Τοπικά

Έφυγε από τη ζωή ένας από τους τελευταίους σαλεπιτζήδες και χαλβατζήδες του Βόλου

Κοντά στα 40 χρόνια «όργωνε» τις γειτονιές του Βόλου πουλώντας αχνιστό σαλέπι. Η φιγούρα του γνώριμη στους παλαιότερους, οι οποίοι σταματούσαν μπροστά από τον Γιώργο Φωλίνα για να προμηθευτούν το μυρωδάτο ρόφημα που ετοίμαζε καθημερινά με περίσσιο μεράκι και ήταν βάλσαμο τις κρύες ημέρες του χειμώνα.

Ήταν ακόμη ένας από τους τελευταίους παρασκευαστές χαλβά Φαρσάλων με την παραδοσιακή συνταγή, που του είχε παραδώσει ο πατέρας του.

Ο γνωστός σαλεπιτζής και χαλβατζής από χθες δεν είναι πια μαζί μας. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 χρόνων και κηδεύτηκε χθες από τον ιερό ναό του Αγ. Σπυρίδωνα στη Ν. Ιωνία. Μέχρι τελευταία παρασκεύαζε τον αγαπημένο του χαλβά Φαρσάλων με μεράκι και με μια συνταγή, που μόνο αυτός γνώριζε και το μυστικό της οποίας, όπως ανέφερε ο γιός του Δημήτρης, πήρε μαζί του.

Ο Γεώργιος Φωλίνας ήταν ένας άνθρωπος της βιοπάλης και του μεροκάματου, με τη μοίρα να τον έχει χτυπήσει πριν 11 χρόνια, όταν είχε χάσει το ένα από τα δυο του παιδιά.

Όπως είχε δηλώσει στη «Θ» πρόσφατα «με το σαλέπι για πρώτη φορά ασχολήθηκα όταν ήμουν 17 χρονών περίπου. Εκεί κάπου το 1960, προτού πάω φαντάρος. Όμως, μόλις τέλειωσα τη θητεία μου και ξαναγύρισα στον Βόλο, έγινε το κύριο επάγγελμά μου. Πουλούσανε σαλέπι οι πατεράδες μας, έτσι ασχολήθηκα κι εγώ. Συνέχισα την οικογενειακή παράδοση. Έφτιαχνα και χαλβάδες, κρατώντας τις συνταγές των δικών μου. Τώρα έχω καμιά δεκαριά χρόνια που σταμάτησα. Είχα ένα παλιό τρίκυκλο. Ξεκινούσα από το σπίτι και το πάρκαρα εκεί κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί άναβα τη φωτιά και πήγαινα πεζός στο στέκι μου, Ερμού με Ιωλκού γωνία μπροστά από τα υφάσματα Κουτσίνα. Καρότσι δεν είχα. Στα χέρια κουβαλούσα όλο τον εξοπλισμό. Στον δρόμο έδινα κάμποσα κύπελλα μέχρι να φτάσω στο πόστο μου. Κι όταν εμφανιζόμουν, σειρά περίμεναν για να πάρουν σαλέπι. Δούλευα μόνο απογεύματα. Τα πρωινά έβγαινε κυρίως ο αδερφός μου, ο οποίος δεν ζει πια. Μέσα σε δυο-τρεις ώρες ξεπουλούσα. Όταν άδειαζε το μπρίκι, γύριζα σπίτι. Στα καλά χρόνια ήμασταν αρκετοί σαλεπιτζήδες στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία. Τα γερόντια μου έβγαιναν πολύ. Ο καθένας είχε το στέκι του ή έκαναν γύρα στα μαγαζιά. Υπήρξε μια εποχή που το σαλέπι κόστιζε μια δραχμή. Βέβαια να μη ξεχνάμε ότι ήταν και εποχιακό επάγγελμα. Δυο-τρεις μήνες το πολύ, δουλεύαμε κάθε χειμώνα, έπειτα έφτιαχνα χαλβά στα παζάρια. Άλλωστε, εάν δεν κάνει και κρύο, δεν «τραβιέται» το σαλέπι».

Ο Γ. Φωλίνας έφυγε από τη ζωή σε ιδιωτική κλινική του Βόλου, όπου νοσηλευόταν με πνευμονικό οίδημα, αφήνοντας πίσω σύζυγο, παιδιά και μια εγγονή.

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το