Πολιτισμός

Ένα βιβλίο αγάπης – Μια μυθιστορηματική βιογραφία από τη Μιμίκα Καβούκη-Βαγγέλα

Της Μαγδαληνής Θωμά

Μια μυθιστορηματική βιογραφία συγκινησιακά φορτισμένη, καλογραμμένη και ελκυστική: Το βιβλίο της Μιμίκας Καβούκη-Βαγγέλα «Το όνειρο της Ελένης και η αυλή της καρδιάς της» (Βόλος 2020), μας μεταφέρει στη Μακρυράχη του Πηλίου, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα και χαράζει από κει μια διαδρομή έως τις μέρες μας. Δεν είναι απλώς η ιστορία μιας γυναίκας, είναι μαζί και η ιστορία μιας εποχής, τα δεινά και τα πάθη μιας κοινωνίας, τα έργα και οι ημέρες των ανθρώπων που έχουν πλέον χαθεί.
Από το μικρό χωριό του Πηλίου, μεταφερόμαστε στη γοητευτική Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου και από κει ταξιδεύοντας πάντα εν πλω, επιστρέφουμε πίσω στην πολίχνη της Ζαγοράς. Πρόσωπα και πράγματα, μικρά θαύματα του καθημερινού ή μεγάλα κατορθώματα της Ιστορίας, ο μόχθος και η θυσία του ανθρώπου στο κατώφλι της νέας εποχής, όνειρα και επιτεύγματα, όλα περνούνε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου με τρόπο μαεστρικό: Η ζωηρή αφήγηση κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ίσαμε το τέλος.
Η συγγραφέας του βιβλίου Μιμίκα Καβούκη-Βαγγέλα μαθήτευσε στο Γυμνάσιο Ζαγοράς και αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Λαρίσης. Μια γενιά νεότερη από τη μητέρα της, έζησε και αυτή τις αναταράξεις της εποχής της, αφού τρία χρόνια μετά τον διορισμό της στην εκπαίδευση, απολύθηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Δούλεψε, έτσι, στην εφημερίδα «Θεσσαλία» σε θέματα κοινωνικής έρευνας και ελεύθερου ρεπορτάζ, σε όλη τη διάρκεια της 7ετίας, για να επανέλθει μετά στη θέση της «ως μηδέποτε απολυθείσα» εκπαιδευτικός. Υπήρξε συνεργάτιδα των «Θεσσαλικών Χρονικών» και εξέδωσε το λαογραφικό δοκίμιο «Ο Ζαγοριανός Γάμος».

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, που ενοποιούνται κιόλας από τον τίτλο του. Το πρώτο μέρος, «Η αφήγηση της μητέρας μου», επικοινωνεί άμεσα με το δεύτερο, «Η δική μου αφήγηση», μέσα από την κοινή τους αναφορά στο πρόσωπο της μητέρας, αλλά και μέσα από μια ενιαία οπτική. Οι αφηγήτριες, ωστόσο, είναι δύο: Οι διασταυρωμένες ματιές τους επιτρέπουν την πρωτοπρόσωπη μαρτυρία και στα δύο μέρη, κάνοντας τη διήγηση πάντα υπόθεση προσωπική. Το πολύπαθο αυτό «εγώ» που διαμορφώνει εξελικτικά έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, αυτόν της μητέρας, διανθισμένο μέσα από τη συγκινησιακή φόρτιση της ματιάς της κόρης, μας μεταφέρει το βίωμά του με τρόπο ακέραιο και αυθεντικό. Μικρά και μεγάλα μυστικά, φανερά και κρυφά, εξομολογήσεις και αλήθειες βρίσκουν τη θέση τους στον τόπο και τον χρόνο τους. Μέσα από μια τέτοια προσωπική φωνή, η Ιστορία εξατομικεύεται και τα γεγονότα αποκτούν σάρκα και οστά στα διαφορετικά επεισόδια της ζωής της μάνας. Από το γενικό, περνούμε στο ειδικό και αντίστροφα. Τα ήθη και οι συνήθειες καταγράφουν μαζί με την εποχή τους και την ικανότητα του ανθρώπου να περνάει στο ενδιάμεσο, αναπαράγοντας, αναθεωρώντας ή ακόμα και αμφισβητώντας τους κανόνες που του επιβάλλονται. Είναι παρήγορο που μια γυναίκα δυναμική, όπως η ηρωίδα του βιβλίου, μπόρεσε να διατηρήσει την πρωτοβουλία της επιλογής της, ακόμα και στις δυσχερείς συνθήκες της κοινωνικής ανελευθερίας, που καθόριζε, εκείνη την εποχή, τους όρους της ζωής.

Τα δέκα κεφάλαια της αφήγησης της μητέρας συνδέονται με τα επόμενα πέντε της αφήγησης της κόρης και, παρόλο τον περιορισμένο κατά το ήμισυ αριθμό των δεύτερων, η σχέση τους είναι ισόποση. Το κεφάλαιο «Ένα όνειρο η αιτία…» του πρώτου μέρους, διασταυρώνεται με το αντίστοιχο «Η αυλή της καρδιάς της», ενοποιώντας έτσι τον τίτλο του βιβλίου, ενώ το φωτογραφικό υλικό του τρίτου μέρους, πλούσιο και ενδιαφέρον, μας παρουσιάζει χαρακτηριστικά πορτρέτα ανθρώπων, εκφάνσεις του καθημερινού βίου, κοινωνικές εκδηλώσεις και γιορτές, απεικονίζοντας το πνεύμα της εποχής.

Ό,τι κρατάμε, ωστόσο, από το βιβλίο αυτό, είναι το ελκυστικό στοιχείο της αφήγησης, που κρατάει το βλέμμα του αναγνώστη καθηλωμένο. Μπορεί η εξιστόρηση ενός βίου να γίνει τόσο ελκυστική, όσο η επεξεργασία μιας μαστορικής πλοκής; Αυτό συμβαίνει εδώ: Έχει τέτοια δεξιοτεχνία η πλοκή, που ανανεώνει το ενδιαφέρον σε κάθε της βήμα. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κι από τη μία στιγμή στην άλλη, επεισόδια ανατρέπονται, δράσεις και συμβάντα αναθεωρούνται εξελικτικά για να καλλιεργήσουν στον αναγνώστη μια αναμονή, να του ανοίξουν έναν ορίζοντα προσδοκιών και να τον τέρψουν. Ένας άτυχος έρωτας που ανατρέπει στο τέλος τη ματαίωσή του ή ένας τυχερός δεσμός που ορίζει από την αρχή την επιτυχία του – τίποτα δεν πάει χαμένο. Θα υπάρχει παντού μια γωνιά της μνήμης για μια κατάθεση ψυχής – κατάθεση στεφάνου. Στη μνήμη όλων των αγαπημένων νεκρών που φιλοτέχνησαν το έργο και έδωσαν στη συγγραφέα το ακριβό έναυσμα καταγραφής της παλιάς μαρτυρίας.

Η χάρη της περιγραφής γίνεται στην αφήγηση χαρά του αντικειμένου: Ένα σπίτι ανοίγει στο φως, ένας κήπος ανθοφορεί, μια γειτονιά ζωντανεύει. Πέρα και πάνω απ’ όλα, η ουσιαστική ποιότητα μιας ανθρώπινης σχέσης γίνεται υλικό ζωής. Και το αφηγηματικό σχόλιο, ζωηρό και πηγαίο, έχει το στοιχείο της αυθεντικότητας. Είναι η αγάπη που πυροδοτεί την έμπνευση της γραφής, στοιχείο αντιληπτό από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο αγάπης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το