρειας και πλουτισμού.

Το τζιπ του Φέρμορ όταν κάηκε από τους «εθνικόφρονες»

Σαστισμένος από την απέριττη ομορφιά, το ελληνικό στοιχείο και την ολοζώντανη φύση, δίχως να την πνίγει η δομική αναρχία κι υπερβολή, τριγυρίζω δεξιά – αριστερά όλους τους χώρους, καθώς αποκαλύπτουν τη σοφία και τη μαστοριά μιας καλαίσθητης ψυχής που «βασανίζει» το τοπίο όπως του πρέπει.
Στην άκρη του σπιτιού έχει προστεθεί ένας λιακωτός εξωνάρθηκας, με μικρά τετράγωνα ταμπλαδωτά παραθυράκια, όπου ο Μιχάλης διάβαζε, δεχόταν τους φίλους του κι απορέμβαζε βλέποντας τις εποχές να περνούν. Απέξω είναι στολισμένος με πλούσια βλαστάρια μιας ρωμαλέας πικροδάφνης, ενώ ο εσωτερικός του χώρος, απέριττα και πολύ σοφά διατεταγμένος αποτελείται από ένα μεγάλο καναπέ, ένα σοφά, τρεις λαμπόγυαλες, σκόρπιες εφημερίδες, βιβλία και μαξιλάρες. Εδώ έπαιρνε το πρωινό του ή μελετούσε, διαλογιζόταν κι έγραφε κάτω από ένα ιδιότυπο και τρυφερό φως που του άνοιγε τους ορίζοντες της ελληνικής του σκέψης.
Στο βάθος της πέτρινης ψηφιδωτής αυλής ανοίγεται μια προβολή της «φυλής» του σπιτιού, όπου ο Μιχάλης έστησε δύο μαρμάρινους θώκους, με βοτσαλωτά δάπεδα και πέτρινες αντηρίδες δημιουργώντας ένα στέκι που αντίκριζε το θαλάσσιο περιβόλι και το νησάκι Μερόπη, ακριβώς απέναντί του. Εδώ εξομολογούσε τους ευσεβείς κι ανομολόγητους πόθους των φίλων του, κάθε φορά που τους καλούσε να συσκεφτούν, ν’ αστειευτούν ή να πιούν το ρακάκι που φρόντιζε πάντα να συνοδεύει το λιτό θαλασσινό μεζέ του.
Είναι ασφαλώς κάποια μέρη ή τοπία που δεν μπορείς να τα αποδώσεις με λόγια ή με εικόνες. Είναι ευφάνταστα μέρη, δυσαναπλήρωτα από τη μνήμη ή την περιγραφή. Έτσι είναι και τούτη η συναρπαστική γωνιά της ζωής του Μιχάλη.
Γυρίζω πίσω, στα καλούδια που έχει απλόχερα σκορπίσει με μαεστρία ο κάποτε κυρ-Μιχάλης. Ολούθε τριγυρνάει και στροβιλίζεται η ψυχούλα του, μια ψυχούλα πέρα για πέρα ελληνική, αγαπησιάρα, μοναχική, καταδεχτικιά και νοσταλγόπαθη. Τη «βλέπεις», θες δε θες, να βολτάρει μεσ’ από τους άγριους και τρυφερούς κλώνους της αμάλαγης ζωής του, γύρω από τα μονοπάτια και τις περιπέτειές του, τ’ ατέλειωτα ποιήματα, τα νυχτερινά δείπνα, τα συναξάρια των «αγίων», τις νοσταλγικές περιγραφές των ταξιδιών του, τα κοχύλια, τα φραγκόσυκα, τις ελιές, τους πύργους, τις σπηλιές και τα γιαλούδια κι όλα τα ξεστρατίσματα της τέχνης, του νου και της αγάπης».
*
Μην παραλείψετε, τώρα που το σπίτι του Πάτρικ Λη Φέρμορ έγινε Μουσείο, ένα ταξίδι στο ταξίδι της ζωής του. Στο ταξίδι του σπιτιού του…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το