Άρθρα

Ελλήνων έθνος

Του Αναγνώστη – Νώτη Ιωάννου

Έως τώρα υποδεχόμαστε τις Εθνικές επετείους σχεδόν δίχως αναμονή, με ένα εν πολλοίς προκαθορισμένο αίσθημα εορτασμού, διανθισμένο από τυπικές, αλλά εγκάρδιες ευχές, ποικίλα δρώμενα και ιδίως λεκτικές απόπειρες αναγωγής στο μεγαλειώδες, καθολικό, υψηλό Εθνικό φρόνημα. Σ’ αυτό το αγέρωχο, συλλογικό συναίσθημα αποβλέπουμε, προς αυτό ανατείνουμε την καρδιά και τη σκέψη μας, πλην όμως πάντοτε, κάθε χρονιά, βρισκόμαστε ανέτοιμοι να το εκφράσουμε, να περιγράψουμε δηλαδή πώς νοιώσαμε, πώς το βιώσαμε προσωπικά.
Δεν πρόκειται για ανεπάρκεια ελλείψει ιστορικής γνώσης, αφού και όσοι/ες εξ ημών την κατέχουν σε έκταση, καταλαμβάνονται περίπου το ίδιο ανέτοιμοι, έως και αμήχανοι. Αρκούμαστε έτσι με συγκατάβαση στα εγκατεστημένα, διαχρονικά στερεότυπα μιας μορφής εθιμοτυπίας, η οποία επιτελεί τον σκοπό της αποδίδοντας τη σημασία, το νόημα της εκάστοτε επετείου.

Ωστόσο, το Εθνικό μας συναίσθημα, υπερκείμενο, υπερβατικό, απροσπέλαστο για την ταπεινή ρητορεία μας, παραμένει μάλλον ανέκφραστο. Ποτέ όμως τόσο, όσο σήμερα, Παρασκευή, ανήμερα της εμβληματικής, 200στής επετείου της 25 Μαρτίου του Ιστορικού 1821, ποτέ, μα ποτέ άλλοτε, δεν νοιώσαμε τόσο έντονη την ανάγκη να διαρρήξουμε τις συνήθεις φόρμες έκφρασης, να εκδηλωθούμε πρωτότυπα, να επικοινωνήσουμε με λέξεις, παραστάσεις και ατομικά σχήματα, αυτό, το μεγαλειώδες, που συντελείται εντός μας, ομόρροπα και τελετουργικά. Ποτέ άλλοτε το πνεύμα της Εθνικής παλιγεννεσίας δεν δέσποσε τόσο καταλυτικό, τόσο επικυρίαρχο στον αέρα ώστε να υποσκελίσει τα πρωτοφανή δεινά της συγκυρίας και να μας αποσπάσει στο ιδεατό, να μας αναβαπτίσει στην ομοψυχία. Από τους κανονιοβολισμούς του Λυκαβηττού, ως τον αρχαιοπρεπή ψαλμό του Εθνικού Ύμνου, η βαθιά συγκίνηση, το ρίγος της μνήμης, το ιστορικό δέος, ήταν διάχυτα όσο και τα λυτρωτικά, ασταμάτητα δάκρυα ανάτασης.

Κι όταν πλέον, λίγο μετά τις 9, άρχισε η κατάθεση στεφάνων στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, κάθε στεφάνι, κάθε ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου φιλοξενουμένων Χωρών, ήταν για εμάς ένα φτεροκόπημα υπερηφάνειας. Τότε ακριβώς, εκεί, ήταν που νοιώσαμε την Ιστορία να ποδοβαλάει στο πλακόστρωτο, στην αυλή του σπιτιού μας. Είδαμε τους αιώνες να γέρνουν επάνω μας, σαν σκέπη, κι ακούσαμε τον βηματισμό τόσων και τόσων που χάθηκαν, ηρώων κι αφανών, αγνώστων που τιμούμε και αγαπήθηκαν στον καιρό τους. Τρέξαμε πίσω, η μνήμη καταιγισμός, στην παιδικότητα μας, στις σχολικές γιορτές των Εθνικών επετείων, στα κοντοπαντέλονα και στα λευκά μας παπούτσια, των παρελάσεων, στις παραινέσεις των δασκάλων, του πατέρα όταν μας επέπληττε, στο σιδερωμένο ρούχο της μαμάς, στη γειτονιά που είχε ανηφόρες, στη μοναχική μας σκοπιά στον στρατό…

Είναι, γίνονται συχνά κι οι αναμνήσεις, πατρίδα μας κι αυτές, μονολογήσαμε…Ήταν μια Εθνική επέτειος αξέχαστη, αληθινό ορόσημο και αστερισμός για το μέλλον της Χώρας μας… Χρόνια Πολλά, Πατρίδα, εις τους Αιώνες…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το