Της Λίνας Θωμά

Στο μικρό αυτό βιβλίο της η Βικτώρια Γ. Σαμπετάι ανασκάπτει ένα βίωμα μεγάλο: Μια οικογενειακή ιστορία που μεταφέρει την Ιστορία του μεγαλύτερου εγκλήματος της ανθρωπότητας. Και δίχως να μακρηγορήσει ή να μελοδραματίσει γίνεται η φωνή της γιαγιάς της, μια φωνή αυτοδιηγητική. Που έρχεται να περιγράψει, όπως λέει, το απερίγραπτο.
Σε λίγες σχετικά σελίδες καταχωρείται η μαρτυρία της, πολλά λόγια δεν χρειάζονται εδώ ή μάλλον χρειάζονται τόσα όσα η αλήθεια μπορεί να ομολογήσει. Το απόσταγμά της είναι το βάθος της πραγματικότητας, η πυκνή έκφραση της φρίκης. Έχουν ειπωθεί αρκετά για το Άουσβιτς, μα έλα που ακόμα και τόσα δεν φτάνουν. Στο ανείπωτο, κάποιες φορές, τα λόγια δεν χωρούνε.
Μέσα από τη διήγηση της Ματθίλδης, το προσωπικό δράμα γίνεται στοιχείο ιστορικό, ενώ ταυτόχρονα, η Ιστορία εξατομικεύεται. Ντοκουμέντο, αφήγηση, χρονικό και μαρτυρία: Το βιβλίο είναι όλα αυτά μαζί. Αποφεύγοντας τις συμβάσεις και τεχνικές της μυθοπλασίας, έρχεται να καταγράψει το ακραίο βίωμα με λόγο λιτό και απογυμνωμένο. Ανάλογη λιτότητα και ευθυβολία διακρίνει και τον τίτλο του, ο οποίος με δυο λέξεις κι ένα νούμερο, αναδεικνύει τα στοιχειώδη – το όνομα της Ματθίλδης αντιπαραβάλλεται στον αριθμό της του στρατοπέδου σαν μια δικαιωματική ανθρώπινη φωνή. Το βιβλίο εξάλλου είναι μια επιμνημόσυνη δέηση στο δράμα της. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η συνειδητή πρόθεση της συγγραφέως να μην κάνει το έργο αυτό μυθιστόρημα: Για να μην γλιστρήσει, έστω και φαινομενικά, στη φενάκη μιας επίπλαστης πραγματικότητας. Ο λόγος της γιαγιάς χρειάζεται επομένως να ακουστεί κατά την επιθυμία της. Μέσα από αυτόν θα καταθέσει την αλήθεια της ζωής της.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αναπότρεπτη φωνή της Ματθίλδης, όπως μεταφέρεται μέσα από τα ακούσματα της συγγραφέως, εμπλουτίζεται δυναμικά, παίρνοντας τον χαρακτήρα ενός δραματικού μονολόγου. Είναι ένας μονόλογος που ενσωματώνει ωστόσο αναπόφευκτα έναν συγχωνευμένο διάλογο ανάμεσα στη γιαγιά και την εγγονή. Ο διφωνικός αυτός χαρακτήρας της αφήγησης δίνει επιπρόσθετο ιστορικό βάθος· γίνεται αντηχείο μνήμης ενός αδιαπραγμάτευτου βιώματος, προβάλλοντας παράλληλα και την ερμηνεία των γεγονότων. Με ένα ασύνδετο σχήμα αμεσότητας η διήγηση ανοίγει την περιπλάνηση στον τόπο και τον χρόνο:

«Έχουμε μεταφερθεί στο υπερκορεσμένο στρατόπεδο του Μπέργκεν – Μπέλσεν. Οι συνθήκες διαβίωσης άθλιες. Συνωστισμός, έλλειψη τροφής και νερού. Τύφος, φυματίωση, ψείρες. Είμαστε εντελώς ανήμπορες να σηκωθούμε όρθιες. Ζωντανοί σκελετοί ανάμεσα σε αμέτρητα πτώματα σε αποσύνθεση με τη χαρακτηριστική ανυπόφορη οσμή. Προμελετημένη προσπάθεια εξόντωσης μέσω υποσιτισμού και ασθενειών. Βρίσκομαι στα πρόθυρα του θανάτου, αδύναμη· μόλις είκοσι πέντε κιλά. Οι ώρες μου μετρημένες» (σ. 65).
Στο ίδιο πνεύμα και οι δυο εμβόλιμες μαρτυρίες του Ντίνου Μάτσα (σ. 62) και του Ησαΐα Λευή (σ. 63) καταχωρημένες, όπως γράφτηκαν, σε πρώτο πρόσωπο, έρχονται κι αυτές να τροφοδοτήσουν τον αφηγηματικό λόγο απογυμνώνοντάς τον σε μια πρωτογενή έκφραση φρίκης:
«Σου γράφω ένα όνειρο που είδα στο τελευταίο στρατόπεδο, Vaihingen. Εκεί έπιασα τύφο. Η μπαράκα που ήταν οι τυφιασμένοι ήταν στο τέλος του στρατοπέδου. Μην νομίσεις ότι μας έδιναν φάρμακα, μας άφηναν εκεί και επέθαιναν κάθε μέρα δυο και τρεις από εμάς. Εκοιμόμαστε στα ξύλα χωρίς στρώμα και χωρίς κουβέρτες. Εγώ έκαιγα από τον πυρετό. Το σώμα μου ήταν φωτιά, μπορεί να είχα 40 ή 41 βαθμούς. Κι ένα βράδυ όπου νόμιζα πως θα ξημερώσει το πρωί και θα με βρουν πεθαμένον, βλέπω στον ύπνο μου τη μάνα μου» (σ. 63-64).
Η ιστορία του βιβλίου ακολουθεί τα γεγονότα με τη σειρά της εξέλιξης και χωρίζει τα κεφάλαια του βιβλίου χρονολογικά: Το ξεσπίτωμα των Εβραίων της Κέρκυρας το πρωινό της 9ης Ιουνίου του 1944, τη συγκέντρωσή τους στην Κάτω Πλατεία, τη μαζική τους φυλάκιση στο Φρούριο κι από κει τη μεταφορά τους με πλοίο στην Κεφαλονιά, τον Πειραιά και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, «προπομπό του τελικού προορισμού, τις καμινάδες του Άουσβιτς» (σ. 30). Στο ενδιάμεσο, το μαρτυρικό ταξίδι του τρένου με τη δίψα, την πείνα και τον ασφυκτικό εγκλεισμό ίσαμε το στρατόπεδο συγκέντρωσης και το αδυσώπητο καθημερινό μαρτύριο. Για να ολοκληρωθεί με την απρόσμενη σωτηρία της Ματθίλδης και την επιστροφή της στο νησί, όπου θα έρθει αντιμέτωπη με το εκφρασμένο μίσος του περίγυρου και τους καταχραστές της οικογενειακής της περιουσίας. Τέλος, η ιστορία θα κλείσει με την επίσκεψη της Ματθίλδης στο Άουσβιτς, τέσσερις δεκαετίες αργότερα (σ. 77).
Το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, εντατικά παρών, μαρτυρεί τις δοκιμασίες του και αποκτά μέσα από τον κοινό κλήρο της συμφοράς, μια φωνή πληθυντική. Παράλληλα, η πινελιά της λεπτομέρειας φτιάχνει τον πίνακα του στρατοπέδου εν συνόλω: Τα ξύλινα τσόκαρα που τρυπούνε τα πόδια σαν πυρωμένες βελόνες, η κοροϊδία των φυλάκων και τα μαρτύρια της ψυχολογικής και φυσικής κακοποίησης, το εγερτήριο στις πέντε το πρωί και η πολύωρη παραμονή μέσα στο κρύο, μεταφέρουν τα στοιχεία της βαρβαρότητας στο όριο του ανθρώπινου παραλογισμού και της οδύνης: Την «κοινοτοπία του κακού», όπως είχε σημειώσει και η Hannah Arendt στην ανάλυσή της για τον Eichmann, εκφράζοντας με το οξύμωρο αυτό σχήμα του λόγου την εγκληματική φύση του ανθρώπου – θύτη.
Να είναι οι αριθμοί χαρακτηριστικοί δείκτες; Οι αριθμοί εδώ έχουν τον λόγο: Από τα 2.000 περίπου μέλη της εβραϊκής κοινότητας στην Κέρκυρα, γύρω στα 100 μονάχα κατόρθωσαν να βγούνε ζωντανοί από το Άουσβιτς (σ. 37), ενώ οι χαμένοι 58 συγγενείς της Ματθίλδης γίνονται στο μυαλό της όνειρο εφιαλτικό. Αλλά κι αυτοί ακόμα που θα επιζήσουν, θα αφήσουν ένα κομμάτι τους στη λεία του θανάτου, κληρονομιά του τραύματος για τις επόμενες γενιές. Το επίμετρο του Μιχάλη Γ. Σαμπετάι πυκνώνει σε δεύτερο άμεσο πρόσωπο, το απόσταγμα ενός τέτοιου επίκαιρου λόγου: «Οι καμινάδες ακόμα μυρίζουν και όμως κάποιοι προθερμαίνουν ξανά φούρνους. Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν πρόθυμα ώτα έτοιμα να δεχτούν το ύδωρ της πλύσης εγκεφάλου» (σ. 112). Παραθέτοντας τα λόγια του παππού Λαζάρου, «Σαν σήμερα μας πιάσανε», «Σαν σήμερα μας κάψανε», ιχνηλατεί πίσω από τις ζυγισμένες λέξεις τον αποσιωπημένο λόγο.
Κάτι ανάλογο και με το φωτογραφικό υλικό του βιβλίου: Οι φωτογραφίες εκείνων που δεν επέζησαν παραμένουν ασπρόμαυρες. Μετρούν ενδεχομένως κι αυτές με τον τρόπο τους το μελανό πένθος.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Κλειστή εδώ και ένα χρόνο η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη – Διαμαρτυρία φοιτητών

Κλειστή εδώ και ένα χρόνο μετά τις ζημιές από τις πλημμύρες του περσινού Σεπτεμβρίου βρίσκεται…

18 Οκτωβρίου 2024

Αναστολή λειτουργίας σφαγείων Ανάβρας και Αλμυρού

  Αναστέλλουν τη λειτουργία τους από τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου τα σφαγεία Αλμυρού και Ανάβρας,…

18 Οκτωβρίου 2024

 ΔΕΥΑΜΒ: Διαγωνισμοί για τη συντήρηση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευση

  Διαγωνισμό προκήρυξε η ΔΕΥΑΜΒ για τη συντήρηση εγκαταστάσεων και δικτύων ύδρευσης, εκτιμώμενης αξίας 1,4…

18 Οκτωβρίου 2024

Βόλος:Από μικρός στις καταδίκες νεαρός οδηγός

  Σε εννέα μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή, καταδικάστηκε από το Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βόλου…

18 Οκτωβρίου 2024

Γνωστή εταιρεία ανακάλεσε χιλιάδες αναψυκτικά χωρίς ζάχαρη γιατί… περιείχαν ζάχαρη

Σε χιλιάδες ανακλήσεις κιβωτίων με αναψυκτικά προχώρησε η Coca Cola, καθώς τα προϊόντα περιείχαν ζάχαρη,…

18 Οκτωβρίου 2024

Τροπολογία για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης των Σπαρτιατών κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ

Στην Βουλή κατέθεσε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ την τροπολογία για την αναστολή της κρατικής…

17 Οκτωβρίου 2024