Θ Plus

Ένα ταξίδι με τον Λάκη Προγκίδη

του Kυριάκου Παπαγεωργίου

Πάνε είκοσι χρόνια ακριβώς από εκείνη τη μαγιάτικη μέρα που το μεσημέρι μπήκα στο αμάξι, έχοντας συνοδηγό και συνταξιδιώτη μου το Λάκη Προγκίδη, τον γνωστό κριτικό, δοκιμιογράφο και συγγραφέα που ζει στο Παρίσι, για να ταξιδέψουμε ώς την Κοζάνη.
Είχε έρθει στον Βόλο από το Παρίσι για τα βαφτίσια της ανιψιάς του και στο τραπέζι που επακολούθησε μου εκμυστηρεύτηκε την ομιλία που του είχαν ετοιμάσει για την επόμενη στο πολιτιστικό Κέντρο της μακεδονικής πόλης, φίλοι από τη Βόρεια Ελλάδα.
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο εκείνη τη Δευτέρα του Μάη, το ’98, μ’ έναν καιρό θυμωμένο και μέχρι να φτάσουμε στην Κοζάνη, όπου θα έδινε νωρίς το βράδυ ο Προγκίδης διάλεξη για τον Παπαδιαμάντη, δεν μπορούσα να φανταστώ ποιες «διαδρομές» θ’ ακολουθούσαμε και που θα καταλήγαμε ύστερα από τρεις ώρες ταξίδι.
Αλλά τι «ταξίδι» ήταν αυτό που πραγματοποιήσαμε και με ποιους διάσημους «συνεπιβάτες» τέλος πάντων συνταξιδέψαμε;
*
Ο Λάκης Προγκίδης είναι ίσως ο κορυφαίος πρεσβευτής του Παπαδιαμαντικού έργου στο εξωτερικό. Ζει στο Παρίσι όπου διευθύνει το έξοχο λογοτεχνικό περιοδικό «L’ Atelier du Roman».
Στην Ελλάδα, παρότι δεν είναι τόσο γνωστός, διατηρεί σε υψηλό βαθμό την εκτίμηση που του τρέφουν οι άνθρωποι του χαμηλού προφίλ που κοιτάζουν μόνο τις εσωτερικές αξίες και τίποτ’ άλλο.
Είναι άνθρωπος βαθιά καλλιεργημένος, διακριτικός και αθόρυβος, από επιλογή, με ευρύτητα φιλολογικής κατάρτισης και εντυπωσιακή κριτική βαθύνοια.

Φωτογραφία του εξωφύλλου του περιοδικού με συνέντευξη του Γκύντερ Γκρας

*
Ο Λάκης Προγκίδης γεννήθηκε στον Βόλο, όπου μεγάλωσε και γαλουχήθηκε σ’ ένα περιβάλλον έντονα προβληματισμένο. Οι περιβόητες συνθήκες της δεκαετίας του ’60 τον άνδρωσαν πολιτικά αλλά και πνευματικά. Θα πρέπει εδώ να επισημάνω, όπως και άλλοτε έχω τονίσει, ότι οι συνθήκες αυτές έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξύφανση και κορύφωση χαρακτήρων και διανοιών που σημάδεψαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη σύγχρονη (πολιτική και πνευματική) ιστορία της χώρας.
Στα χρόνια της δικτατορίας έπεσε θύμα πολιτικών διώξεων και ως πολιτικός κρατούμενος μπήκε στον δρόμο της «ανάνηψης», με έναν πολύ ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό «τρόπο». Ζώντας το κλίμα των ημερών της δικτατορίας έπρεπε να μπει στον «σωστό δρόμο» και πράγματι «μπήκε» περνώντας τη μεγαλύτερη πνευματική περιπέτεια της ζωής του.
Στη διάρκεια της κράτησής του ζήτησε ένα βιβλίο για να περνάει την ώρα του. Ο διοικητής του Τμήματος τον εφοδίασε με ένα, όπως πίστευε, ορθόδοξο «ελληνοχριστιανικό» βιβλίο, που δεν ήταν άλλο από τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη…
Μέσα στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και της απομόνωσης λοιπόν ο Προγκίδης διάβασε και ξαναδιάβασε τα μικρά και τα μεγάλα αριστουργήματα του Σκιαθίτη εισχωρώντας κάθε φορά σε όλο και πιο βαθύτερες κι αποκαλυπτικές αλήθειες της γραφής, του ύφους και των γλωσσικών λαβυρίνθων του μεγάλου συγγραφέα.
Έτσι ο Παπαδιαμάντης του έγινε πάθος και στόχος ζωής, κίνητρα με τα οποία είναι ακόμη φορτωμένος και δε λέει να τα εγκαταλείψει, παρόλες τις τριβές και ασχολίες του γύρω από τη σύγχρονη δυτική λογοτεχνία.
Ο Λάκης Προγκίδης λοιπόν «ανένηψε» πνευματικά. Τον μεγάλο Σκιαθίτη διηγηματογράφο μετέφερε στις βαλίτσες του, αργότερα, όταν αναγκάστηκε να εκπατριστεί, για βιοποριστικούς λόγους, στο Ιράν. Στη αναπτυσσόμενη χώρα της Μέσης Ανατολής ο Προγκίδης δούλεψε σκληρά ως πολιτικός μηχανικός, (επιστήμη την οποία είχε σπουδάσει).
Από τα βάθη του Ιράν όμως δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Πήγε κατευθείαν στη γαλλική πατρίδα του πνεύματος, το 1979, με σκοπό ν’ αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και ακόμη περισσότερο στην κριτική και την ανάδειξη, αλλά και προώθηση του Παπαδιαμαντικού έργου στο Παρίσι.
*
Φτάναμε στην Ελασσόνα όταν ο Προγκίδης ξετυλίγοντας τον ιστό της περιπετειώδους ζωής του ακόμη δεν είχε γνωρίσει τον Μίλαν Κούντερα που κι αυτός είχε εκπατρισθεί από τη χώρα του νωρίτερα για λόγους ιδεολογικούς.
Στο Παρίσι λοιπόν γνωρίστηκε με τον διάσημο πια Τσέχο διανοητή και συγγραφέα και ο Προγκίδης του πέρασε κάποιες σελίδες από το έργο του Σκιαθίτη δίνοντάς του τη δυνατότητα να τον «αφουγκραστεί». Αυτό ήταν! Ο Κούντερα του υπέδειξε να συνεχίσει το έργο της μεταγραφής του Παπαδιαμαντικού έργου (*). Έτσι άρχισε η μεγάλη περιπέτεια του περιοδικού «L’ atelier du roman» (Το εργαστήρι του μυθιστορήματος), ιδρυτής και διευθυντής του οποίου είναι ο Βολιώτης διανοούμενος.
Φεύγοντας όμως από το Ιράν ο Προγκίδης πήρε μαζί με τις αποσκευές του κι έναν λησμονημένο κι ελάχιστα γνωστό τότε στην Ελλάδα Πολωνό συγγραφέα, τον Βίτολντ Γκόμπροβιτς. Όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι ασχολήθηκε με τις απαρχές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος σκύβοντας όλο και περισσότερο στον Ραμπελαί. Ενας χρόνος εκεί ήταν αρκετός για να γνωριστεί με τον Κούντερα και να γίνει συνεργάτης και φίλος του.
*
Είχαμε φτάσει στις στροφές του Σαραντάπορου, όταν έκαμα μια παράκαμψη για να του δείξω το μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Το είδε, δεν είπε τίποτε..
«Μήπως σου θυμίζει την Κεχριώτισα», τον ρώτησα. Kι αρχίζω να τον πυροβολώ με ονόματα, τοποθεσίες και ιδιώνυμα της σκιαθίτικης υπαίθρου. Και να πώς αμύνθηκε:
«Είχα πάει στη Σκιάθο το 1963, όταν για πρώτη και τελευταία φορά ακολούθησα τους προσκόπους σ’ ένα πανελλήνιο τζάμπο. Από τότε δεν έχω ξαναπατήσει στο νησί. Θέλω να κρατήσω εκείνη την εικόνα, όπως την έχω φυλαγμένη μέσα στο μυαλό μου»…
Του περιγράφω ωστόσο με κάποια απέχθεια, είναι αλήθεια, την πεζοπορική διαδρομή από την πόλη της Σκιάθου ίσαμε τον Βράχο του Κάστρου, που έχει τόσο αλλοιωθεί από τους δεκάδες δρόμους που έχουν διανοιχτεί και οι οποίοι τεμάχισαν την ομορφιά και την αγνότητα του φυσικού τοπίου, προσπαθώντας να του υπομνήσω ωστόσο ότι το Κάστρο έμεινε ατόφιο, χωρίς επεμβάσεις και κυρίως αμετάβλητο από τα χρόνια του Παπαδιαμάντη, ιχνοδομώντας στο Αιγαίο μιαν «άλλη» Μονεμβασιά…
Ο καιρός είναι έτοιμος για βροχή καθώς προσπερνάμε τον Μεταξά και τον Πολύρραχο. Του λέω για κάποια φυσικά μνημεία στην περιοχή (εννοώντας τα Νοχτάρια) που βρίσκονται κοντά στον Μικρόβαλτο, ενώ τον παρακολουθώ ν’ ανησυχεί για τη μεταβολή του καιρού.
Συνεχίζουμε το ταξίδι, ενώ μας πιάνει μια δυνατή μαγιάτικη μπόρα. Η συζήτηση συνεχίζεται με διακοπές εξ αιτίας των αστραπόβροντων κι ενώ κατηφορίζουμε για τα Σέρβια και τη λίμνη του Πολυφύτου, ο λόγος στρέφεται γύρω από τη ζωή του Παρισιού και την τύχη του έτοιμου λογοτεχνικού του δοκιμίου που πρόκειται να εκδοθεί σε λίγο. Τίτλος του: «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ» (**)
Ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να είναι ο λόγος αναφοράς, αλλά και ο πόλος του ενδιαφέροντός μας όσο διασχίζουμε τη μεγάλη γέφυρα του Πολυφύτου.
Στο μικρό διαμέρισμα του Παρισιού, μου λέει, υπάρχουν κάπου έντεκα τόμοι από το τακτικά εκδιδόμενο περιοδικό L’Atelier du roman. Ο Παπαδιαμάντης, εξομολογείται, «είναι ο μόνος Ελληνας πεζογράφος που συνέλαβε ενστικτωδώς την ουσία του σύγχρονου (δυτικού) μυθιστορήματος, αλλά δεν πρόλαβε να του δώσει πλήρη έκφραση. Μέσα στο έργο του βρίσκεις παράξενες αντιφάσεις κι αινιγματικές συμπεριφορές των χαρακτήρων, αλλά και χάσματα που μοιάζουν με ηθελημένες σιωπές. Η γοητεία του Παπαδιαμάντη έγκειται στο γεγονός ότι συγκινεί και αναγνώστες που δεν έχουν θρησκευτικές ευαισθησίες».
Tην ίδια στιγμή μου προσφέρει τον τελευταίο τόμο από το γαλλικό περιοδικό των εκδόσεων Les Belles Lettres, Paris, Automne 1997, στο εξώφυλλο του οποίου υπάρχει κουβερτούρα με συνέντευξη του Gunter Grass από τον ίδιο.
Υστερα μου μιλάει για τα «Ρόδινα ακρογιάλια» που θεωρεί ένα κοινωνικό μυθιστόρημα και που αναφέρει ότι το επισυνάπτει ολόκληρο (70 σελίδες) στο υπό έκδοση (τότε) έργο του.
Οσο ο χρόνος προχωράει η συζήτηση περνάει από τον Παπαδιαμάντη στις απαρχές του μυθιστορήματος. Ο συνομιλητής μου έχει κάθε λόγο να στάζει μέλι για τον Ραμπελαί και τον Θερβάντες. Αξιολογώντας τους εκ διαμέτρου αντίθετους συγγραφείς κατατάσσει τον πρώτο στην κατηγορία της μυθιστορηματικής θεμελίωσης, ενώ τον δεύτερο θεωρεί ως τον εκπρόσωπο της αναγεννησιακής σάτιρας. Δυο τάσεις του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος που έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση αλλά και την εξέλιξη της αφηγηματικής φόρμας.
Ανάμεσα σε αυτούς η συζήτηση ξαναπιάνει τον δικό μας Παπαδιαμάντη και μοιραία έρχεται η ώρα που θα διερωτηθούμε ποια θέση κατέχει ο Σκιαθίτης στα ευρωπαϊκά γράμματα.
«Αραγε πώς θα τον αντιμετωπίσουν οι ευρωπαίοι όταν βρεθεί ο κατάλληλος χειριστής – μεταπλάστης της γλώσσας και του ύφους που θα επιχειρήσει να μεταφέρει»;
*
Τελευταία απόπειρα που κάνω για να τον «ταξιδέψω» στην Αιανή αποτυγχάνει. Ο ίδιος βρίσκεται σε αμηχανία και ξεφυλλίζει τα γραπτά του. Ο λόγος είναι ότι θάρθει σ’ επαφή, μετά από χρόνια, με πανεπιστημιακούς της Θεσσαλονίκης.
Βρισκόμαστε κιόλας στο κέντρο της Κοζάνης και πρέπει γρήγορα να ετοιμαστεί για να βρεθεί μπροστά σ’ ένα ακροατήριο ανθρώπων άγνωστης πνευματικής ταυτότητας.
Όταν στην αίθουσα Τέχνης του Δήμου της μακεδονικής πόλης ο Προγκίδης θα εμφανιστεί και θ’ αρχίσει να ξεδιπλώνει με μαεστρία τα αναλυτικά του κριτήρια για τη μεγάλη τέχνη του Παπαδιαμάντη, ο χώρος θα εμφανίσει μιαν ασυνήθιστη γαλήνη και σιγή που θα κρατήσει μιάμιση ώρα συναπτή.
Κι ο λόγος του Προγκίδη απλός, μεταδοτικός, ακέραιος, θα «ταξιδέψει» τον ακροατή που ταξίδεψε ακόμη κι από τη Θεσσαλονίκη για να τον ακούσει, στα πανεύφορα λιβάδια της Παπαδιαμαντικής τέχνης και στους εκπληκτικούς ελαιώνες του σκιαθίτικου λογείου…

Δεκέμβρης του 1998

ΥΓ. Το ίδιο βράδυ επιστρέψαμε στον Βόλο φτάνοντας εδώ γύρω στις τρισήμιση τα χαράματα.

(*) «Ο Προγκίδης είναι υπερβολικά επηρεασμένος» θα γράψει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα ΝΕΑ (3 Νοεμβρίου 1998) «από κάποιες θεωρητικές εμμονές του όψιμου Κούντερα για το μυθιστόρημα, όπως εκφράζονται στις Προδομένες Διαθήκες».
(**) Γράφτηκε στα γαλλικά και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1998 από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σε μετάφραση του Γιάννη Κιουρτσάκη.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το