Τοπικά

Ένα τρίκυκλο φορτωμένο με χιλιάδες αναμνήσεις στα «Γερμανικά» της Νέας Ιωνίας

Σ02 ΠΡΟΣΩΠΟ 1

Ένα παλιό τρίκυκλο που βρίσκεται στα «Γερμανικά» της Νέας Ιωνίας κουβαλάει τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Έχουν περάσει έξι χρόνια από τότε που ακούστηκε για τελευταία φορά ο θόρυβος της μηχανής του, μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του Ευριπίδη Χαλάτση, πλανόδιου μικροπωλητή σε ηλικία 54 ετών. Η μικρότερη αδερφή του Λόλα βρήκε τον δικό της τρόπο για να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη του. Γέμισε το τρίκυκλο με γλάστρες από λουλούδια και κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της, φέρνει στη θύμησή της αναμνήσεις από τον αδερφό της.

Η νοσταλγία είναι βαθιά ριζωμένη στη ψυχή της 63χρονης γυναίκας και δείχνει να μη ξεθωριάζει όσα χρόνια κι εάν περάσουν. «Δεν σκέφτηκα στιγμή να το δώσω. Για μένα είναι ένα πολύτιμο ενθύμιο από τον αδερφό μου. Κάθε φορά που το βλέπω θυμάμαι εκείνον», θα πει η ίδια, εξηγώντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια το λόγο που κρατάει ακόμη το παλιό τρίκυκλο, το «μηχανάκι» όπως χαρακτηριστικά το αποκαλεί.

Σ02 ΠΡΟΣΩΠΟ 2
«Η οικογένειά μας ήταν μία ζωή στη βιοπάλη. Ο πατέρας μας, Βασίλης, όταν ήρθε πρόσφυγας το 1922 από το Κόλντερε της Μ. Ασίας κι εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία, αγόρασε μία σούστα και γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά πουλώντας είδη μαναβικής. Εδώ που βρίσκεται τώρα το πατρικό μας, παλιότερα είχαμε το στάβλο που βάζαμε το άλογο και δίπλα μέναμε εμείς», θυμήθηκε η κ. Λόλα που γύρισε πίσω το χρόνο για να συμπληρώσει: « Όταν έγινε η μικρασιατική καταστροφή ο πατέρας μου ήταν 16 ετών. Στη συνέχεια παντρεύτηκε, η μητέρα μου Βάγια είχε κι εκείνη καταγωγή από τη Μ. Ασία. Συνολικά ήμασταν έξι αδέρφια. Ο Δημήτρης, ο Λεωνίδας, ο Ευριπίδης, η Ερασμία, η Κυριακή κι εγώ, ενώ χάσαμε και τον Κυριάκο όταν ήταν επτά ετών παιδί. Τα αγόρια ασχολήθηκαν όλα με τη μαναβική. Έτσι και ο Ευριπίδης. Τον θυμάμαι από τα γενοφάσκια του να πηγαίνει στη λαχαναγορά. Πιο μικρός έπαιρνε τη σούστα με το άλογο, ενώ λίγο μετά τα 20 χρόνια του αγόρασε το μηχανάκι. Το κράτησε πάνω από τρεις δεκαετίες. Εκτός από εργαλείο δουλειάς το χρησιμοποιούσε και για τις καθημερινές μετακινήσεις του. Τα καλοκαίρια φόρτωνε την οικογένεια και πήγαινε στις Αλυκές για μπάνιο. Βέβαια το τρίκυκλο συχνά παρουσίαζε βλάβες, αλλά δεν το άλλαζε με τίποτα. Το είχε πληρώσει πιο ακριβό κι από αυτοκίνητο, όμως του άρεσε να κυκλοφορεί με το μηχανάκι. Το στέκι του Ευριπίδη ήταν τα παλιά ψαράδικα. Ήταν πολύ φιλότιμος. Δούλευε για τον κόσμο. Αγόραζες δύο πεπόνια και σου έδινε άλλο ένα για δώρο. Έμοιαζε πολύ στον πατέρα μας, ο οποίος πάντοτε βοηθούσε τους άλλους. Μικρή που ήμουν, θυμόμουν τις γυναίκες που έρχονταν στους δικούς μας και έπαιρναν ένα πιάτο φαγητό για τα παιδιά τους. Άλλες εποχές εκείνες. Υπήρχε μεγάλη αλληλεγγύη, ο ένας βοηθούσε τον άλλον, ακόμη από το υστέρημά του. Τότε ήταν άλλη η πάστα των ανθρώπων. Πιο «καθαροί» και με μεγάλη καρδιά».
Το «δέσιμο» των δύο αδελφών μοναδικό και πέρα ότι τα τελευταία χρόνια ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, μοιράζονταν την αγάπη τους για τη Νίκη Βόλου, αποτελώντας ένα από τα πλέον αγαπημένα δίδυμα της «κυανόλευκης» εξέδρας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά από τη στιγμή που στο παρελθόν, τόσο ο Ευριπίδης, όσο και ο Δημήτρης Χαλάτσης αγωνίστηκαν με τα χρώματα της «μεγάλης κυρίας» της Νέας Ιωνίας: «Ο Μήτσος ήταν τερματοφύλακας στη Νίκη. Ο Ευριπίδης αγωνίστηκε στη β’ ομάδα κι αυτός κάτω από τα δοκάρια, ενώ και ο Λεωνίδας έπαιξε για χρόνια στον Ηρακλή Βόλου. Από μικροί είχαμε όλοι τρέλα με τη Νίκη. Αυτή η ομάδα είναι σαν θρησκεία για εμένα. Δεν χάναμε αγώνα για αγώνα. Μας αγαπούσαν όλοι στο γήπεδο. Ήμασταν σαν μασκότ. Έτσι ακριβώς… Μαζί με τον Ευριπίδη είχαμε γυρίσει όλη την Ελλάδα ακολουθώντας τη Νίκη Βόλου».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το