Άρθρα

Εκφάνσεις δογματισμού

Του Δημήτρη Σιάτρα

προλεγόμενα
Στην παρούσα αναφορά, ο όρος «δογματισμός» χρησιμοποιείται με την έννοια της αξιωματικής διατύπωσης και διδασκαλίας μιας αλήθειας που δεν επιδέχεται θεωρητικές αμφισβητήσεις και αλλοιώσεις.
Ο δογματισμός αποτελεί μια νοητική στάση που στηρίζεται σε γνωσιολογικά δεδομένα θεωρούμενα ως αληθή, αναλλοίωτα και αμετάθετα. Αποκλείει, ως εκ τούτου, την ανάγκη ελέγχου της ορθότητας των στοιχείων αυτών, την οποία θεωρεί δεδομένη μια για πάντα. Επομένως, ο δογματισμός δεν έχει ως βάση μια επιστημονική διάγνωση (που κι αυτή άλλωστε θα υπέκειτο σε περατότητα) ούτε κάποιες εμπειρικές επαληθεύσεις (που κι αυτές συναρτώνται προς μεταβλητές συνθήκες), αλλά την πίστη.
Είναι πρόδηλο ότι ο δογματισμός συνίσταται στην απόδοση μιας απόλυτης και κυρίαρχης αξίας στο δόγμα, το οποίο δεν προσαρμόζεται στις εκάστοτε εξελίξεις και μεταβλητότητες της ζωής, αλλά, αντίθετα, αξιώνει την προσαρμογή της ζωής στις δικές του παραδοχές και ρυθμίσεις. Κάποιες μικρές συγκαταβάσεις του δογματισμού, που δεν αφίστανται βέβαια της βασικής του ιδέας, γίνονται για την επιβίωση του ίδιου μέσα στις σύγχρονες πραγματικότητες.
Προνομιακοί τομείς του δογματισμού είναι: Ο θρησκευτικός και ο ιδεολογικό – πολιτικός.

θρησκευτικός τομέας – γενικοί όροι
Η θρησκευτική πίστη είναι πάντοτε θεμελιωμένη σε μια μεταφυσική παραδοχή που προβάλλει ως έρεισμα μια «εξ αποκαλύψεως αλήθεια». Κατά τη σχετική παρατήρηση του I. Kant: «… η ροπή προς την πίστη σε θρησκευτικούς νόμους… πρέπει να συμπληρώνεται από μια θεϊκή νομοθεσία που δεν μπορεί να γνωσθεί με τον Λόγο, αλλά χρειάζεται την αποκάλυψη»1. Ως εκ τούτου, η διδασκαλία σχετικά με το θέλημα του Θεού, οι εκφράσεις της πίστεως και οι τρόποι άσκησης της θείας λατρείας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία δεκτικά μεταβλητότητας, αλλά αποκρυσταλλώνονται σε σταθερές και αναλλοίωτες θρησκευτικές εκδηλώσεις και διαδικασίες. Τα δεδομένα αυτά βρίσκονται στην αφετηρία διερεύνησης της σύστασης κάθε θρησκευτικού δόγματος.
Τα θρησκευτικά δόγματα αποτελούν αποκρυσταλλωμένες θρησκευτικές ιδέες, που εκφέρονται με «πανηγυρικούς τύπους» και αφορούν τους πιστούς που συγκροτούν, κατά περίπτωση, την οικεία θρησκευτική κοινότητα.2
Το θρησκευτικό δόγμα υπαγορεύει στους πιστούς του ορισμένη θρησκευτική συμπεριφορά. Κάποια θρησκεύματα αξιώνουν την αυστηρή τήρηση των αρχών του δόγματος και εκδηλώνουν δυσανεξία προς τις ελαστικές εφαρμογές των αρχών αυτών και προς τις φιλελεύθερες θρησκευτικές αντιλήψεις. Πάντως, ουσιώδη ζητήματα αποτελούν: α. η θρησκευτική αλήθεια και η σχέση της προς την επιστήμη, και β. η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης.

θρησκευτική αλήθεια και φυσική επιστήμη
Η θρησκεία θεμελιώνεται σε μια «εξ αποκαλύψεως αλήθεια». Συνεπώς, θεωρείται ότι το θρησκευτικό δόγμα εκφράζει μια αμετάβλητη αλήθεια, η οποία δύσκολα μπορεί να συναρμοσθεί με τις μεταβαλλόμενες κάθε φορά επιστημονικές παραδοχές. Στη φυσική επιστήμη, α. η γνώση της αλήθειας επιδιώκεται κάθε φορά με την παρατήρηση και το πείραμα, β. οι διαπιστούμενες κανονικότητες των λειτουργιών της φύσης αναγνωρίζονται ως θεμελιώδεις νόμοι του κόσμου, και γ. οι επιστήμονες ακολουθούν πάντοτε τη νέα διάγνωση, όταν αυτή ανατρέπει την παλιά παραδοχή.

ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης
Η εκκλησία είναι μια «ελεύθερη και εκούσια κοινωνία» ανθρώπων που συναθροίζονται για να λατρεύσουν από κοινού τον Θεό. Αυτό το νόημα της εκκλησίας φαίνεται να αποδίδει και η ρήση του Ιησού: «όπου γαρ εισίν δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»3. Σ’ αυτή την κοινωνία, η προσχώρηση, όπως και η αποχώρηση, εννοείται ότι είναι ελεύθερη. Η πολιτική εξουσία έχει το χρέος να προστατεύει το υπάρχον θρησκευτικό φρόνημα των πολιτών, αλλά δεν δικαιούται να επιβάλει σ’ αυτούς ορισμένο θρησκευτικό δόγμα ή ορισμένον τύπο θρησκευτικής λατρείας. Κατά τον λόγο του J. Locke: «Ο Θεός δεν φαίνεται να έδωσε ποτέ σε μερικούς ανθρώπους την εξουσία να εξαναγκάζουν τους άλλους να ασπαστούν τη δική τους θρησκεία». Το συνεκτικό στοιχείο και η δύναμη μιας αληθινής θρησκείας είναι η πίστη4.
Με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης συναρτάται και η ανεξιθρησκία, η οποία συνίσταται στην αναγνώριση του δικαιώματος κάθε ανθρώπου να διατηρεί και να εκφράζει ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Πνευματικές και αγωνιστικές προσπάθειες αιώνων κατέληξαν στις γνωστές πολιτικές διακηρύξεις που αναγνώρισαν την ελευθερία αυτή ως προστατευόμενο δικαίωμα του ανθρώπου. Εντυπωσιακός, από άποψη λογικής ακρίβειας και αρτιότητας, είναι ο ορισμός της ανεξιθρησκίας από τον J. Locke: «αμοιβαία θρησκευτική ανοχή ανάμεσα στα άτομα και στις επί μέρους εκκλησίες».5

ιδεολογικο-πολιτικός τομέας
Η κοινωνικο-πολιτική ιδεολογία σχηματίζεται στη βάση μιας αξιολογικής θεώρησης του κοινωνικού είναι. Συστατικά στοιχεία της είναι: η εκτίμηση των δεδομένων της κοινωνικής ζωής, η κατανόηση της δυναμικής των παραγόντων που τη διαμορφώνουν και η σχετική φιλοσοφική παραδοχή, ως στοιχείο καθορισμού αξιών και σχηματισμού οράματος.
Η συγκρότηση της ιδεολογίας αυτής απαιτεί κοινωνική εμπειρία, λογική ανάλυση και επιστημονική εκτίμηση του ιστορικού υλικού, καθορισμό του πρακτέου για τον άνθρωπο ως κοινωνική οντότητα, κατάρτιση οργανωτικού σχεδίου των κοινωνικών σχέσεων και λειτουργιών, καθορισμό επίσης του μέσου και του τρόπου εφαρμογής του σχεδίου αυτού. Ασφαλώς, η αποδοχή μιας κοινωνικο-πολιτικής ιδεολογίας ισοδυναμεί με πρόκριση ενός τρόπου ζωής για τον άνθρωπο, μιας μορφής των ανθρώπινων σχέσεων και μιας ιθύνουσας ρύθμισης των απρόσωπων κοινωνικών λειτουργιών.

Η κοινωνικο-πολιτική ιδεολογία στέκεται απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα ως εποπτική θεώρηση και ως έκφραση ενός επιθυμητού που καθορίζεται μονομερώς από την ίδια, με ταυτόχρονη υπόδειξη ενός οργανωτικού σχεδίου δράσεων και εφαρμογών για την υλοποίησή του. Όταν η κοινωνικο-πολιτική ιδεολογία προβάλλει ως καθαρή αξίωση που δεν επιδέχεται θεωρητικούς μετριασμούς ούτε αποδέχεται τη συνύπαρξή της με άλλες (διαφορετικές) αρχές ρυθμιστικές της ίδιας ύλης, τότε αποτελεί γνήσια μορφή δόγματος.
Ιδεολογικο-πολιτικός δογματισμός είναι η έκφραση της αντίληψης ότι μια ορισμένη κοινωνικοπολιτική θεωρία κατέχει την απόλυτη αλήθεια του αντικειμένου της και ότι όλες οι ρυθμίσεις της ανθρώπινης ζωής πρέπει να γίνονται με βάση την αλήθεια αυτή, όπως τη θέτει και όπως προδιαγράφει την υλοποίησή της η συγκεκριμένη θεωρία. Η μονολιθικότητα της αντίληψης αυτής αναζητά έρεισμα στην αναγνώριση της ύπαρξης ενός κυρίαρχου αιτίου κάθε ιστορικής πρόβασης, ανεξάρτητα από τις παρέμβλητες συνθήκες που δημιουργούνται από άλλα – κρινόμενα ως δευτερεύοντα – αίτια κοινωνικών διεργασιών.

Εντούτοις, η ιστορική εμπειρία οδηγεί στην παραδοχή ότι η εξελικτική πορεία της ιστορίας δεν κατευθύνεται μόνο από έναν κυρίαρχο παράγοντα της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, αλλά από μια πλειάδα ετερογενών και ανισοδύναμων παραγόντων της ζωής αυτής.6 Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι μια ανθρώπινη κοινωνία κατατέμνεται με τις επιλεκτικές καθιερώσεις αξιών και με τους ποικίλους τρόπους ζωής των ανθρώπων. Οι πολλαπλοί τρόποι ζωής, που αντιπροσωπεύουν για τα άτομα αντίστοιχα πρότυπα, εμποδίζουν τη δημιουργία ενιαίου προτύπου ως στοιχείου κοινωνικής συνοχής.

Οι κοινωνικο-πολιτικές ιδεολογίες μοιάζουν με σχέδια επί χάρτου, που δεν έχουν άμεση σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ζωής. Καταρτίζουν θεωρητικά κοινωνικοπολιτικά σχέδια, με πλήρη αγνόηση του ανθρωπολογικού στοιχείου, με αδυναμία προδιάγνωσης των μελλοντικών ιστορικών εκβάσεων και με προοπτική αιωνιότητας. Το τελευταίο αυτό αγνοεί προκλητικά τη γνωστική και εμπειρική σταθερά ότι οι κοινωνικές σχέσεις και οι συνακόλουθες πολιτικές προσαρμογές διαμορφώνονται στη βάση των διαρκώς εξελισσόμενων επιστημονικών, τεχνολογικών και παραγωγικών μέσων του ανθρώπου. Επομένως, καμιά κοινωνικο-πολιτική φόρμα δεν μπορεί να ισχύσει μια για πάντα. Αργά ή γρήγορα, η ιστορική πραγματικότητα την αρχειοθετεί στον χώρο των μη εκπληρώσιμων επιθυμιών, με την ετικέτα της ουτοπίας.

αντί συμπεράσματος
Απέναντι στο δόγμα, ο άνθρωπος παρίσταται ως συνείδηση. Το στέλεχος αυτό, που συντίθεται από θεμελιακές προσλαμβάνουσες, αποτελεί την υποδομή της νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου και συγχρόνως συνιστά την πεμπτουσία της πνευματικής του υπόστασης.
Η συνείδηση αντιπροσωπεύει τη βαθύτερη γνώση του υποκειμένου σχετικά με τον εαυτό του, με τους άλλους και με τον φυσικό κόσμο. Αυτή στηρίζει την ικανότητα του ατόμου να διακρίνει τις ηθικές αξίες και απαξίες, θεμελιώνει δε και την απόφασή του να ενταχθεί θεληματικά σ’ ένα χώρο ιδεών. Με το στέλεχος αυτό, ο άνθρωπος προσχωρεί ή όχι στο οικείο σύστημα ιδεών, αρχών – αξιών, υποδειγμάτων συμπεριφοράς και τελικών βλέψεων του δόγματος.
Είναι πρόδηλο ότι η ευστάθεια ενός δόγματος δεν εξασφαλίζεται με τη δύναμη μιας εξωτερικής επιβολής, αλλά με τη στερέωση του δόγματος στην ανθρώπινη συνείδηση. Σαφώς, η έκταση και η διάρκεια ισχύος ενός δόγματος συναρτώνται προς τον αριθμό των πιστών. Απέναντι στην πολλαπλότητα και την προβληματική των δογμάτων δεν διαγράφεται άλλη λύση, εκτός της υποθετικής ύπαρξης ενός πλαισίου κοινών παραδοχών εκ μέρους όλων των συνειδήσεων. Εφόσον αυτό δεν μπορεί να υπάρξει, τα σχετικά προβλήματα του ανθρώπου θα μένουν πάντοτε άλυτα.

Σημειώσεις
1. I. Kant, Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνον, μτφ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα 2007, σελ. 196.
2. Πρβλ. I. Kant, όπ. π., σελ. 269.
3. Ματθαίος, 18, 20.
4. Πρβλ J. Locke, Επιστολή για την ανεξιθρησκία, μτφ. Γ. Πλάγγεσης, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 133, 135 επ.
5. J. Locke, όπ.π., σελ. 147.
6. Πρβλ. Π. Κονδύλη, Συνέντευξη στο περιοδ. ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 384/1998, σελ. 3-4.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το