Πολιτισμός

Εκδήλωση-συζήτηση με τον ποιητή Γ. Ψάλτη: «Αναπόφευκτος και ατελεύτητος ο πραγματικός έρωτας. Τα άλλα λήγουν»

Ο Γιώργος Ψάλτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Η πρώτη του ποιητική συλλογή («Επιστροφή στην ενιαία χώρα», εκδόσεις Ίκαρος, 2008) περιλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2009 του περιοδικού «Διαβάζω». Η εκδήλωση – συζήτηση μεταξύ των ποιητών Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και Γιώργου Κ. Ψάλτη, που θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 13 Μαΐου και ώρα 7.30 μ.μ. στον χώρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βόλου (Μικρασιατών 81, κτίριο Σπίρερ), στάθηκε αφορμή για τη συνομιλία που ακολουθεί. Η εκδήλωση γίνεται με την υποστήριξη του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Μαγνησίας και συντονίζει η δημοσιογράφος Ροσσάνα Πόπωτα.

Συνέντευξη: Χαριτίνη Μαλισσόβα

Έχετε εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές σε μια δεκαετία. Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί να γράφετε;
Αυτό που μου μαθαίνει η ποίηση, και όταν γράφω ποιήματα και όταν διαβάζω, είναι να λέω ακριβώς αυτό που εννοώ. Την αλήθεια. Όσο κι αν πονάει. Με τρόπο αποδεκτό σε συνομιλητές και αναγνώστες.

Η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή σας έχει τον τίτλο «Εσένα». Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια;
Είναι η αφήγηση ενός άντρα που προσπαθεί να διαχειριστεί έναν έρωτα που του συμβαίνει ενώ είναι σε μία σχέση. Η πραγματικότητα και το ιδεατό. Και η δυσκολία να το ζήσει. Για χίλιους-δυο λόγους που έρχονται από τα χρόνια του τα παιδικά και τα επόμενα. Αλλά και επειδή το ιδεατό είναι δημιούργημα αναγκών του. Ο πραγματικός έρωτας, ο Έρως με έψιλον κεφαλαίο, είναι αναπόφευκτος και ατελεύτητος. Τα άλλα είναι πόθοι, καψούρες, λαγνείες και λοιπά. Λήγουν.

Υπάρχουν όρια στη χρήση απαγορευμένων λέξεων στον ποιητικό λόγο;
Όχι βέβαια. Θα ήταν αυτολογοκρισία. Το ζητούμενο είναι να χρησιμοποιούμε τις λέξεις που αποδίδουν σαφέστερα αυτό που θέλουμε να πούμε. Είναι μερικά πράγματα που είτε τα γράφεις όπως είναι είτε δεν τα λες καθόλου. Τα ενδιάμεσα είναι στέγνια. Και υποκρισία. Είναι σαν κάτι παλιές ταινίες στις οποίες βλέπουμε δύο ανθρώπους που έχουν κάνει έρωτα και μετά σηκώνεται ο ένας να πάει στο μπάνιο και είναι τυλιγμένος με το σεντόνι. Όχι επειδή ντρέπεται τον εραστή, αλλά επειδή το γυμνό θεωρούνταν στον τότε κινηματογράφο ανήθικο. Πλέον στις ταινίες είτε βλέπουμε το γυμνό είτε κόβεται το πλάνο και η ταινία συνεχίζει με το επόμενο. Το σεντόνι είναι ψέμα. Ούτε η γύμνια απαγορεύεται ούτε καμία λέξη.

Τι σας γοητεύει περισσότερο στη μικρή, ποιητική φόρμα;
Συχνά μού εύχονται «άντε, και μυθιστόρημα». Να σας πω το εξής. Οι σημειώσεις μου για το «Εσένα», το προσχέδιο, ήταν κάπου τετρακόσιες σελίδες. Έσβηνα, έσβηνα, το βιβλίο βγήκε εβδομήντα. Είχα υλικό για μυθιστόρημα ή έστω νουβέλα. Όμως η πρόκληση για μένα ήταν να μπορέσω να αφηγηθώ μία ιστορία σε ποιητική μορφή. Και χαίρομαι πολύ, με τιμά, η αποδοχή του βιβλίου.

Η δική μου ανάγνωση διακρίνει στοιχεία Α. Εμπειρίκου σε σύγχρονη μορφή…
Σας ευχαριστώ. Έχω την εντύπωση πως ο Εμπειρίκος είχε πρόθεση να σοκάρει, να ταράξει. Μαζεύονταν τότε οι παρέες της Γενιάς του ’30 και τους διάβαζε τον άκρως σεξουαλικό «Μέγα Ανατολικό». Σε μία εποχή που δεν υπήρχαν καν πορνοπεριοδικά. Εγώ, στο «Εσένα», προσπάθησα να έχει ο αναγνώστης την αίσθηση ότι κοιτάζει κρυφά, από την κλειδαρότρυπα, τον αφηγητή να μονολογεί, να μιλάει στη γυναίκα με την οποία έχει μόνιμη σχέση για τον έρωτα που του έχει συμβεί. Ε, όταν μονολογούμε, δεν αυτολογοκρινόμαστε. Εκτός αν πρόθεσή μας είναι να θολώσουμε την αλήθεια.

Ποιοι ποιητές ή ποιες συνθήκες ήταν αφορμή για να ασχοληθείτε με τον ποιητικό λόγο;
Το πρώτο βιβλίο που με συγκλόνισε ήταν το «La Vita Nuova», «Η Νέα Ζωή», του Ντάντε. Σε ένα μάθημα για τους απραγματοποίητους έρωτες στη Λογοτεχνία, που πήρα ως επιλογή όταν σπούδαζα. Με καθόρισε αυτός ο έρωτάς του για τη Βεατρίκη. Άρχισα να γράφω ποιήματα, σταματούσα, ξανάρχιζα. Γύρω στα τριάντα μου άρχισα να γράφω πιο συστηματικά. Αλλά δεν είχα ιδέα ότι τα γραπτά μου άξιζαν να δημοσιευθούν. Τυχαία έγινε αυτό. Όταν ήμουν 38. Επειδή επέμεινε μία φίλη.

Τι απαντάτε σε όσους θεωρούν εύκολη μορφή λογοτεχνικού είδους την ποίηση;
Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο. Για ποιήματα, ναι. Το καταλαβαίνω. Αλλά ποίηση δεν είναι καθόλου εύκολο να γραφτεί. Η ποίηση προτείνει ένα κόσμο. Ίσως στιγμιαία συγκίνηση, ίσως επιρροή ζωής. Τα περισσότερα ποιήματα δεν είναι ποίηση. Δεν ισχύουν ως ποίηση στον αναγνώστη. Χιλιάδες αυτοπροσδιορίζονται ως ποιητές. Προσωπικά, δεν το έχω κάνει. Συγγραφέας δηλώνω. Διότι, αν αυτά που γράφω δεν ισχύουν για τους αναγνώστες ως ποίηση, γιατί εγώ είμαι ποιητής; Μου θυμίζει κάτι παλαβούς που συστήνονται ως φιλόσοφοι.

Στο διαδίκτυο αναρτώνται – καθημερινά – ποιήματα. Θεωρείτε ότι η κοινωνική δικτύωση έχει δημιουργήσει μια σύγχυση στο αναγνωστικό κοινό σχετικά με την ποιότητα του ποιητικού λόγου;
Αναρτώνται επίσης εκατομμύρια φωτογραφίες. Δεν νομίζω ότι προκαλούν σύγχυση για την ποιότητα της τέχνης της φωτογραφίας. Κι όπως η φωτογραφία που βγάζει κάποιος το φαγητό που τρώει και το αναρτά δεν αποτελεί τέχνη, έτσι και τα περισσότερα ποιήματα που αναρτώνται δεν είναι ποίηση. Ελάχιστα από αυτά θα ενδιαφέρουν σε πέντε ή σε πενήντα χρόνια. Πάντως, βρίσκω στα κοινωνικά δίκτυα υπέροχα ποιήματα που αλλιώς μάλλον δεν είχα συναντήσει ποτέ. Νομίζω είναι καλό αυτό που γίνεται. Ο καθένας έχει τα φίλτρα του και διαβάζει αυτά που θέλει. Και είναι πιο πιθανό να φτάσει κάποιος να διαβάσει καλή λογοτεχνία αν έχει διαβάσει έστω κακή, παρά άμα δεν έχει διαβάσει τίποτε.

Ποια ποιήματα θεωρείτε ότι θα έχουν διάρκεια και θα διαβάζονται και στο μέλλον;
Αυτά που λένε με τον βέλτιστο τρόπο, κάτι που πάντα ίσχυε και πάντα θα ισχύει. Ξέρετε, υπάρχει μία τεράστια παρεξήγηση, όταν λέμε «διαβάζω ποίηση», δεν σημαίνει ότι μας αρέσουν όλα τα ποιήματα. Σημαίνει ότι έχουμε βρει τις ποιήτριες και τους ποιητές που μας ταιριάζουν. Και τους διαβάζουμε, και λίγο μάς αλλάζουν τον κόσμο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το