Πολιτισμός

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ντίνου Ηλιούπουλου

Η αξεπέραστη ευγένεια του, ο τρόπος που έχανε τα λόγια του, η αέρινη κίνηση του Ντίνου Ηλιόπουλου, γοητεύουν γενιές και γενιές μέσα από τις ταινίες του. Πελοποννήσιος στην καταγωγή, ο σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1915, στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορας και μετά την οικονομική καταστροφή που υπέστη από το κραχ του 1929 αναγκάστηκε να μετακομίσει μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) στη Μασσαλία, όπου o μικρός Ντίνος γράφτηκε στο Δημοτικό και τελείωσε το σχολείο πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο
Λυκείου. Είναι γνωστή η μεγάλη ευχέρεια που είχε ο ηθοποιός στη γαλλική γλώσσα που είχε γίνει η πρώτη του γλώσσα.

Σε ηλικία 20 ετών, το 1935, ο Ντίνος Ηλιόπουλος επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και γράφτηκε στο «Berkshire High Commercial School», που υπήρχε τότε στην Αθήνα, για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.Αφού πήρε το πτυχίο του υπηρέτησε τη θητεία του στο στρατό, όμως η απόλυσή του, συνέπεσε με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου του 1940 κι έτσι ξαναντύθηκε στο χακί.

«Απ’ τη μια μεριά, λοιπόν, η είσοδος των ναζί στην Αθήνα, με κείνες τις πράσινες μοτοσικλετοκίνητες στολές, ενός πράσινου που έγερνε προς το ηπατικό, που προς τιμή της Πατησίων και της όλης διαδρομής, μόνο θεόκλειστα παντζούρια τους υποδέχτηκαν.

Συνηθισμένοι, καλομαθημένοι οι Γερμανοί να τους υποδέχονται στις άλλες χώρες με λουλούδια, θα αισθάνθηκαν σαν στο προσκήνιο ενός θεάτρου, που ένας αφηρημένος αρχιτέκτονας θα ‘χε βάλει τα καθίσματα της πλατείας ανάποδα, πλάτη στη σκηνή.

Κι απ’ την άλλη μεριά η μεγάλη Νηστεία του αιώνα, οι νηστικές ταξιαρχίες των Ελλήνων με τα γόνατα να παίζουν καστανιέτες από το κρύο και την αφαγία, να τρέχουν μ’ ένα άδειο τενεκεδάκι από κουάκερ, για να το γεμίσουν με οτιδήποτε τσίμα – τσίμα τρωγόταν. Ενώ οι άλλοι μισοί στα μπλόκα, στις φυλακές και στα στρατόπεδα περίμεναν στην γκαρνταρόμπα να ξεκρεμάσουν τα φωτοστέφανά τους» είχε γράψει ο Νίκος Ηλιόπουλος στην αυτοβιογραφία του για την γερμανική εισβολή στην Αθήνα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η ανάγκη για δουλειά ήταν μεγάλη. Όπως είχε πει ο ίδιος, ήταν η περίοδος που άλλαζε τις δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του», μέχρι που έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή τότε Βασιλικού Θεάτρου, απ’ όπου απορρίφθηκε. Είχε δώσει εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη και θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο στόμφο και το ανάλογο παράστημα. Τελικά πέρασε στη Σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη.Έκανε το θεατρικό ντεμπούτο του, το 1944, με το θίασο της κυρίας Κατερίνας, στο έργο του Λέο Λεντς, «Κυρία, σας αγαπώ». Αργότερα έπαιξε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν. Χαρακτηριστικά, ο Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για το νεαρό, τότε, Ηλιόπουλο: “Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!”.

Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Το κινηματογραφικό κοινό γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του του επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 και θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με πρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.

Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονταν η μία μετά την άλλη, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και έτσι, το 1963, ο Ηλιόπουλος δημιούργησε τη δική του θεατρική στέγη, στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης. Ανεβάσε κωμωδίες ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που έγιναν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες και μεταφέρθηκαν και στον
κινηματογράφο, όπως τα «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικό κέντρο ο Έρως», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα» . Μέσα από το θίασό του, αναδείχτηκαν καινούριες πρωταγωνίστριες όπως η Άννα Φόνσου, κι η Μάρω Κοντού. Κάποιο διάστημα, έγινε συν-θιασάρχης με τον Μίμη Φωτόπουλο. Οι δύο καλλιτέχνες ανέβασαν έργα υψηλού επιπέδου.

Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει μία απολαυστική σκηνή από τα γυρίσματα της ταινίας, του Αλέκου Σακελλάριου “Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες”. Συμπρωταγωνιστής του στην ταινία ήταν ο Κώστας Χατζηχρήστος.

«Στο Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες” ο Χατζηχρήστος κι εγώ σε μια σκηνή πρέπει να πηδήξουμε απ’ το παράθυρο, για να το σκάσουμε από έναν υποτιθέμενο φονιά. Σκηνοθετεί ο συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος και μας δείχνει στην Μπουμπουλίνας ένα παράθυρο στο 2ο πάτωμα. “Από κει”, μας λέει. “Είστε;” Βέβαια οι πυροσβέστες από κάτω θα ήταν με τεντωμένο πανί. “Εντάξει”, του λέμε, “είμαστε”. Ανεβαίνουμε. Ένας πυροβέστης μας λέει: “Δεν είναι τίποτα. Να έτσι”. Και μας κάνει επίδειξη πώς να πέσουμε τεχνικά. Πηδάει και ακούμε ένα μπαμ κι ένα ωχ, αφού δεν κράταγαν αρκετά τεντωμένο το πανί οι συνάδελφοί του. “Ποιος θα πηδήσει πρώτος;” φωνάζει από κάτω ο Σακελλάριος. “Εγώ”, του φωνάζω, για να πάρω γρήγορα την κρυάδα. Ανεβαίνω στο περβάζι. “Έτοιμος;” φωνάζει ο οπερατέρ μας, ο άσος Ντίντης Καρύδης – Φουξ.

Βλέπω το χάος, τα πόδια μου τρέμουν. Γυρίζω στον Χατζηχρήστο: “Μωρέ Κώστα, φοβάμαι”, του λέω. Ο Κώστας κοιτάζει κάτω, βλέπει που όλο το Πολυτεχνείο είχε μαζευτεί να δει και μου λέει: “Τώρα εκτεθήκαμε, πέθανε! “Και πηδάω κι ακολουθεί κι εκείνος. Η σκηνή είχε πετύχει.»

Το 1964 παντρεύτηκε την Χίλντεγκαρντ, αυστριακής καταγωγής, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα.Παράλληλα με τις θιασαρχικές του δραστηριότητες, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έπαιξε με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, έργα του κλασσικού ρεπερτορίου. Επίσης συνεργάστηκε με τον Αλέξη Σολομό στο «Προσκήνιο». Το 1972, συμπρωταγωνίστησε με την Έλλη Λαμπέτη, στο μιούζικαλ «Γλυκιά Ίρμα» (Είχε προ υπάρξει κι’ άλλη συνεργασία με το θίασο Λαμπέτη – Χόρν, με το έργο: «Ένα ζευγάρι παπούτσια»).

Το 1974 έκανε μια περιοδεία σε 60 πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά, με τα έργα: «Ζητείται ψεύτης», του Δημήτρη Ψαθά και τις «Θεσμοφοριάζουσες», του Αριστοφάνη. Η περιοδεία κρατάει ενάμιση χρόνο, πρωτοφανές διάστημα για ελληνικό θίασο.

Έγραψε το μουσικό έργο «Κοντσέρτο για τρομπόνι» και «Γιάννης Τζόνι και
Ιβάν» καθώς και τα σατυρικά δοκίμια: «Προσδεθείτε» και «Ο Ντίνος στη χώρα των θαυμάτων». Επίσης, τη βιογραφία του, με τίτλο: «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος».

Έφυγε από τη ζωή, στις στις 4 Ιουνίου 2001, μετά από μακρά νοσηλεία σε διάφορα νοσοκομεία. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 6 Ιουνίου 2001 στο Α΄ Νεκροταφείο και στο μνήμα του υπάρχει μια πλάκα, που γράφει κατ’ απαίτησή του: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ».

Πηγή:protothema.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το