Άρθρα

Ελένη Σταμούλη: Στον Βόλο συμβαίνουν τέρατα που παρουσιάζονται σαν ανδραγαθήματα από τα ΜΜΕ

Η δημοσιογράφος Ελένη Σταμούλη ήταν κεντρική ομιλήτρια στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Παντελάκη «Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας, 20+1 ιστορίες κιτρινισμού». Η ίδια αναλύοντας το βιβλίο παρουσίασε την πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα στα Μέσα Ενημέρωσης της Μαγνησίας, με εμποράκους της ενημέρωσης και μπακάληδες της πληροφορίας. Όλη ο ομιλία της Ελένης Σταμούλη στην παρουσίαση του βιβλίου του γνωστού  και έμπειρου δημοσιογράφου Γιάννη Παντελάκη, ο οποίος  ανεπηρέαστος, καταβυθίστηκε κυριολεκτικά με την έρευνά του στον βούρκο αυτού του τύπου δημοσιογραφίας και ανέσυρε μερικές εξαμβλωματικές εκδηλώσεις του κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο:

“Όταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 διάβαζα «τη χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ», ήμουν και νεαρή δημοσιογράφος και επαγγελματίας ρομαντική του χώρου.
Το βιβλίο εκδόθηκε πολύ πριν τα ΜΜΕ έχουν τη σημερινή μορφή και στη Γερμανία και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Περιγράφει έναν κόσμο στον οποίο ένας άνθρωπος, κουρελιάζεται, εκμηδενίζεται, ατιμώνεται και γίνεται έρμαιο στα χέρια ενός συστήματος και αυτών που το εκμεταλλεύονται. Αυτή η ισοπέδωση, όμως, δεν γίνεται παθητικά δεκτή, αλλά αντιμετωπίζεται δυναμικά από το θύμα, που δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο.

Η εξέλιξη αυτή τότε, με είχε συνεπάρει. Βλέπετε, το δίκιο με τη μορφή της αυτοδικίας, φλερτάρει πάντα με τα νιάτα και την ορμή τους.
Φαίνεται όμως πως η Κατερίνα του γερμανού νομπελίστα Μπελ, ξέφυγε από τις σελίδες της μυθοπλασίας με την ευκολία και την άνεση που της παρείχαν οι σύγχρονες εκδοχές, αυτού, που στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια , περικλείουμε στον όρο του πολιτικού και του κοινωνικού κιτρινισμού.

Τι περικλείει ο όρος κίτρινη δημοσιογραφία? Μεγάλη η ομπρέλα, που αγκαλιάζει την παραποίηση αλλά και την κατασκευή γεγονότων, το διασυρμό και τη διαπόμπευση ανθρώπων σε σημείο εξόντωσης.
Στεγάζει την συκοφάντηση, την απάτη και την αγυρτεία,  τη δημοσιογραφία του εκβιασμού και του χρηματισμού, τη δημοσιογραφία του ρατσισμού και της ομοφοβίας, τη δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας, της γκάφας αλλά και των fake news.

Ο Γιάννης Παντελάκης, έμπειρος  δημοσιογράφος, στη  «χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας»,  καταγράφει με λεπτομέρειες και παραθέτει σχολιαστικά, 20+1 ιστορίες κιτρινισμού που ανέσυρε από το πρόσφατο παρελθόν. Διαβάζοντας τες, αναπόφευκτα, θα έρθουμε μπροστά σε ιστορίες εκβιασμού που παρακολουθήσαμε σε συνέχειες από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες.

Θα ανασύρουμε βίαια γεγονότα που είδαμε την τραγική τους κατάληξη σε ζωντανή σύνδεση, με δημοσιογράφους σε ρόλο διαχειριστή κρίσης.
Θα θυμηθούμε δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης που έκαναν τα ασήμαντα σημαντικά. Αλλά και
Ρεπορτάζ που εμφάνιζαν  ως τρομοκράτες πολίτες που δεν είχαν καμία σχέση με τη 17 Νοέμβρη.
Και βεβαίως τα Fake news των ημερών μας,  να διακινούνται χωρίς μέτρο στο διαδίκτυο.

Εξαιρετικά ενδιαφέροντα κατά τα γνώμη μου, τα σημεία που ο Παντελάκης αναφέρεται  στην κατά το δέον αντιμετώπιση των περιστατικών που κατέγραψε. Στην  σωστή τους δηλ. δημοσιογραφική διαχείριση, με τη ματιά και την έντιμη περπατησιά του επαγγελματία, τόσων χρόνων στο χώρο των ΜΜΕ.
Και βεβαίως, το σημαντικότερο στο βιβλίο αυτό, το γεγονός ότι ο συγγραφέας του, δεν χαρίστηκε σε κανέναν, σημάδι ότι δεν χρωστούσε και σε κανέναν. Ακόμη κι όταν χρειάστηκε να αναφερθεί στο χώρο δουλειάς του, σε συναδέλφους του διπλανού γραφείου, δεν νοιώθει άβολα ή αμήχανα. Απλά, κάνει τη δουλειά του.

Είναι  πράγματι, μια εξαιρετική ερευνητική δουλειά του Γιάννη Παντελάκη, που απ’ όσο γνωρίζω δεν υπάρχει όμοια της στα μεταπολιτευτικά χρόνια και είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει βιβλίο αναφοράς.
Θα πρέπει να αφιέρωσε αμέτρητες ώρες, ανατρέχοντας σε αρχεία, διαβάζοντας βιβλία, κουβεντιάζοντας με ανθρώπους των Μέσων- αλλά και με κατατρεγμένους από αυτά- και σίγουρα έχει απαντήσεις.

Δεν ξέρω αν έψαχνε μόνο,
– γιατί στους δρόμους το σύνθημα «αλήτες, ρουφιανοι δημοσιογράφοι» έχει πάρει διαστάσεις καταιγίδας,
– γιατί η καχυποψία είναι ίσως η επιεικέστερη αντιμετώπιση που συναντούμε στην κοινωνία όσοι ασκούμε αυτό το επάγγελμα.
-γιατί  στη συνείδηση του κόσμου, ο δημοσιογράφος είναι ταυτισμένος με τη συναλλαγή και την εξουσία.

Το βέβαιο είναι, ότι πίσω από τα γεγονότα και  τη στρεβλή, αντιδεοντολογική και επικίνδυνη ανάδειξη που είχαν από τα Μέσα, στις ιστορίες του Παντελάκη, περπατούμε όχι μόνο πάνω στα αναμμένα κάρβουνα  της  δημοσιογραφικής ανορθοδοξίας, αλλά, ακουμπάμε την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας.
Σε μια χώρα που το 29% των κατοίκων της πιστεύει ότι τους ψεκάζουν, είναι αναμενόμενο εμετικές φυλλάδες να βρίσκονται στις κορυφές της κυκλοφορίας και τηλεοπτικές εκπομπές που έχουν παντιέρα τον ανθρώπινο πόνο και αδυναμία να σπάνε τα μηχανάκια της AGB.

Δεν  ισχυρίζομαι ότι η κοινωνική παθογένεια, οδήγησε στη νοσηρότητα της δημοσιογραφίας. Την  τρέφει όμως και την ανατροφοδοτεί. Και με πρόσωπα από τη δεξαμενή του πολιτισμικού και μορφωτικού της επιπέδου που ασκούν το επάγγελμα και με φανατικούς αναγνώστες, θεατές, ακροατές του τελικού, δημοσιογραφικού αποτελέσματος.
Κι επειδή, αυτή την περιβόητη δεοντολογία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, πολλοί την επικαλούνται κι ας μην γνωρίζουν σε τι κωδικοποιείται, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να πούμε ότι ναι, πρόκειται για έναν μπούσουλα που οδηγεί σε μια κατεύθυνση, όσους,  όμως, αγαπούν και τιμούν αυτό που κάνουν και θέλουν να αποκρυσταλλώσουν την εμπειρία για το πως είναι και πως δεν
θα πρεπε να είναι τα πράγματα.  Ένας κώδικας όμως δεοντολογίας, δεν είναι σιδηρά ζώνη αγνότητας που εμποδίζει τις εκτροπές και τις , κατά το δοκούν, ερμηνείες.

Ακόμη και τα ίδια τα πειθαρχικά όργανα των σωματείων μας, αδυνατούν πολλές, ίσως τις περισσότερες φορές, όταν καλούνται, να αποδώσουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Γιαυτό και στις μέρες μας, η εκτροπή από την κανονικότητα της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και τον κανόνα της Δεοντολογίας, είναι τόσο συχνή, είναι μια καθημερινότητα, που εν τέλει θα αξιώσει να είναι ο κανόνας.

Το βιβλίο του Παντελάκη, παρουσιάζεται σήμερα στην πόλη μας, μια πόλη μεσαίου μεγέθους,  που καμαρώνει για τον πολιτισμό και την αστική της ευπρέπεια που κουβαλάει από το παρελθόν, με μακρά ιστορία στο χώρο του Τύπου και με δημοσιογράφους που τίμησαν αυτό το επάγγελμα και έφυγαν με καθαρά χέρια.

Ίσως διαβάζοντας τις ιστορίες σ’ αυτές τις κοντά 300 σελίδες του βιβλίου, να θεωρήσετε ότι απέχουν από τη μικρή μας πόλη, όσο και τα 300 χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από την Αθήνα. Θεωρώ όμως, ότι είστε πιο υποψιασμένοι, ώστε να μην μοιράσετε τόσο εύκολα συγχωροχάρτια και στα τοπικά Μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά και στους δημοσιογράφους τους.  Η αλήθεια είναι βέβαια, ότι εδώ τα συμφέροντα δεν έχουν ούτε τη διάχυση, ούτε το εύρος της πρωτεύουσας. Ίσως γιαυτό και ο διαχωρισμός των μεγαλοεμπόρων και των εμποράκων, των μπακάληδων της πληροφορίας.

Αν θέλετε τη γνώμη μου, ίσως οι δεύτεροι να είναι πιο επικίνδυνοι. Και σ’ αυτή την πόλη το ζην επικινδύνως, μας συνταράσσει την τελευταία 5ετία, μας αφήνει έκθαμβους κάτω από το μπλε ηλεκτρικό φως, αμήχανα φωτογραφημένους δίπλα στο I love Volos, αταίριαστους κάτω από την εξέδρα της Φουρέιρα και του Πανταζή. Αυτοί είναι πια οι μπροστάρηδες, οι πρέσβεις της πόλης μας, που θα μεταφέρουν στην Αθήνα ,ότι, ξέρετε κάτι; Στο Βόλο γίνεται της πουτάνας. Και ξέρετε ότι το μεταφέρω όπως ειπώθηκε δημόσια πριν τέσσερις μέρες, από μικροφώνου.

Φαντάζεστε λοιπόν, ότι φτάσαμε εδώ, χωρίς να βάλουν ένα χεράκι, τα Μέσα Ενημέρωσης;
Στο ότι στην πόλη συμβαίνουν τέρατα που παρουσιάζονται σαν  ανδραγαθήματα, θεωρείτε ότι δεν έχουν συμμετοχή τα έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα; Κάποια απ’ αυτά;
Ότι δεν εργάστηκαν και δεν εργάζονται με συνέπεια και στοχοπροσήλωση δημοσιογράφοι γι’ αυτή την τερατογένεση στην πλατεία Ρήγα Φεραίου;

Ήταν μόνο ένα παράδειγμα, έχω πολλά στην τσέπη μου αυτά τα 35 χρόνια που ασκώ το επάγγελμα στην μικρή μας, αθώα πόλη. Οι ζώνες αγνότητας, έχουν πάψει να αποτελούν εμπόδιο και στην περιφέρεια. Ο Κώδικας Δεοντολογίας υπάρχει για να καταστρατηγείται.  Τα άπειρα παραδείγματα αυτής της καταστρατήγησης, υπάρχουν μόνο για να μας υποδείξουν ότι ε ναι, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Ασφαλώς και δεν είμαστε όλοι ίδιοι.

Και η διαφορά μας εδραζεται με βεβαιότητα στην προσωπική ηθική του καθένα, αλλά και στην ηθική του Μέσου που εκπροσωπούμε.
Ίσως ο δρόμος νάναι μακρύς, ίσως κι αδιάβατος, ποιος να ξέρει; Με τη μικρή συνεισφορά μας όμως ο καθένας, με τη γραφή, τη στάση, τη δημόσια εικόνα μας, μπορούμε να δημιουργησουμε θυλακες αντιστασης, να στήσουμε μικρά αναχωματα στη βία των ΜΜΕ.

Είναι νομίζω θέμα αυτοσεβασμού πριν απ’ όλα και αμφισβήτησης όχι μόνο της εξουσίας που ασκούν οι ιδιοκτήτες των Μέσων αλλά και κυρίως, της εξουσίας που ασκούμε εμείς οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι”

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το