Τοπικά

«Πώς έζησα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου» – Συγκλονιστική μαρτυρία του Βολιώτη Δ. Γιωτάκη “Θ”

ΓΙΩΤΑΚΗΣ 1
Ο Δημήτρης Γιωτάκης (απεικονίζεται μέσα στον κύκλο) μπροστά από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου

Η συγκλονιστική μαρτυρία ενός Βολιώτη, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1973 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των γεγονότων του Πολυτεχνείου, αποτελεί μία πολύτιμη καταγραφή των όσων έλαβαν χώρα πριν από τέσσερις και πλέον δεκαετίες στην κορύφωση του αγώνα κατά της δικτατορίας. Ο Δημήτρης Γιωτάκης, φοιτητής τότε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, βίωσε λεπτό προς λεπτό το ξέσπασμα της νεολαίας εναντίον του καθεστώτος της 21ης Απριλίου και 42 χρόνια μετά καταθέτει στη «Θ» όλα όσα έζησε εκείνη την εποχή.

Ο 76χρονος, πλέον, Βολιώτης γύρισε πίσω το χρόνο και θυμήθηκε δραματικές σκηνές από εκείνα που βίωσε στο Πολυτεχνείο, τον τραυματισμό του μετά την εισβολή του τανκ στον περίβολο του Ιδρύματος, αλλά και τα όσα ακολούθησαν έπειτα από τη βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων, που άφησε πίσω της νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.

«Το 1968 παντρεύτηκα κι έφυγα από το Βόλο. Βρέθηκα στην Αθήνα, όπου και οργανώθηκα κατά της χούντας. Παράλληλα έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Σχολή Καλών Τεχνών», θα πει ο κ. Γιωτάκης, ο οποίος στη συνέχεια εξήγησε τους λόγους που τον ώθησαν να μετακομίσει στην πρωτεύουσα σε ηλικία 29 ετών: «Εάν έμενα στο Βόλο, θεωρώ ότι ήταν ζήτημα χρόνου να έρθουν και να με συλλάβουν, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν και με τον πατέρα μου, που υπέστη πολλές διώξεις κατά τη διάρκεια του αντάρτικου. Ήταν λεβέντης ο πατέρας μου και μέχρι και σήμερα νιώθω υπερήφανος για εκείνον. Τελικά τον έπιασαν το 1946 και αποφυλακίστηκε το ’54, περνώντας πολλά χρόνια στην εξορία στην Αίγινα και την Κρήτη».

ΓΙΩΤΑΚΗΣ 2
Οι φοιτητές σταματούσαν διερχόμενα λεωφορεία και ΙΧ αυτοκίνητα από την Πατησίων κι έγραφαν συνθήματα κατά της χούντας. Ο Βολιώτης εικαστικός διακρίνεται μέσα στον κύκλο να παρακολουθεί έναν συμφοιτητή του επί τω έργω

Το 1970 ο Δημήτρης Γιωτάκης συνελήφθη από την ΕΣΑ, για τη συμμετοχή του στο Αγροτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο Υπαίθρου, μία από τις πολλές αντιστασιακές οργανώσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της επταετίας. Μάλιστα, τότε καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε τριετή ποινή φυλάκισης με αναστολή, αν και αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τη δράση του κατά της χούντας, με τον ίδιον να σημειώνει: «Το 1969 εντάχτηκα στην Ο.Μ.Λ.Ε. (Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας), ενώ λίγο αργότερα εγγράφηκα και στη φοιτητική παράταξη της οργάνωσης, την Π.Π.Σ.Π. (Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη)».

Ο Βολιώτης εικαστικός από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις βρέθηκε στο Πολυτεχνείο, επισημαίνοντας πως ήταν «παρών» στη γενική συνέλευση των φοιτητών κατά τη διάρκεια της οποίας λήφθηκε η απόφαση για την κατάληψη: «Επικρατούσε μεγάλη ένταση εκείνες τις στιγμές. Δεν ήθελαν όλοι να προχωρήσουμε στην κατάληψη. Προσωπικά έλεγα σε όλους πως όποιος δεν ήθελε να συμμετάσχει, μπορούσε να αποχωρήσει. Η πόρτα ήταν ανοικτή κι όσοι διαφωνούσαν, είχαν την ευκαιρία να φύγουν. Τελικά το βράδυ της Τετάρτης η κεντρική πύλη έκλεισε κι αρχίσαμε τις περιπολίες γύρω από τα κάγκελα, γιατί φοβόμασταν πως θα έκανε  επιδρομή η Αστυνομία. Άλλωστε, από τα χαράματα της Πέμπτης κατέφταναν συνεχώς άντρες της Ασφάλειας με πολιτικά, πέρα από τα μπλόκα που έστηνε η Αστυνομία στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, αλλά δεν εμπόδισαν τον κόσμο να συρρεύσει μαζικά στο Πολυτεχνείο για να μας συμπαρασταθεί». Ο κ. Γιωτάκης έκανε ειδική μνεία στη συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών στο κέντρο της Αθήνας, λέγοντας: «Αν και στα μπλόκα έπεφτε πολύ ξύλο, ο κόσμος δεν πτοήθηκε. Έρχονταν ολοένα και περισσότεροι, ενώ μας έφερναν τρόφιμα, χρήματα, τσιγάρα και κάθε λογής πράγματα για να ενισχύσουν την κατάληψη. Έβλεπες πανέρια με ψωμιά, κουλούρια, γλυκά, ό,τι έβαζε ο νους σου. Είχαν έρθει και ο Ξυλούρης με τον Ξαρχάκο, τον τελευταίον τον σήκωσαν στα χέρια οι φοιτητές. Μοναδικές οι στιγμές που ζήσαμε τότε».

Την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούσαν να βρίσκονται συγκεντρωμένοι γύρω από το Πολυτεχνείο. Η κλιμάκωση των επεισοδίων τις απογευματινές ώρες και η εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων από τις αστυνομικές δυνάμεις άρχισε να δυσκολεύει την κατάσταση, με τον κ. Γιωτάκη να θυμάται: «Στο Πολυτεχνείο μεταφέρονταν συνεχώς τραυματίες, ο σταθμός που είχε στηθεί ήταν γεμάτος από κόσμο. Φυσικά πέρα από τα όσα γίνονταν στους δρόμους, ήταν και οι ελεύθεροι σκοπευτές που βρίσκονταν ακροβολισμένοι στις ταράτσες γειτονικών κτιρίων και χτυπούσαν στο «ψαχνό», χωρίς υπερβολή. Όπως για παράδειγμα στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και στην Ελληνοϊταλική Σχολή».

ΓΙΩΤΑΚΗΣ 3
Δημοσίευμα της «Απογευματινής» από το 1970, μετά τη σύλληψη του Δημήτρη Γιωτάκη (πρώτος από αριστερά) για τη δράση του στο Αγροτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο Υπαίθρου

Η εισβολή του τανκ

Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο 76χρονος Βολιώτης αναφέρθηκε στην εμφάνιση των τανκς και τη δραματική τροπή που πήρε η κατάσταση καθώς ξημέρωνε το Σάββατο: «Η χούντα έβλεπε πως τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχό της. Είχαμε και τους πρώτους νεκρούς άλλωστε. Υπάρχουν ντοκουμέντα γι’ αυτά. Πριν εμφανιστούν τα τανκς, είχε έρθει στο Πολυτεχνείο η γυναίκα μου, μαζί με την κόρη μας. Μωρό ήταν τότε, κόντευε 2,5 χρόνων. Μαζί της ήταν και η μάνα μου, αλλά και η μητέρα ενός συμφοιτητή μου στην Καλών Τεχνών, του Γιάννη Γεωργακάκη. «Σηκωθείτε και φύγετε αμέσως», τις είπα. Τα πράγματα ολοένα και χειροτέρευαν. Τελικά πήραν ένα ταξί και γύρισαν στο σπίτι μας στο Παγκράτι. Είχε περάσει από μεσάνυχτα, όταν έβγαλαν τα άρματα στο δρόμο, μέχρι που έφτασαν μπροστά από την πύλη κι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, ενώ από πίσω ήταν παρατεταγμένοι οι καταδρομείς. Τότε νομίζω πως διέκρινα και τον Ντερτιλή. Φορούσε πολιτικά ρούχα, δεν ήταν με τη στολή. Έπειτα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Οι στρατιωτικοί μάς ζήτησαν να αποχωρήσουμε, αλλά κανείς δεν δέχθηκε. Σε μικρή απόσταση από την πύλη υπήρχε το κουβούκλιο του φύλακα. Εκεί καθόμουν και άκουγα τι γινόταν στις συζητήσεις. Όταν και η 3η διαπραγμάτευση απέβη άκαρπη, είδα το άρμα να ανάβει τους προβολείς. Το φως ήταν εκτυφλωτικό. Πίσω από την πόρτα είχαμε βάλει και το αυτοκίνητο του πρύτανη, μία Mercedes. Λαδόπουλος λεγόταν, ενώ ο γιος του έπαιρνε μέρος στον αγώνα. Άκουσα τη μηχανή του άρματος που όρμησε στην πύλη. Δεν το περίμενα πως θα έφταναν μέχρι εκεί και θα εισέβαλαν. Οι κολόνες κατέρρευσαν. Εμένα με πλησίασε ένας στρατιωτικός χωρίς διακριτικά. Πήγε να με χτυπήσει στο κεφάλι. Για να προφυλαχθώ έβαλα το χέρι και μου το έσπασε. Επικράτησε πανδαιμόνιο. Αρχίσαμε να φεύγουμε τρέχοντας. Έξω από το Πολυτεχνείο μάς περίμεναν με τα γκλομπ, ενώ οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Ξεφύγαμε με πολλή δυσκολία, μέχρι να βρούμε ένα καταφύγιο, για να προφυλαχθούμε».

Ο Δημήτρης Γιωτάκης ενάμιση μήνα μετά τα γεγονότα, έμεινε κρυμμένος στο εργαστήριό του στο Βύρωνα, για να διαφύγει τη σύλληψη. «Επί ενάμιση χρόνο ήμουν παράνομος. Όμως δεν μετανιώνω για τίποτα. Είναι υποχρέωση του καθενός μας να ζήσει ελεύθερος. Όταν δεν διεκδικείς τη ζωή σου, τη χάνεις. Οι πράξεις μας είναι εκείνες που καθορίζουν ποιοι είμαστε».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το