Τοπικά

Ελπίδες για τα δώρα εορτών και τα επιδόματα στο Δημόσιο δίνει απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου

Ελπίδες σε χιλιάδες εργαζόμενους του δημοσίου τομέα με καθεστώς Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ) δίνει απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου, σύμφωνα με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση δικαστικών υπαλλήλων ΙΔΑΧ του Βόλου για επιστροφή των επιδομάτων – δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για το χρονικό διάστημα 2013-2015.
Ωστόσο μέσω της έφεσης κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου, που κατέθεσε στο Πρωτοδικείο Βόλου και συζητήθηκε στις αρχές του τρέχοντα μήνα, το ελληνικό Δημόσιο κατέδειξε τη βούλησή του να μην αποδεχθεί τις δικαστικές αποφάσεις και να μην χορηγήσει τα δώρα-επιδόματα στους εργαζόμενους ΙΔΑΧ. Παράλληλα οι δικαστικοί υπάλληλοι ΙΔΑΧ του Βόλου κατέθεσαν και δεύτερη αίτηση στο Ειρηνοδικείο για τη χορήγηση των δώρων-επιδομάτων για το χρονικό διάστημα 2016-2018 και αναμένεται η έκδοση απόφασης. Για τους μόνιμους δικαστικούς υπαλλήλους έχει ήδη κατατεθεί η δεύτερη αγωγή διεκδίκησης δώρων και επιδομάτων για το χρονικό διάστημα 2016-2018. Σημειώνεται ότι επί της πρώτης αγωγής εκδόθηκε απόφαση, με την οποία αναστέλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης, μέχρι εκδικάσεως και εκδόσεως αποφάσεως από τμήμα του ΣτΕ επί της αναιρέσεως του Δημοσίου, κατά της απόφασης των Διοικητικών Εφετείων Ναυπλίου και Καβάλας, η οποία δικαίωνε τους υπαλλήλους για το χρονικό διάστημα 2013-2015. Η αναίρεση εκδικάστηκε τον Ιούνιο του 2018 και οι πληροφορίες λένε ότι η εισήγηση ήταν θετική. Η απόφαση αναμένεται μέχρι τέλος του τρέχοντος έτους . Θεωρείται πιθανό, πως επειδή η ικανοποίηση των εν λόγω αιτημάτων θα έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, το θέμα να παραπεμφθεί στην ολομέλεια των ανωτάτων δικαστηρίων.

Το σκεπτικό της απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου
Στην απόφαση με αριθμό 5/2017, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία του Ειρηνοδικείου Βόλου, επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων – κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων – προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία, ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών ή συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα και εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματός τους. Τούτο μάλιστα ιδίως όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις, στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει». Ακόμη το Δικαστήριο επισημαίνει στην απόφασή του ότι «η επιβολή μέτρων προς εξυπηρέτηση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ και εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Η επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν ανήκει στην ανέλεγκτη διαπλαστική εξουσία του νομοθέτη, ο οποίος ελέγχεται ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και δεσμεύεται από τα όρια, που θέτουν οι ως άνω απορρέουσες από τις συνταγματικές και τις υπερκείμενες νομοθετικά διεθνείς συμβάσεις διατάξεις αρχές, την υπέρβαση των οποίων με κριτήρια την ένταση, τη διάρκεια και τη σώρευση των μέτρων, τη δίκαιη κατανομή τους μεταξύ των πολιτών, καθώς και την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητάς τους, ελέγχουν τα Δικαστήρια κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος.

Τα τελευταία όταν διαπιστώσουν ότι οι εισαγόμενες ρυθμίζουν παραβιάζουν τις ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές καλούνται να τις αποκαταστήσουν, επιδικάζοντας στους φορείς του σχετικού δικαιώματος, που απορρέει από αυτές, εις βάρος των οποίων εφαρμόστηκαν οι αντισυνταγματικές διατάξεις, τις διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή προς αυτούς των εν λόγω διατάξεων». Τέλος σημειώνεται ότι «για τη θέσπιση των περικοπών δεν αρκεί η επίκληση, αορίστως, του σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, αλλά η τεκμηρίωση με τη δέουσα σαφήνεια και παράθεση αναλυτικών στοιχείων του λόγου για τον οποίο η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων είναι η μόνη πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας, τηρουμένων των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας. Άλλωστε, σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίζει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, καθώς και την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 Δ. Όμως, η περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας, οι οποίες έχουν νομοθετηθεί σε συνέχεια των ανωτέρω αναφερόμενων νόμων με τους οποίους περικόπηκαν οι αποδοχές των μισθωτών, επιβαρύνουν σωρευτικά την ίδια ομάδα πολιτών (μισθωτών) και ως εκ τούτου η επιβάρυνση αυτή είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη ιδίως για όσους υπηρετούν το δημόσιο, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές απώλειες».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το