Άρθρα

Εφηβεία: Ο δρόμος που ενώνει την παιδική ηλικία με την ενήλικη ζωή

Του Γεώργιου Καπουρνιώτη

Το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και τη σωστή ανάπτυξή του. Οι σημαντικότεροι φορείς κοινωνικοποίησης είναι η οικογένεια και το σχολείο. Συνεπώς γονείς/κηδεμόνες και εκπαιδευτικοί, ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στα παιδιά. Έτσι, από πολύ μικρή ηλικία, έρχονται σε επικοινωνία με όλους όσοι τα φροντίζουν, καθώς αρχίζουν να συμμετέχουν στις καθημερινές δραστηριότητες, τις συζητήσεις και τα γεγονότα της κοινότητάς τους.
Αξίζει να σημειωθεί πως από τη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους το παιδί αποκτά ταυτότητα, την αίσθηση του εαυτού του. Αυτές οι σχέσεις αναπτύσσονται από την εμβρυϊκή ηλικία (6-7 μηνών), και επηρεάζουν τη μεταγενέστερη εξέλιξή του. Ο στενός δεσμός των γονέων με τα παιδιά απαιτεί χρόνο και προσπάθεια και πολλή προσοχή για να αναπτυχθεί. Οι γονείς πρέπει να μάθουν ότι η αυτοπεποίθηση, η αυτονομία και η αυτοεκτίμηση αποτελούν θεμέλιο μιας χαρούμενης παιδικής ηλικίας και «κλειδί» μιας πετυχημένης ενήλικης ζωής. Από τα πρώτα του χρόνια, πρέπει να μάθει να συμπεριφέρεται με σωστούς τρόπους και να λαμβάνει τις σωστές αποφάσεις για να μπορέσει να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά στη μετέπειτα ζωή του.

Ακόμη το παιδί θα πρέπει να γνωρίσει από μικρή ηλικία την έννοια της αυτονομίας. Όπως δηλώνει η κ. Κωνσταντίνα Αρβανίτη, συμβουλευτική ψυχολόγος «τα πρώτα βήματα της αυτονομίας ξεκινάνε γύρω στα 2 έτη, όταν το παιδί ξεκινά να περπατάει, να ελέγχει τους σφιγκτήρες του και να έρχεται αντιμέτωπο με τις πρώτες απαγορεύσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένα κοινώς αποδεκτό ηλικιακό ορόσημο για την αυτονομία του παιδιού, καθώς η αυτονομία επέρχεται, κυρίως, όταν η οικογένεια διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες γι’ αυτό. Για παράδειγμα, από πολύ μικρό ένα παιδί χρειάζεται να το αφήσουμε να δοκιμάσει να φάει, να κάνει μπάνιο, να επεξεργαστεί αντικείμενα, να περπατήσει μόνο του».
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν βασικά κριτήρια για την εφηβική του ηλικία. Μόλις φτάσει στην εφηβεία, ενδιαφέρεται έντονα για τη γνώμη αυτών που ο ίδιος υπολογίζει τη δεδομένη στιγμή και πάντοτε για τη γνώμη των γονέων και δασκάλων του καθώς και των συμμαθητών και φίλων του. Μέσα στα βλέμματά τους ψάχνει με αγωνία να βρει τον πραγματικό του εαυτό, που θα ήθελε να είναι τέλειος. Σύμφωνα με τις εικόνες που βλέπει χτίζει την αυτοεκτίμηση του.
Ο έφηβος, λοιπόν, ενώ ως παιδί αισθανόταν παντοδύναμος, πλέον έχει τη συναίσθηση την απώλειας της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας. Πρέπει να την αναπληρώσει με την αυτοεκτίμησή που βρίσκει στην επαφή με την πραγματικότητα, όχι σε μια ιδεατή αίσθηση παντοδυναμίας. Συχνά οι έφηβοι παρουσιάζουν έντονες μεταπτώσεις, από τον παιδικό ναρκισσισμό ως την εχθρότητα και την υποτίμηση του ίδιου τους του εαυτού, κι αυτό είναι αναμενόμενο.

Ας είμαστε δεκτικοί απέναντί τους, σε δυσάρεστα και γενικά έντονα συναισθήματα, ώστε να τους βοηθήσουμε στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους. Ακόμη είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η συμπεριφορά του εφήβου μπορεί να κινητοποιήσει δικές μας συναισθηματικές πτυχές. Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει ως εκπαιδευτικούς και ως γονείς να συνειδητοποιήσουμε και να κατανοήσουμε τη συναισθηματική του αντίδραση, ώστε να μπορέσουμε να την ελέγξουμε και να αποσαφηνίσουμε τις αιτίες που την προκάλεσαν. Ειδικά αν υπάρχουν πολύ δύσκολες καταστάσεις που ζει ο έφηβος, το καλύτερο θα είναι να μιλήσει για τις δυσκολίες του, σε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η εφηβεία είναι ο δρόμος που ενώνει την παιδική ηλικία με την ενήλικη ζωή. Γι’ αυτό τα άτομα της ηλικίας αυτής χρειάζονται στήριξη έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ενήλικη ζωή τους.
Η εφηβεία του παιδιού αποτελεί μια αλλαγή φάσης και για τον ίδιο το γονιό και για τον δάσκαλο, γιατί φέρνει αποσταθεροποίηση στις σχέσεις τους. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να σταθούν στον έφηβο. Σε αυτή την ιδιαίτερη φάση που βιώνει, η κατεύθυνση είναι η συναισθηματική ακοή προς τον έφηβο. Να τον ακούσουν με υπομονή, κατανόηση και συναίσθηση όλης της κατάστασης που βιώνει με άξονα το θέμα που φέρνει. Εξετάζοντας την ουσία του θέματος και όχι μόνο την ύπαρξή του, θα μπορέσουν και εκείνοι να αντιληφθούν περισσότερα, κοιτάζοντας πίσω από το προφανές και νιώθοντας την αγωνία του εφήβου.
Ο έφηβος θέλει να ακουστεί, να μοιραστεί ανησυχίες, σκέψεις για το αύριο, αναζητεί να απευθυνθεί σε άτομα με κύρος που να εμπνέουν εμπιστοσύνη και θα αποτελέσουν τα πρότυπά του, για το παρόν και το μέλλον. Ας είναι οι γονείς, οι δάσκαλοί του, που θα τον ακούσουν. Οφείλουν να είναι δίπλα του και να τον στηρίζουν σε γνωστικούς, συναισθηματικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς τομείς.
Η μετεφηβική ηλικία (18-22 ετών) αποτελεί το στάδιο όπου ο νέος αρχίζει να ωριμάζει. Διαμορφώνει την ταυτότητά του και γίνεται ικανός, ώστε να καταλήξει ενήλικος με ψυχική και συναισθηματική ισορροπία.

Βιβλιογραφία
Schaffer H.R., (1996) «Η Κοινωνικοποίηση του παιδιού κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του». Ελληνικά Γράμματα.
Δαραής Κ., (2008) «Σχέσεις σχολείου και οικογένειας, ο δάσκαλος σε ρόλου συμβόλου γονέων – παιδιών με ιδιαιτερότητες». Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων.
Δραγώνα Θ. & Ντάβου Μπ., (1992) «Εφηβεία». Αθήνα: Παπαζήση.
Κορώσης Κ., (1997) «Έφηβοι και οικογένεια». Αθήνα: Gutenberg.
Κουρκούτας Ε., (2001) «Η ψυχολογία του εφήβου». Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μπρακονιέ Α. & Μαρτσέλι Ν. (2002) «Τα χίλια πρόσωπα της εφηβείας». Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ντράικωρς & Γκρέυ, (1979). «Το δικαίωμα να είσαι παιδί μία νέα προσέγγιση στην παιδαγωγική με άξονα τις λογικές συνέπειες». Αθήνα: Γλάρος.
Τάνταρος Σ., (2004). «Οικογένεια και ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου: Θεωρητικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί». Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το