Τοπικά

«Έφυγε» ο Στ. Ζερμπίνος, τελευταίος επιζών της σφαγής της Δράκειας

 

«Έφυγε» σε ηλικία 92 ετών ο τελευταίος επιζών της σφαγής της Δράκειας στις 18 Δεκεμβρίου του 1943. Ο Σταύρος Ζερμπίνος πέθανε προχθές και κηδεύτηκε χθες στη Δράκεια.

Ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων μετέφερε στη «Θ» με τη συγκλονιστική του περιγραφή τις δραματικές ώρες που έζησε το χωριό εκείνη την αποφράδα μέρα που πέρασε το κατώφλι της Ιστορίας και η θυσία των κατοίκων της καταγράφηκε στον ατελείωτο κατάλογο του Εθνικού μας Μαρτυρολογίου.

Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Δρακειώτες στο κεντρικό κοινοτικό καφενείο της κάτω πλατείας. Ήταν μια ατελείωτη νύχτα. Είχαν πάρει απόφαση να τους εκτελέσουν. Λίγο πριν αρχίσει η εκτέλεση απελευθερώνουν 7 μικρά παιδιά. Ανάμεσά τους ήταν και ο 13χρονος τότε Σταύρος Ζερμπίνος που θυμάται:
«Κάποια φορά μπήκε ένας Γερμανός μέσα. Δεν τον είχαμε ξαναδεί όλη τη νύχτα αυτόν. Ένας ψηλός, στέκεται στη μέση, μας κοιτάζει εκεί. Είχε το αδιάβροχο, εκείνο το αδιάβροχο μ’ έχει μείνει. Ξεκουμπώνει το αδιάβροχο εδώ και το ρίχνει πάνω στις καρέκλες και φάνηκαν μέσα οι σημαίες, οι σταυροί, τ’ αστέρια… Ήταν πράγματι ένα άγαλμα, αλλά η ψυχή του ήταν μαύρη. Βλέπει τον καφετζή ο Γιώργος ο Θεοδώρου, έκανε το κορόιδο εκεί, στεκόταν πίσω εκεί απ’ έκανε τους καφέδες. Αυτός παρακινούσε εκεί, έλεγε να φύγουμε, να πέσουμε πάνω στα πολυβόλα, ήταν έτσι, φαινόταν να έχει ψυχή. Τον πιάνει ο Γερμανός, τον παίρνει από τον γιακά, το είδα αυτό εγώ ο ίδιος, τον έσπρωξε, τον κτύπησε, τον έφερε μέσα στους άλλους.
Πιο κάτω καθόταν ο Πρωτεσίλαος ο Μιτζέλος. Αυτός ήταν έμπορος, είχε αποθήκη εδώ στην Αγριά, έκανε εμπόριο ελιές και είχε χαρτί απ’ τους Γερμανούς να κυκλοφορεί το εμπόρευμα ελεύθερα. Έρχεται αυτός ο Γερμανός εκεί, του παίρνει το χαρτί, το ‘δε, το ‘σκισε και το πέταξε και τον έσπρωξε κι αυτόν. Λέω, πάθε, θα μας σκοτώσουν, θα μας σκοτώσουν. Έκλαιγα, καθόμουν κοντά σε μια πόρτα, όχι σ’ αυτή που μπαινόβγαιναν, μπροστά μου είχα τον Νίκο τον Τζαμτζή, έκλαιγα και μ’ έλεγε «μην κλαις», ενώ έκλαιγε κι αυτός, μ’ έλεγε «μη κλαις, μη φοβάσαι». Έλεγα μέσα μ’ θα σκοτώσουν αυτόν, ίσως γλιτώσω εγώ, αφού είμαι πίσω τ’ όνειρα.
Ήταν κι άλλοι απ’ έλεγαν να κάνουμε, να φύγουμε όλοι μαζί. Πολλοί λέγαν «όχι», πολλοί λέγαν «όχι δεν θα μας κάνουν τίποτε». Θυμάμαι τότες είπε ο Κώστας ο Δούκας, «ας μας σκοτώσουν, θα ζήσουν τα παιδιά μας». Αυτή την κουβέντα την άκουσα εγώ από τον Κώστα τον Δούκα.

«Να φύγουν τα παιδιά,να βγουν όλα έξω…»
Φώναξαν τον Μιχόπουλο κάποια φορά, τον λένε, τον μίλησαν και τον λεν: «να φύγουν τα παιδιά, να βγουν τα παιδιά όλα έξω». Παρουσιαστήκαμε εφτά. Ήμασταν εφτά παιδιά μέσα. Βγαίνουμε εκεί και του είπαν «να πάνε σε ένα σπίτι εδώ κοντά, δεν θα πάνε μακριά, όλα μαζί θα πάνε, σε ένα σπίτι». «Πού να πάμε; Να πάμε στου Κανάρη του Σταμάτη». Αλλά προτού φύγουμε εκεί, αυτού γινόταν τον Γιάννη να τον κρατήσουν, να μην το κρατήσουν.
Και ένας πατέρας, του Κανάρη του Σταμάτη ο πατέρας, τον φώναξε και τον έδωσε το ρολόι και κάτι άλλο και τον είπε «να γίνεις καλό παιδί, να ακούς τ’ μάνα σου».
Φύγαμε, σηκωθήκαμε φύγαμε όλοι μαζί, αλλά δεν μας δείξανε εμπιστοσύνη, ήρθαν τρεις Γερμανοί πίσω μας με ένα πολυβόλο.
Πίσω μας και οι Γερμανοί, πηγαίναμε εμείς, πίσω μας οι Γερμανοί. Δεν μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Καθήσαμε έξω στην αυλή, αλλά η αυλή είχε μια μεγάλη αυλόπορτα, με αμπάρα κι είχε και τοίχο η αυλή, όπως παλιά και καθήσαμε από μέσα, πιάσαμε την πόρτα από την μέσα μεριά. Οι Γερμανοί βάλαν’ το πολυβόλο απάν’, μπροστά στην αυλόπορτα, στον δρόμο μέσα. Κοιτούσε προς τα πάνω, απ’ εκεί που ήρθαμε κοιτούσε το πολυβόλο.
Κάποια στιγμή άρχισε η εκτέλεση φαίνεται… Ακούγαμε μπαμ, μπαμ, μπαμ, μπουμ… Εμείς εκεί στην πόρτα. Άρχισε μετά, βάζαν τα πολυβόλα γύρω – γύρω. Στο μεταξύ έβαζε και αυτό το δικό μας. Έριχνε κι αυτό. Γιατί ρίχναν; Γιατί τις ρίχναν τόσες σφαίρες; Κράτησε αυτό μια ώρα, παραπάν’ θα κράτησε. Ποιος να την υπολογίσει την ώρα;
Έφτασα εκεί στα σκαλιά, μπροστά στου Σταμάτη, δυτικά της πλατείας. Εκεί βρήκα τον πρώτο σκοτωμένο, τον κοίταξα, τον γνώριζα. Λέω, κοίταξε, τριχιά κρατάει να πάει για κλαδί στο περιβόλι. Ήταν ο Θανάσης ο Θεοδώρου. Δεν κρατούσε τριχιά, αυτός, δεν κρατούσε τριχιά.
Και ανέβηκα επάνω στη σκάλα, βγήκα στην πλατεία και είπα θα δω αίμα τώρα. Γιατί θα τους έχουν σκοτωμένους και θα δω το αίμα, γιατί είχε μωσαϊκό κάτ’ το δάπεδο στο καφενείο. Κοιτάζω την πρώτη πόρτα, δεν είχε αίμα, την δεύτερη, την τρίτη, δεν είχε, έφτασα στην τέταρτη, αυτή που είχαν μισοκατεβάσει το ρολό, στη μεσ’ να μην βγαίνεις όρθιος, να σκύβ’ς. Εγώ και έσκυβα που ήμαν πιτσιρικάς.
Στέκομαι στην πόρτα, δεν ήταν κανένας μέσα, μια μυρωδιά άσχημη, κάπες, τα καποτέλια καταΐμ τραγιάσκες πεταμένες, καρέκλες ανακατεμένες, το τραπέζι’ με τους σουγιάδες. Μ’ έπιασε φόβος, που τους πήγανε; Τι τους κάνανε; Τι τους κάνανε; Τη μάνα μου φώναξα να με βοηθήσει. Αλλά που;
Ξεκίνησα, δεν πήγα απάν’ στο σπίτ’ μ’ που έπρεπε να φύγω, να πάω στη μάνα μ’ που τη ζητούσα. Ξεκίνησα στον πλάτανο προς τα πέρα και κατεβαίνω από τα ανατολικά σκαλιά. Κατέβηκα κάτ’ βλέπω δυο σκοτωμένους. Αυτούς σκότωσε η ριπή η πρώτη που ρίξαν το βράδυ, που σας είπα πιο πάν’. Ήταν ο Ζαμπάς και πήγαν να βγουν, την ώρα που ήρθαν οι Γερμανοί στην πλατεία, τους είδαν και τους ρίξαν. Προχώρησα, πήγαινα μόνος, έφτασα στο σημείο που ήταν αυτοί που κάναν τα τελευταία βήματα. Στάθηκα απάν».

Σωρός από πτώματα στη ρεματιά
«Κοίταξα στο ποτάμι κάτω, στο ποταμάκι αυτό, στη ρεματιά. Με φωνάζει ο Γιάννης ο Κάλμπαρης, λέει «φώναξε τον γιατρό». Τον κοίταξα, τα έχασα, τα είχα χάσει, δεν αισθανόμουν καλά. «Φώναξε τον γιατρό». «Ποιον γιατρό;» Καταλάβαινα εγώ γιατρό; Φώναξε τον γιατρό με είπε πάλι αυτός. ΄Ηταν ακουμπισμένος στον τοίχο, στου Μάγγου, το μαγαζί. Εκεί ήταν τραυματισμένος. Έζησε. Ήταν χτυπημένος εδώ στο πρόσωπο. Στάθ’κα λίγο ακόμα και κοιτούσα κατ’ στο ποταμάκι. Άλλος ήταν μέσα, είχε το πόδι τ’, το χέρι τ’, το κεφάλι τ’, ολόκληρος σωρός από πτώματα ήταν. Εκείνο το σημείο είχε ματώσει από τη λάσπη και το αίμα. Είχε ματώσει, είχε βάψει το νερό, είχε βάψει. Τα πτώματα είχαν σταθεί στον όχθο και φτάσανε μέχρι μέσα στο νερό που έτρεχε, κάτ».
«Πέρασε η ώρα, άκουσα πίσω φωνές, ήρθε κόσμος, ήρθαν γυναίκες, δεν είχε άνδρες, ήρθαν μανάδες, αδελφές, ήρθαν παιδιά, φώναζαν πατέρα, παιδί μου, αδελφέ μου. Ήρθαν πολλές γυναίκες εκεί. Ψάχναν στο σωρό, τραβούσαν το μαντήλι απ’ το κεφάλι τους να σκουπίσουν τα αίματα να αναγνωρίσουν τους δικούς τους.
Ήταν όλοι τους παραμορφωμένα τα πρόσωπα. Όλοι τους. Γιατί τους στήναν μπροστά και τους κτυπούσαν από πίσω. Τον κτυπούσε από πίσω και τι σόι σφαίρα ήταν αυτή; Ένας είχε αδειάσει το μάτι τ’, ήταν άδειο το μάτι τ’ όλο και ήταν μια τρύπα. Άλλο ένα παιδάκι πάλι ο Φάνης είχε μια σφαίρα εδώ στο μέτωπο, χωρίς αίμα. Ήταν ανάσκελα, ανοιχτά τα ματάκια του. Ανάσκελα και είχε μια τρύπα εδώ μόνο. Δεν είχε αίμα. Ήταν απάν’ απάν’ και τον γνώρισα. Ήταν ο Φάνης ο Σαρηγιάννης, παιδάκι δεκαεννιά – είκοσι χρονών. Ήταν καθαρό και τον γνώρισα, όλοι οι άλλοι τους ήταν παραμορφωμένα τα πρόσωπα.
Και άρχισε σιγά σιγά το βάσανο. Να τους βγάζουν από εκεί έναν – έναν και να τους ξαπλώνουν. Ήρθε βέβαια και ο Ερυθρός Σταυρός μετά, ήρθε ο Πιτσιώρης ο γιατρός, ήρθε ο Λαυρέντης ο Αγορίτσης ο γιατρός, ο Κοσμίδης ο γιατρός. Ήρθαν. Αυτοί βοηθούσαν τους τραυματισμένους. Επτά τραυματισμένοι, απ’ αυτούς σώθηκαν. Έζησαν, σήμερα δεν ζει κανείς απ’ αυτούς.
Άνοιξαν έναν μεγάλο λάκκο στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και τους βάλανε, τους κουβάλησαν όλους απέναντι και τους βάλαν. Άλλους δυο, άλλους τρεις μαζί, στη σειρά, σαν τις σαρδέλες, και τους πήρε αυτό το μνήμα εκεί. Εκατόν δέκα πέντε νουματαίοι. Στο προαύλιο του Αϊ Νικόλα. Είναι σήμερα εκεί παιδική χαρά».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το