Άρθρα

Είναι το μάθημα της Μουσικής ο «φτωχός συγγενής» της ελληνικής εκπαίδευσης;

Της Αναστασίας Βασ. Παπαϊωάννου*, Μed

Πολλή συζήτηση έχει αρχίσει τις τελευταίες μέρες εν μέσω πανδημίας για το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις». Ο τίτλος αναμφισβήτητα δείχνει την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να δημιουργήσει ένα πιο ποιοτικό σχολείο, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των μαθητών του. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν να αναδύονται ερωτήματα όπως: Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει αυτό το σχολείο; Ποιες και τι είδους ανάγκες των μαθητών του πρέπει να εξυπηρετεί; Πρόκειται για ένα σχολείο που δίνει βαρύτητα και προτεραιότητα στην κατάκτηση ακαδημαϊκών γνώσεων; Πρέπει να είναι ένα σχολείο με ωρολόγιο πρόγραμμα, στο οποίο σχεδόν κάθε μέρα επαναλαμβάνονται διδακτικά αντικείμενα, που δεν διαθέτουν ιδιαίτερη ευελιξία στον τρόπο προσέγγισης της νέας γνώσης; Ή ο όρος αναβάθμιση παραπέμπει σε ένα σχολείο που δεν ευνοεί την παθητική παρουσία των μαθητών, αλλά που έχει ως βασική του επιδίωξη την πολυαισθητηριακή προσέγγιση της γνώσης, τη δημιουργία ενός ενεργητικού περιβάλλοντος μάθησης, τη βελτίωση και τον εμπλουτισμό του ημερήσιου προγράμματος τόσο της τάξης, όσο και του σχολείου με στόχο την αποτελεσματική μάθηση για όλους τους μαθητές (Στρογγυλός, 2010);

Οι σύγχρονες τάσεις της Παιδαγωγικής προβάλλουν την ανάγκη ενός «Σχολείου για όλους», δηλαδή ότι είναι ανάγκη να εγκαταλείψουμε τον παραδοσιακό ακαδημαϊκό τύπο σχολείου και να δημιουργήσουμε ένα σχολείο, το οποίο θα μπορεί να εναρμονιστεί με όλους τους τύπους μαθητών άριστους, μέτριους, με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (Σούλης, 2002) και όχι ένα που οδηγεί τους μαθητές σε αποτυχία, καθώς δεν τους παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα για μάθηση (Τζουριάδου, 1995).

Δυστυχώς ο μεγάλος απών σε όλη αυτήν την προσπάθεια αναβάθμισης του σχολείου είναι η μουσική που ως διδακτικό αντικείμενο έχει τη δύναμη να άρει τις όποιες ανισότητες (κοινωνικές, γνωστικές, φυλετικές, γλωσσικές, νοητικές κ.λπ.) και που συνδυάζει την ταυτόχρονη ανάπτυξη όλων των τομέων (γνωστικών, ψυχοκινητικών, συναισθηματικών, κοινωνικών) πέρα από το άγχος της σχολικής επίδοσης που μπορεί να οδηγήσει πολλά παιδιά στη σχολική ματαίωση.

Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Blacking, «τα παιδιά έχουν βιολογικά την ικανότητα, να αντιληφθούν, να νιώσουν και να εκφράσουν τους οργανωμένους ήχους, που αποτελούν μια μουσική». Από την άλλη, ο Gardner στην περίφημη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης συμπεριέλαβε και τη μουσική νοημοσύνη ως μια εκ των οκτώ που είναι απαραίτητες για την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού. Πρόκειται επομένως όχι για «εκπαίδευση στη μουσική», αλλά κυρίως για «εκπαίδευση μέσω της μουσικής», όπου το παιδί δεν καλείται απλά να έχει επιδόσεις σε κάποια καινούργια μορφή εκπαίδευσης και να αποκτήσει βασικές γνώσεις γύρω από τα διάφορα θέματα, αλλά να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του και να λάβει τον εαυτό του υπόψη ως όλο και ως μέρος ενός αδιάσπαστου όλου, ιδιαίτερα μέσα από την ενεργή συμμετοχή του ομαδικές μουσικές δραστηριότητες (Καρτασίδου, 2004).

Παράλληλα, μέσω της Μουσικής ενισχύονται πολλοί μη μουσικοί στόχοι όπως: Η λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία, η ενίσχυση των κινητικών δεξιοτήτων, η έκφραση των συναισθημάτων, η μείωση του άγχους, η ενεργοποίηση της φαντασίας και η ανάπτυξη όλων των αισθήσεων (Καρτασίδου, όπ.π.). Με άλλα λόγια, μόνο η μουσική προάγει την ανάπτυξη της πολυαισθητηριακής προσέγγισης του προγράμματος διδασκαλίας και μάθησης (Στρογγυλός, 2010) και διευκολύνει την ένταξη μαθητών, όπως αυτών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, των Ρομά ή των παιδιών προσφύγων και μεταναστών.

Ως εκ τούτου, και στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης του εν λόγω πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, στο άρθρο 3 αναφορικά με τη διαμόρφωση του νέου ωρολογίου προγράμματος στο Δημοτικό Σχολείο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξής παράμετροι:
1) Το μάθημα της μουσικής στο Δημοτικό συνάδει πλήρως με τις αρχές της Χάρτας του Λουξεμβούργου (1996), σύμφωνα με την οποία το σχολείο πρέπει να λειτουργεί, ώστε να μπορεί να φοιτά κάθε παιδί ανεξάρτητα από την όποια νοητική, σωματική, ψυχική κατάστασή του και να μαθαίνει να συνδημιουργεί αναγνωρίζοντας παράλληλα την αξία του «διαφορετικού» συμμαθητή (Σούλης, 2008).
2) Το μάθημα της Μουσικής υπηρετεί πλήρως την παιδαγωγική της ένταξη, δηλαδή στο σύνολο των διαπαιδαγωγητικών και μορφωτικών θεωρήσεων και πρακτικών, που έχουν ως βασικούς στόχους τον σεβασμό και την αναγνώριση του δικαιώματος της ετερότητας, την άρση των προκαταλήψεων και την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους (Σούλης, 2002). Ειδικά για την περίπτωση της αποδοχής και ομαλής ένταξης παιδιών προσφύγων και μεταναστών στο ελληνικό σχολείο από τη στιγμή που δεν έχουν πλήρως κατακτήσει σε αυτήν την ηλικία τη μητρική τους γλώσσα ούτε βέβαια τη γλώσσα της χώρας υποδοχής, δηλ. τα ελληνικά, η δυνατότητα της μη λεκτικής επικοινωνίας που προσφέρει η μουσική μέσα από δραστηριότητες, όπως οι μουσικές ακροάσεις και κατασκευές ή η μουσικοκινητική αγωγή, αποτελεί το μοναδικό μέσο, ώστε να γίνουν ενεργοί μαθητές και σταδιακά να ενταχθούν στο σχολικό περιβάλλον αξιοποιώντας τη μόνη γλώσσα που είναι κατανοητή από όλους, δηλαδή τη γλώσσα της μουσικής.
3) Υποστηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους τις πολιτιστικές δράσεις του σχολείου είτε στις καθιερωμένες γιορτές ή στα ευρωπαϊκά προγράμματα ERASMUS και COMENIUS συμβάλλοντας στο άνοιγμα του σχολείου προς την κοινωνία εντός και εκτός της χώρας μας. Λόγω όμως του γεγονότος ότι το μάθημα της Μουσικής διδάσκεται μόνο μια ώρα την εβδομάδα, οι εκπαιδευτικοί μουσικής είναι οι μόνοι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που υπερβαίνουν κατ’ εξακολούθηση κατά πολύ το εργασιακό και διδακτικό τους ωράριο χωρίς οικονομική αποζημίωση με μόνο κίνητρο το φιλότιμό τους.
4) Το μάθημα της Μουσικής είναι το μοναδικό μάθημα ειδικότητας που υποβαθμίστηκε πριν από 16 χρόνια λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 με την αφαίρεση δυο διδακτικών ωρών από το ωρολόγιο πρόγραμμα για να καλυφθούν έκτακτες εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίες ουδέποτε επιστράφηκαν, παρά τις διαβεβαιώσεις των υπευθύνων.

Η επαναφορά αυτών των ωρών στο εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού Σχολείου και η περαιτέρω αναβάθμιση του μαθήματος της Μουσικής κρίνεται αναγκαία, καθώς συμβαδίζει με τις αρχές του οικουμενικού σχεδιασμού (Ν. 4074/2012, άρ. 24, παρ. ε) που υποστηρίζει τον σχεδιασμό/προσαρμογή του αναλυτικού προγράμματος, ώστε να επιτυγχάνεται η πρόσβαση στους στόχους και τις δραστηριότητές του σε όλα τα παιδιά και όχι σε μια συγκεκριμένη ομάδα μαθητών (Στρογγυλός, 2010).
Αν, λοιπόν, επιθυμούμε να αναβαθμίσουμε ποιοτικά την παρεχόμενη εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο, ώστε να εξυπηρετεί πραγματικές εκπαιδευτικές ανάγκες όλων ανεξαιρέτως των μαθητών, ήρθε η ώρα να αναβαθμίσουμε τον ρόλο του μαθήματος της Μουσικής, δίνοντάς του επιτέλους τη θέση που του αξίζει στο ωρολόγιο πρόγραμμα.
Βιβλιογραφία: Καρτασίδου, Ε. (2004). Μουσική εκπαίδευση στην ειδική παιδαγωγική. Αθήνα: Τυπωθήτω. Σούλης, Σ.Γ. (2008). Ένα σχολείο για όλους (τόμος Β’). Αθήνα: Gutenberg. Στρογγυλός, Β. (2010). Η πολυαισθητηριακή προσέγγιση του προγράμματος διδασκαλίας και μάθησης: Μια βασική ενταξιακή προσέγγιση. Στο: Ν. Πολεμικός, Μ. Καΐλα, Ε. Θεοδωροπούλου, Β. Στρογγυλός (επιμ.), Εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες (σελ. 249-268). Αθήνα: Πεδίο. Τζουριάδου, Μ. (1995). Παιδιά με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες. Θεσσαλονίκη: Προμηθεύς.

*Η Αναστασία Βασ. Παπαϊωάννου είναι εκπαιδευτικός μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών στις «Σπουδές στην Εκπαίδευση» του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το