Στην έκθεση του ΟΗΕ που κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με τις επιδόσεις τους στην επίτευξη 17 στόχων για μια πιο βιώσιμη πορεία έως το 2030, η Ελλάδα βρίσκεται στην 43η θέση (από τις 166).
Καθώς η χώρα σε άλλους στόχους παραμένει πίσω, ενώ σε άλλους τομείς έχουν υπάρξει σημαντικές βελτιώσεις ο δρ Γεώργιος Χάλκος, καθηγητής Οικονομικής Φυσικών Πόρων στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα να επικεντρώνονται κυρίως σε θέματα Οικονομικής Περιβάλλοντος, υποστηρίζει τις αναγκαίες πολιτικές για την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας, την προστασία του περιβάλλοντος.
Αρχικά αναφέρεται στη σημασία της βιοποικιλότητας, στους κινδύνους που διατρέχει, αλλά και στους παράγοντες που συμβάλλουν στην προστασία της.
«Η αύξηση του πληθυσμού, η αστικοποίηση και η επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων κάνει ανέφικτη τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος των ζώων και των φυτών και τη βελτίωση των προβλημάτων στο μέλλον.
Θα λέγαμε ότι οι μετρήσεις δείχνουν η βιοπικοιλότητα να επηρεάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό πρώτα από το μέγεθος του πληθυσμού, μετά από την οικονομική ανάπτυξη και τέλος από τις ανισοκατανομές εισοδημάτων των χωρών.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παράμετροι επιδρούν διαφορετικά σε κάθε χώρα ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται αυτή, κάνοντας έτσι σημαντικό και ξεχωριστό το περιβαλλοντικό πλαίσιο των πολιτικών που πρέπει να ακολουθήσει κάθε χώρα.
Με τη βοήθεια κατάλληλων υποδειγμάτων διαπιστώνουμε ότι, ενώ οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν τη διατήρηση του περιβάλλοντος, αυτό υποβαθμίζεται από την αρνητική επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης των φτωχών χωρών. Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη βιοποικιλότητα μέσα στα δικά τους εθνικά όρια, αλλά μόνο όταν οι προτεραιότητες ανάπτυξης το επιτρέπουν, και μόνο όταν αρχίζει να εμφανίζεται σημαντική σπανιότητα και η αξία του αυξάνεται περισσότερο από την απόδοση των εναλλακτικών λύσεων. Επίσης, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται επαρκώς για τη βιοποικιλότητα σε μέρη όπου αυτή είναι σε μεγάλο κίνδυνο.
Με δεδομένα τα περιορισμένα κεφάλαια για το περιβάλλον και αντιμετωπίζοντας τη μεγάλη απειλή της εξαφάνισης κάποιων ειδών, οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων πρέπει να θέσουν προτεραιότητα να διασφαλίσουν ότι οι προσπάθειες διατήρησης τείνουν προς τις σωστές κατευθύνσεις. Η διατήρηση της βιοποικιλότητας θα είναι αποτελεσματικότερη, αν γίνει σκοπός όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων. Οι ενημερωμένοι πολίτες και αυτοί που χρησιμοποιούν τους φυσικούς πόρους μπορούν να βοηθήσουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας δρώντας με το συναίσθημα και την περιβαλλοντική ευαισθησία τους».
Οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης και η ενεργειακή φτώχεια
Από το 2015, οι 17 Στόχοι των Ηνωμένων Εθνών έβαλαν τον κόσμο σε μια πιο βιώσιμη πορεία, σκοπεύοντας στην επίτευξη σημαντικών αποτελεσμάτων έως το 2030. Οι παγκόσμιοι στόχοι για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι η μηδενική φτώχεια, μηδενική πείνα, καλή υγεία και ευημερία, ποιοτική εκπαίδευση, ισότητα φύλων, καθαρό νερό και αποχέτευση, φθηνή και καθαρή ενέργεια, αξιοπρεπής εργασία και οικονομική ανάπτυξη, βιομηχανία, καινοτομία και υποδομές, λιγότερες ανισότητες, βιώσιμες πόλεις και κοινότητες, υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή, δράση για το κλίμα, ζωή στο νερό, ζωή στη στεριά, ειρήνη, δικαιοσύνη και ισχυροί θεσμοί και συνεργασία για τους στόχους.
Μπορούμε να πούμε ότι παρά την πρόοδο σε συγκεκριμένους τομείς, ο κόσμος εξακολουθεί να χρειάζεται πολλές βελτιώσεις, ιδιαίτερα σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι έως το 2030.
Η έκθεση του ΟΗΕ κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με τις επιδόσεις τους στην επίτευξη των 17 στόχων. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 43η θέση (από τις 166). Σε κάποιους τομείς έχουν υπάρξει σημαντικές βελτιώσεις, σε άλλους στόχους η Ελλάδα παραμένει πίσω.
Η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι εύκολο να εξαλειφθεί και η πολυδιάστατη φύση της καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Είναι επείγουσα ανάγκη να γίνει ανάληψη ενός συνόλου δράσεων, προκειμένου να εξαλειφθεί το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας μακροπρόθεσμα και να επιτευχθεί ο 7ος Στόχος Βιώσιμης Ανάπτυξης που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη, διασφαλίζοντας την πρόσβαση σε προσιτή, αξιόπιστη και σύγχρονη ενέργεια για όλους έως το 2030.
Η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας και η βελτίωση της πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια και της πρόσβασης σε καθαρά καύσιμα θα συμβάλουν επίσης στην εξάλειψη της φτώχειας γενικά (1ος Στόχος), θα προσφέρουν καλύτερη υγεία και ευεξία (3ος Στόχος), θα βελτιώσουν τις συνθήκες των νοικοκυριών που επηρεάζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης (4ος Στόχος), θα μειώσουν τις ανισότητες (10ος Στόχος), θα προάγουν τη βιωσιμότητα των πόλεων και των κοινοτήτων (11ος Στόχος) και θα συμβάλλουν στη μεγάλη πρόκληση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής (13ος Στόχος).
Οι πολιτικές και οι στρατηγικές δεν θα πρέπει να επικεντρώνονται μόνο στη βελτίωση των προβληματικών τομέων, αλλά και στη διατήρηση των επιτευγμάτων που έχουν σημειωθεί μέχρι στιγμής, εξισορροπώντας τους τρεις πυλώνες της βιωσιμότητας και διασφαλίζοντας καλές συνθήκες διαβίωσης και ευημερία για όλους στον κόσμο, για τις παρούσες και μελλοντικές γενεές. Οι παγκόσμιες συνεργασίες και οι συντονισμένες δράσεις είναι απαραίτητες για μία επιτυχημένη πορεία προς τη βιωσιμότητα.
Η αέρια ρύπανση,οι συνέπειες στην υγεία και οι ενεργειακές πολιτικές
Η ανθρώπινη υγεία είναι σημαντική τόσο ατομικά, όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της. Οικονομίες με υγιείς ανθρώπους είναι πιο παραγωγικές και ταυτόχρονα εξοικονομούν περισσότερους πόρους. Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι συνδεδεμένη με σοβαρά προβλήματα υγείας και έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα.
Η συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων (PM2.5) στον ατμοσφαιρικό αέρα μπορεί να οδηγήσει σε θνησιμότητα και αναγκαίες εισαγωγές σε νοσοκομεία για αναπνευστικά, καρδιαγγειακά αίτια, βρογχίτιδα στα παιδιά και απώλεια παραγωγικότητας λόγω μειωμένης πνευμονικής λειτουργίας. Ο επιτυχημένος και αποτελεσματικός σχεδιασμός πολιτικής απαιτεί αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις στην έκθεση σε επιβλαβείς εκπομπές ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Επίσημοι φορείς, όπως ο ΟΟΣΑ, ισχυρίζονται ότι η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να κατηγορηθεί για τις ασθένειες πολλών ανθρώπων και για περισσότερους από 3 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως ετησίως, εκτιμώντας το κόστος των χαμένων ζωών και της κακής υγείας για την Κίνα και την Ινδία να είναι περίπου 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένας κοινός τρόπος αντιμετώπισης της ρύπανσης, πρέπει να προγραμματιστούν πρωτοβουλίες για επαρκείς ενεργειακές πολιτικές. Αυτό απαιτεί προσεκτική εξέταση των κατάλληλων πολιτικών ελέγχου της ρύπανσης στην ενέργεια με κατάλληλους κανονισμούς που εφαρμόζονται στα αστικά κέντρα, όπου ο πληθυσμός εκτίθεται σε σοβαρή ρύπανση.
Περιβαλλοντικοί φόροι και κατάλληλα κατανεμημένες επιδοτήσεις ενδέχεται να απαιτούν από τις κυβερνήσεις να παρέχουν στις τοπικές αρχές την απαραίτητη νομική, φορολογική και θεσμική βάση για την αντιμετώπιση της ρύπανσης σε τοπικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας όσον αφορά στην ενημέρωση των πολιτών για τις σοβαρές επιπτώσεις της ρύπανσης και τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των πιθανών προβλημάτων υγείας είναι σημαντική.
Περιβαλλοντική προστασία με οικονομικά μέσα ή θέσπιση προτύπων;
Είναι εμφανές ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ χωρών στην ενεργειακή χρήση, στις εκπομπές ρύπων, στις πηγές εκπομπών καθώς και σε άλλους οικονομικούς παράγοντες. Κάθε χώρα έχει τις δικές της εθνικές περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και νομοθεσίες. Οι ρυθμίσεις και η θέσπιση προτύπων που απαιτούν ενιαίες μειώσεις στη ρύπανση είναι αναποτελεσματικές λύσεις, επειδή τα κόστη μείωσης δεν είναι ομοιόμορφα για όλες τις χώρες. Υπό το καθεστώς ενιαίων προτύπων για εκπομπές ρυπαντών, μερικές χώρες θα μειώνουν εκπομπές λιγότερο από το οικονομικά αποτελεσματικό επίπεδο, ενώ άλλες θα μειώνουν τις εκπομπές τους περισσότερο από ότι είναι οικονομικά αποτελεσματικό. Οι διαφοροποιημένοι φόροι υπερτερούν όταν τα κόστη μείωσης διαφέρουν μεταξύ των χωρών.
Oι διαφοροποιημένοι φόροι είναι πιο αποτελεσματικοί από πλευράς κόστους συγκρινόμενοι με τους ενιαίους. Αν ο φόρος είναι υψηλότερος από το οριακό κόστος ελέγχου των ρύπων τότε οι χώρες θα προτιμούν να πληρώσουν τον διαφοροποιημένο φόρο από το να μειώσουν τις εκπομπές τους.
Για τη χώρα μας η επιβολή φόρων λειτουργεί καλύτερα από τη θέσπιση προτύπων. Ο ενεργειακός φόρος θα επιβαρύνει την ενέργεια με ποσό που θα μπορούσε να επενδυθεί σε αύξηση της θερμοδυναμικής εργοστασιακής απόδοσης καθώς και ανάπτυξης άλλων ήπιων πηγών ενέργειας. Γενικά, οι κυβερνήσεις είναι απρόθυμες να αυξήσουν τις ενεργειακές τιμές αφού η ζήτηση για ενέργεια είναι ανελαστική και οι ενεργειακοί φόροι προοδευτικοί. Οι υψηλότερες ενεργειακές τιμές έχουν επίσης σοβαρό αντίκτυπο πάνω στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα.
Η επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων απαιτεί δράσεις βιώσιμης ανάπτυξης με τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να αποτελεί τον πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής υποβάθμισης».
Βιογραφικό
Ο δρ Γεώργιος Χάλκος είναι καθηγητής Οικονομικής Φυσικών Πόρων στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Είναι οικονομολόγος με σπουδές σε Ελλάδα και Αγγλία. Είναι διευθυντής του Εργαστηρίου Επιχειρησιακών Ερευνών και επιστημονικός υπεύθυνος του ετήσιου συνεδρίου στην Οικονομική Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ENVECON). Έχει εργαστεί ως επιστημονικός υπεύθυνος και επιστημονικός συνεργάτης σε διάφορα ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα καθώς και σε ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την EUROSTAT, τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, την ΕΛ.ΣΤΑΤ, το υπουργείο Απασχόλησης, κ.ά.
Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι σε θέματα Οικονομικής Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων με χρήση Εφαρμοσμένης Οικονομετρίας και Στατιστικής, Εφαρμοσμένης Μικροοικονομικής με έμφαση στα Οικονομικά της Ευημερίας, Ατμοσφαιρική Ρύπανση, Θεωρία Παιγνίων, Μαθηματικά Υποδείγματα.
Καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο 2% των κορυφαίων επιστημόνων παγκοσμίως
Η «Θ» σε σειρά παρουσιάσεων αναδεικνύει το έργο αξιόλογων επιστημόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Λαμβάνοντας υπόψη 22 επιστημονικά πεδία, 176 υποκατηγορίες αυτών, καθώς και επιλεγμένα βιβλιομετρικά κριτήρια, μία πρόσφατη μελέτη των Baas, Boyak & Ioannidis (2021) του Πανεπιστημίου Stanford των ΗΠΑ (https://elsevier.digitalcommonsdata.com/datasets/btchxktzyw/3) εντόπισε το παγκόσμιο 2% των κορυφαίων ερευνητών-επιστημόνων, με βάση το συνολικό επιστημονικό τους έργο. Σε αυτό το τιμητικό ποσοστό συγκαταλέγονται και 26 καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι οποίοι αναφέρονται με τη σειρά που τους κατατάσσει η μελέτη: 1) Αρβανητογιάννης Ιωάννης, 2) Παπαγεωργίου Ελπινίκη, 3) Τσιακάρας Παναγιώτης, 4) Παπαδημητρίου Κώστας, 5) Μαλίζος Κωνσταντίνος, 6) Κουτεντάκης Γιάννης, 7) Χάλκος Γεώργιος, 8) Μπάκος Παντελής, 9) Αθανασίου Χρήστος, 10) Φλουρής Ανδρέας, 11) Μακρής Δημήτρης, 12) Παπαστεργίου Μαρίνα, 13) Παπαϊωάννου Αθανάσιος, 14) Κίττας Κωσταντίνος, 15) Φατούρος Ιωάννης, 16) Καραμάνος Σπύρος, 17) Ανθόπουλος Λεωνίδας, 18) Ζηλιασκόπουλος Αθανάσιος, 19) Φθενάκης Γεώργιος, 20) Λουτρίδης Σπύρος, 21) Σανταλίδης Χαρίλαος, 22) Αβραμίδης Ηλίας, 23) Ιακωβίδης Δημήτριος, 24) Σταματέλος Αθανάσιος, 25) Αργυρίου Αντώνιος, και 26) Χαϊδεμενόπουλος Γεώργιος.