Τοπικά

Ένας 60 χρονος καθοδηγούσε από τη φυλακή πολυμελή σπείρα ΡΟΜΑ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Εξιχνιάσθηκε η εγκληματική δράση πολυμελούς σπείρας ΡΟΜΑ, που ενέχεται σε μία ληστεία και σε σωρεία κλοπών – διαρρήξεων οικιών, χρηματοκιβωτίων εταιρειών και κοινωφελών ιδρυμάτων, καθώς και κλοπών πινακίδων κυκλοφορίας στο Βόλο και την ευρύτερη περιοχή.

Σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος δεκατριών  ταυτοποιημένων μελών της οργάνωσης, καθώς και σε βάρος δέκα  τουλάχιστον αγνώστων μέχρι στιγμής συνεργών τους.

 Συγκεκριμένα, εξιχνιάσθηκε από την αστυνομία  μια περίπτωση ληστείας και 57 περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων, ενώ η λεία των κλοπιμαίων, κυρίως χρημάτων και χρυσαφικών, ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 350.000 ευρώ.

 Πέντε μέλη της οργάνωσης-το ένα από τα οποία αρχηγικό στέλεχος-είναι προφυλακισμένα σε Σωφρονιστικά Καταστήματα της χώρας, ενώ σε βάρος των υπολοίπων οκτώ ταυτοποιημένων μελών εκδόθηκαν ισάριθμα εντάλματα σύλληψης.

 Από την αστυνομία σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα σε βάρος 13 μελών της οργάνωσης. Τα μέλη της σπείρας είναι έλληνες ηλικίας από 23 έως 62 ετών. Δικογραφία σχηματίστηκε και εις βάρος 10 τουλάχιστον αγνώστων συνεργών τους, για συγκρότηση και ένταξη, κατά περίπτωση, σε εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση και ιεραρχία στη δομή της, με σκοπό τη διάπραξη του αδικήματος των διακεκριμένων κλοπών και της ληστείας, με την μορφή της ληστρικής κλοπής.

Στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης έρευνας της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Βόλου, καθώς και από τη συνδυαστική – διεξοδική ανάλυση και αξιοποίηση στοιχείων, διακριβώθηκε ότι δέκα από τους δέκα Έλληνες, μαζί με έξι από τους άγνωστους συνεργούς τους, από το Σεπτέμβριο του 2013 είχαν συγκροτήσει και συμμετείχαν σε δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση, με σκοπό τη διάπραξη κλοπών και διαρρήξεων, προκειμένου να αποκομίσουν μεγάλα χρηματικά ποσά και πληθώρα χρυσαφικών.

 Τα υπόλοιπα μέλη διευκόλυναν και υποβοηθούσαν την εγκληματική οργάνωση στη διάπραξη των κακουργημάτων, παρέχοντας ουσιώδη υλικά μέσα και συγκεκριμένα οχήματα που χρησιμοποιούνταν για την προσέγγιση και τη διαφυγή των δραστών από τους τόπους τέλεσης των κλοπών.

Αρχηγικό ρόλο στην οργάνωση είχε ένας 60χρονος Έλληνας, έγκλειστος σε σωφρονιστικό κατάστημα της χώρας, ενώ οι υπόλοιποι, είχαν διακριτούς ρόλους μεταξύ τους. Ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός χρησιμοποιούνταν και στον κατάλληλο ρόλο, π.χ. ως οδηγός του οχήματος, ως «τσιλιαδόρος», ως «μπουκαδόρος» κ.α.

 Ως προς τον τρόπο δράσης τους, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, με σύνθεση τουλάχιστον τριών ατόμων, προσέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης στη Μαγνησία, με αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και πεπειραμένους οδηγούς. Κατά την άφιξή τους στην περιοχή προέβαιναν σε αφαίρεση πινακίδων κυκλοφορίας από άλλα οχήματα, τις οποίες τοποθετούσαν στα οχήματά τους, προκειμένου να μην είναι εφικτή η ταυτοποίησή τους.

 Χρησιμοποιούσαν συνήθως δύο οχήματα, το ένα για τον εντοπισμό των στόχων  και των αστυνομικών δυνάμεων, καθώς και την αφαίρεση-τοποθέτηση των αφαιρεθέντων πινακίδων κυκλοφορίας και το άλλο για την επιβίβαση των δραστών των διαρρήξεων.

 Όσον αφορά τους στόχους τους, επέλεγαν συνήθως οικίες που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και σε σημείο που να διασφαλίζεται η εύκολη αποχώρησή τους, ενώ σπανιότερα, επέλεγαν ως στόχους εταιρίες ή κοινωφελή ιδρύματα, που διατηρούσαν χρηματοκιβώτια. Στα οικήματα εισέρχονταν αφού παραβίαζαν με μεγάλα αιχμηρά αντικείμενα τις κύριες εισόδους ή τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα.

 Ο χρόνος άφιξής τους στην περιοχή δράσης, ήταν λίγο πριν από την τέλεση των διαρρήξεων, ενώ ο χρόνος αποχώρησής τους ήταν αμέσως μετά από αυτές και προσδιορίζεται κυρίως κατά τις απογευματινές με βραδινές ώρες, ώστε να υπάρχει μειωμένη κίνηση οχημάτων και πεζών.

 Τα μέλη της οργάνωσης αφαιρούσαν κυρίως χρήματα και χρυσαφικά και σε λιγότερες περιπτώσεις φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα καθώς και ηλεκτρικά είδη.

 Τέλος, για τη μεταξύ τους επικοινωνία για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους, χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά κινητές τηλεφωνικές συνδέσεις με στοιχεία άλλων ατόμων ή και ανύπαρκτων, τις οποίες άλλαζαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

 Η σχηματισθείσα σε βάρος των μελών της οργάνωσης δικογραφία υποβλήθηκε στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου.

 Σημειώνεται ότι τα μέλη της οργάνωσης έχουν απασχολήσει κατά το παρελθόν τις αστυνομικές Αρχές για παρόμοια αδικήματα.

Οι έρευνες συνεχίζονται, προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν συμμετοχή τους και σε άλλες περιπτώσεις κλοπών, αλλά και να εξακριβωθεί η ταυτότητα των αγνώστων συνεργών τους.

Πέντε μέλη της οργάνωσης-το ένα από τα οποία αρχηγικό στέλεχος-είναι προφυλακισμένα σε Σωφρονιστικά Καταστήματα της χώρας, ενώ σε βάρος των υπολοίπων οκτώ ταυτοποιημένων μελών εκδόθηκαν ισάριθμα εντάλματα σύλληψης.

 Από την αστυνομία σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα σε βάρος 13 μελών της οργάνωσης. Τα μέλη της σπείρας είναι έλληνες ηλικίας από 23 έως 62 ετών. Δικογραφία σχηματίστηκε και εις βάρος 10 τουλάχιστον αγνώστων συνεργών τους, για συγκρότηση και ένταξη, κατά περίπτωση, σε εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση και ιεραρχία στη δομή της, με σκοπό τη διάπραξη του αδικήματος των διακεκριμένων κλοπών και της ληστείας, με την μορφή της ληστρικής κλοπής.

Στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης έρευνας της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Βόλου, καθώς και από τη συνδυαστική – διεξοδική ανάλυση και αξιοποίηση στοιχείων, διακριβώθηκε ότι δέκα από τους δέκα Έλληνες, μαζί με έξι από τους άγνωστους συνεργούς τους, από το Σεπτέμβριο του 2013 είχαν συγκροτήσει και συμμετείχαν σε δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση, με σκοπό τη διάπραξη κλοπών και διαρρήξεων, προκειμένου να αποκομίσουν μεγάλα χρηματικά ποσά και πληθώρα χρυσαφικών.

 Τα υπόλοιπα μέλη διευκόλυναν και υποβοηθούσαν την εγκληματική οργάνωση στη διάπραξη των κακουργημάτων, παρέχοντας ουσιώδη υλικά μέσα και συγκεκριμένα οχήματα που χρησιμοποιούνταν για την προσέγγιση και τη διαφυγή των δραστών από τους τόπους τέλεσης των κλοπών.

 Αρχηγικό ρόλο στην οργάνωση είχε ένας 60χρονος Έλληνας, έγκλειστος σε σωφρονιστικό κατάστημα της χώρας, ενώ οι υπόλοιποι, είχαν διακριτούς ρόλους μεταξύ τους. Ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός χρησιμοποιούνταν και στον κατάλληλο ρόλο, π.χ. ως οδηγός του οχήματος, ως «τσιλιαδόρος», ως «μπουκαδόρος» κ.α.

 Ως προς τον τρόπο δράσης τους, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, με σύνθεση τουλάχιστον τριών ατόμων, προσέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης στη Μαγνησία, με αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και πεπειραμένους οδηγούς. Κατά την άφιξή τους στην περιοχή προέβαιναν σε αφαίρεση πινακίδων κυκλοφορίας από άλλα οχήματα, τις οποίες τοποθετούσαν στα οχήματά τους, προκειμένου να μην είναι εφικτή η ταυτοποίησή τους.

 Χρησιμοποιούσαν συνήθως δύο οχήματα, το ένα για τον εντοπισμό των στόχων  και των αστυνομικών δυνάμεων, καθώς και την αφαίρεση-τοποθέτηση των αφαιρεθέντων πινακίδων κυκλοφορίας και το άλλο για την επιβίβαση των δραστών των διαρρήξεων.

 Όσον αφορά τους στόχους τους, επέλεγαν συνήθως οικίες που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και σε σημείο που να διασφαλίζεται η εύκολη αποχώρησή τους, ενώ σπανιότερα, επέλεγαν ως στόχους εταιρίες ή κοινωφελή ιδρύματα, που διατηρούσαν χρηματοκιβώτια. Στα οικήματα εισέρχονταν αφού παραβίαζαν με μεγάλα αιχμηρά αντικείμενα τις κύριες εισόδους ή τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα.

 Ο χρόνος άφιξής τους στην περιοχή δράσης, ήταν λίγο πριν από την τέλεση των διαρρήξεων, ενώ ο χρόνος αποχώρησής τους ήταν αμέσως μετά από αυτές και προσδιορίζεται κυρίως κατά τις απογευματινές με βραδινές ώρες, ώστε να υπάρχει μειωμένη κίνηση οχημάτων και πεζών.

 Τα μέλη της οργάνωσης αφαιρούσαν κυρίως χρήματα και χρυσαφικά και σε λιγότερες περιπτώσεις φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα καθώς και ηλεκτρικά είδη.

 Τέλος, για τη μεταξύ τους επικοινωνία για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους, χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά κινητές τηλεφωνικές συνδέσεις με στοιχεία άλλων ατόμων ή και ανύπαρκτων, τις οποίες άλλαζαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Η σχηματισθείσα σε βάρος των μελών της οργάνωσης δικογραφία υποβλήθηκε στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου.

Σημειώνεται ότι τα μέλη της οργάνωσης έχουν απασχολήσει κατά το παρελθόν τις αστυνομικές Αρχές για παρόμοια αδικήματα.

Οι έρευνες συνεχίζονται, προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν συμμετοχή τους και σε άλλες περιπτώσεις κλοπών, αλλά και να εξακριβωθεί η ταυτότητα των αγνώστων συνεργών τους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το