Άρθρα

Ελληνοτουρκικά και ΗΠΑ: Σκάκι για τρεις

Tου Γ. Μαρκογιαννόπουλου

Παρακολουθήσαμε τον τελευταίο καιρό καταιγιστικές εξελίξεις και πρωτοφανή, ιστορικώς, γεγονότα στη διεθνή σκηνή. Ειδικότερα, στις Η.Π.Α., που καθορίζουν τους διπλωματικούς συσχετισμούς πολλών κρατών, είδαμε την πρωτόγνωρη εισβολή στο Καπιτώλιο. Θα αναλυθεί, εν συνεχεία, τόσο το ιστορικό, γεωπολιτικό, διπλωματικό πλαίσιο όσο και ο αντίκτυπος της επικείμενης «αλλαγής φρουράς» στην αμερικανική προεδρία για τη χώρα μας.
Είναι σαφές ότι πράγματι η ομαλότητα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ετεροκαθορίζεται και συχνά συναρτάται από τον αμερικανικό παράγοντα. Εξίσου εμφανές είναι πως έχουν εκλείψει οι αποφασιστικές παρεμβάσεις από πλευράς του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τύπου Λ.Μ. Τζόνσον τη δεκαετία τού ’60. Πλέον, το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τείνει να χαρακτηρίζει επισήμως την ελληνική, βάσει του διεθνούς δικαίου, υφαλοκριπίδα ως «αμφισβητούμενα ύδατα», ενισχύοντας έτσι τις αβάσιμες διεκδικήσεις της γείτονος χώρας. Όμως, ποιοι είναι οι επεκτατικοί, αυτοί ανυπόστατοι ισχυρισμοί και ποια η δυνητική αλλαγή με την επικείμενη προεδρία Τζ. Μπάιντεν;

Πρώτα, αξίζει -και πρέπει- να αναφερθεί ότι μετά την καθολικώς έκνομη εισβολή και κατάληψη τού βορείου τμήματος της Κύπρου το 1974, η Τουρκία επεχείρησε εκουσίως να μεταστρέψει το διεθνές ενδιαφέρον από την Ανατολική Μεσόγειο στο Αιγαίο, επιθυμώντας τον διαμοιρασμό του, που διατυπώθηκε επίσημα στις επιταγές της προσφάτως «Γαλάζιας Πατρίδας». Μολαταύτα, επειδή ακριβώς η προαναφερθείσα ιδέα δεν ανταποκρίνεται ούτε στην ιστορική, αλλά ούτε και στη νομική πραγματικότητα, γεγονός που διπλωματικώς γνωρίζει καλά η Τουρκία, η ίδια προσπαθεί διαχρονικά να αποκόψει γεωπολιτικά το σύμπλεγμα της Μεγίστης (Καστελόριζο). Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως το Καστελόριζο είναι τόσο απομονωμένο από την ελληνική επικράτεια, ώστε δεν δικαιούται να έχει υφαλοκριπίδα, το οποίο θα συνέδραμε σημαντικά τις Τουρκικές θέσεις σε περίπτωση καθορισμού Α.Ο.Ζ. Πράγματι, σύμφωνα με το πόρισμα του Διεθνούς Υδρογραφικού Οργανισμού, το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης βρίσκεται στη θάλασσα του Λεβάντε κι όχι στο Αιγαίο, γεγονός, βέβαια δίχως πολιτική, αλλά μόνο με ναυσιπλοϊκή ισχύ.

Όσον αφορά στο Αιγαίο, οι διαφορές αποκτούν πολυσύνθετο χαρακτήρα. Η Ελλάς είναι πρακτικώς η μοναδική στον κόσμο χώρα, που δεν έχει κάνει χρήση του μονομερούς δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, δηλώνοντας ότι θα το ασκήσει όποτε αυτή το κρίνει σκόπιμο. Ο εθιμικός αυτός κανόνας έλαβε απόλυτη νομική υπόσταση στο τρίτο άρθρο της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπου εναργώς καταγράφεται το έννομο δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., το οποίο άλλωστε έχει ασκήσει και η ίδια η Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα. Άρα, λοιπόν, γεννάται το εύλογο ερώτημα: Εμείς γιατί δεν το ασκούμε; Η απάντηση δύναται να εκμαιευθεί από τη συνεχή επιθετικότητα, από το αίσθημα επισφάλειας στις διμερείς σχέσεις, που δικαιολογεί την ανωτέρω μας ψοφοδεή στάση, αλλά κυρίως από τα γεγονότα του Ιούνη του 1995. Η απαρχή του δραματικού αυτού καλοκαιριού έφερε και ένα καθολικώς παράνομο ψήφισμα από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση: Το «Casus Belli». Κοινώς, απειλή πολέμου, ήτοι εκχώρηση δυνατότητας στην Άγκυρα για χρήση στρατιωτικών μέσων, σε περίπτωση που η Ελληνική Κυβέρνηση αποφασίσει να επεκτείνει σύννομα τη χωρική της θάλασσα στα 12 ν. μίλια. Η διακήρυξη αυτή συναποτελεί βασικό έρεισμα των κλυδωνισμών, που διαρκώς εντείνουν τις διενέξεις των δύο κρατών, τις οποίες η Αμερική φιλοδοξεί να ισοσταθμίζει με γνώμονα τα συμφέροντα και τη συμμαχική ενότητα του ΝΑΤΟ.

Είναι παραδεκτό ότι οι Η.Π.Α. διαχρονικά ανεμειγνύοντο στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, προσπαθώντας να διασφαλίσουν μια σχετική σταθερότητα, ιδίως μετά το δόγμα Τρούμαν, το σχέδιο Μάρσαλ και την εκατέρωθεν ένταξη των χωρών στη Βορειοατλαντική συμμαχία. Στην προσπάθεια αυτή συντήρησης τής συχνώς κίβδηλης ενότητας με τρόπο αδέκαστο και αμερόληπτο, η πολιτική του Γ.Γ. Στόλτενμπεργκ, αλλά και γενικότερα η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας είναι ατελέσφορη. Τρία, μόλις, χρόνια μετά την ένταξη των δύο γειτόνων στο ΝΑΤΟ, η Ουάσινγκτον έδειξε συγκατάβαση στο πογκρόμ τού ’55, το οποίο ενορχηστρώθηκε από την κυβέρνηση Αντνάν Μεντερές, προκειμένου να την ανταμειψει για τη φιλοδυτική εξωτερική πολιτική, που η ίδια ασκούσε. Κατ’ αναλογία, και σήμερα, δίνεται σπουδαίος αγώνας να κρατηθεί η ύστατη αυτή της Ανατολίας χώρα στη Δύση, το τίμημα του οποίου διαχρονικά πληρώνουν οι ασθενείς στρατιωτικά, οικονομικά, διπλωματικά χώρες, όπως πρόσφατα η προδωμένη Αρμενία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Όμοια αποσταθεροποίηση και κορύφωση των εντάσεων και των ένοπλων εμπλοκών είδαν, βέβαια, και η Συρία και η Λιβύη. Ως εκ τούτου, η επικρατούσα δυναμιτιζομένη συγκυρία αποτελεί έμμεσο παρεπόμενο της αποφάσεως του Ντ. Τραμπ για στρατιωτική εγκατάλειψη της Μ. Ανατολής, κατακερματίζοντας τον προϋπάρχοντα πυλώνα σταθερότητος στην περιοχή, διαλύοντας το βασικό έρεισμα τού γεωπολιτικού «Τζένγκα» και αφήνοντας πίσω ένα «κενό» εξουσίας, το οποίο ετερογενή κράτη έσπευσαν τυχοδιωκτικά να εκμεταλλευτούν. Οπότε, ποια τα πιθανά απότοκα και ποια η δυνάμει αλλαγή στους εν λόγω συσχετισμούς με την επικείμενη προεδρία Τζ. Μπάιντεν;

Την τρέχουσα περίοδο, και έως ότου ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ παραδώσει την εξουσία -εάν το αποφασίσει-, οι Η.Π.Α. βρίσκονται σε μια κατάσταση σχετικής εσωστρέφειας, υπό κλίμα σχεδόν εμφυλιακό, καθιστώντας έτσι ως προτεραιότητα τη διευθέτηση της κρίσης και του κοινωνικοπολιτικού διχασμού. Αυτό καθαυτό έμμεσα αυξάνει τον κίνδυνο πιθανού θερμού επεισοδίου στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μιας και ο ρυθμιστικός παράγων ευρισκόμενος στην περιγραφείσα κατάσταση είναι απασχολημένος με την αποκατάσταση της εθνικής ομόνοιας. Αλήθεια είναι ότι με την αλλαγή στην προεδρία ο Ρ.Τ. Ερντογάν χάνει την πρόσβαση από την «πίσω πόρτα» στον Λευκό Οίκο και την άμεση διαπροσωπική επαφή. Είναι, λοιπόν, πιθανό να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ένθεσμη νομιμότητα. Ο Τζ. Μπάιντεν χαρακτήρισε σε δήλωσή του τις πρακτικές Ερντογάν ως «αυταρχικές», το οποίο συνιστά μία έμμεση ένδειξη σεβασμού στις βασικές αρχές της Δημοκρατίας. Η στήριξή του στο Κονγκρέσο είναι βέβαιο ότι θα περιορίσει τη θεσμική ελευθεριότητα και ασυδοσία, όμως είναι ιστορικά ορατό πως η εξωτερική πολιτική της Αμερικής από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε -οπότε και αποτάχθηκε την ιδρυτική της διακήρυξης περί ουδετερότητος στα διεθνή πράγματα – δεν σημείωσε δραματικές αλλαγές και αποκλίσεις, συνεπώς δεν θα ήταν ρεαλιστικό να αναμένουμε ριζικές αλλαγές. Είναι, τέλος, πιθανό να ακολουθηθούν, να συνεχιστούν ή και να ενισχυθούν συγκεκριμένες πολιτικές της προεδρίας Ομπάμα, οι οποίες δεν έλαβαν υπόσταση ή και αναιρέθηκαν από τον νυν απερχόμενο πρόεδρο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το