Τοπικά

Δρ. Αικατερίνη Πολυμέρου – Καμηλάκη στη “Θ”: Το μέλλον του παρελθόντος μας…

 

H δρ Αικατερίνη Πολυμέρου – Καμηλάκη, ομότιμη ερευνήτρια, τ. διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Αθήνα 2021 και πρόεδρος της Επιτροπής Χειροτεχνίας του υπουργείου Ανάπτυξης υπήρξε μέλος της Επιτροπής που συστάθηκε, με αφορμή τον εορτασμό για τα 200 χρόνια της εθνικής μας παλιγγενεσίας, όπου συμμετείχαν 42 εκλεκτά μέλη της ελληνικής κοινωνίας, των επιστημών και των τεχνών.

Συγκεντρώθηκαν προτάσεις τους που κατατέθηκαν στη «Λευκή Βίβλο: Η Ελλάδα του 2040, Κοινωνία των Πολιτών, Περιβάλλον και Κλιματική Κρίση. Διαπιστώσεις και Προοπτικές». Η ίδια είχε την ευκαιρία να εργαστεί σε θέματα των αρμοδιοτήτων της και των ενδιαφερόντων της, όπως η προαγωγή της χειροτεχνίας και η προστασία του περιβάλλοντος. Αναφέρεται στην επαναξιολόγηση της σημασίας του πολιτισμικού κεφαλαίου της χώρας, σε συνδυασμό με τις τοπικές οικονομίες και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενώ εξηγεί πως, σε ορισμένα παραδοσιακά συστήματα τοπικής οικονομίας, σύγχρονα «εργαλεία» μπορούν να δώσουν διέξοδο σε προβλήματα. «Η τοπικότητα (locality) με τη μορφή των παραδοσιακών τοπικών προϊόντων (Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης, Ιδιότυπα Παραδοσιακά Προϊόντα κ.ά.) και των εφαρμοσμένων παραδοσιακών τεχνών – Χειροτεχνίας, αποτελεί τη μετανεωτερική απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, επανεισάγοντας τη θετική αξιολόγηση της παράδοσης, η οποία ενσωματώνει το φυσικό περιβάλλον και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Είναι, επομένως, αναγκαία, στην τρίτη εκατονταετία ελεύθερης εθνικής ζωής, η επαναξιολόγηση της σημασίας του πολιτισμικού κεφαλαίου μιας χώρας, όπως η Ελλάδα, για τον σχεδιασμό της τοπικής και της εθνικής οικονομίας με κανόνες σύγχρονης πολιτιστικής πολιτικής, αξιοποιώντας τις διεθνείς συμβάσεις και τα πρωτόκολλα (άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO, κοινή γεωργική πολιτική, κυκλική οικονομία, καινοτομία), αλλά και επιτυχημένες πρακτικές άλλων χωρών. Στον αγροτικό τομέα επίσης η αναπτυξιακή ευκαιρία δεν θα προέλθει από την εντατική και εκτατική καλλιέργεια, αλλά κυρίως από την ενεργοποίηση και αξιοποίηση των ιδιότυπων εδαφικών φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με το ανθρώπινο και πολιτισμικό κεφάλαιο, που έχει διασώσει η Λαογραφία από επιστημονικό ενδιαφέρον, παρά τις σαρωτικές αλλαγές που έγιναν. Είναι ενθαρρυντική η διαπίστωση, ότι η Επιτροπή των διαπρεπών οικονομολόγων υπό την προεδρία του Χριστοφόρου Πισσαρίδη αναφέρεται εκτενώς στον τομέα της αγροδιατροφής και, αξιολογώντας υπόμνημά μου, ως προέδρου της Επιτροπής Χειροτεχνίας του ΥΠΑΝ και μέλους της Επιτροπής Ελλάδα 2021, αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στη χειροτεχνία (σ. 221), επισημαίνοντας ότι η σχετική δραστηριότητα «έχει βαθιές ρίζες στην παράδοση και σημασία για την οικονομία, καθώς συνδέεται στενά με τα τοπικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά, κυρίως μέσω πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη και διεθνής παρουσία του κλάδου είναι σημαντικά χαμηλότερη της δυνητικής, καθώς υπάρχουν προβλήματα στη χρηματοδότηση, την καινοτομία, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται νέες τεχνολογίες, την εκπαίδευση και την ενημέρωση. Πέρα από αυτές τις πτυχές, όμως, σημαντική είναι και η συστηματικότερη υποστήριξη του κλάδου από τοπικά σχέδια, στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτιστικής, τουριστικής και εκπαιδευτικής αναβάθμισης» (Χριστόφορος Πισσαρίδης, Δημήτρης Βαγιανός καθηγητής, Νίκος Βέττας, Κώστας Μεγήρ: Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία. Τελική έκθεση (14 / 11 / 2020), σ. 221). Αυτή η αναφορά κυοφόρησε και απέδωσε το μερίδιο της χειροτεχνίας από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης, που χειρίζεται σήμερα για λογαριασμό της χειροτεχνίας το υπουργείο Πολιτισμού (νεότερο), για πρώτη φορά μετά την κατάργηση του ΕΟΜΜΕΧ».

«Η καινοτομία δεν είναι πλέον προνόμιο μόνον των κλάδων υψηλής τεχνολογίας, αλλά στρατηγικής σημασίας και για τον πολιτισμό»
Η κ. Πολυμέρου – Καμηλάκη αναφέρεται στη συνέχεια στις προοπτικές που ανοίγονται από τη συνάντηση παραδοσιακών τεχνών και τεχνικών με μέλλον. «Οι εθνικές ενέργειες για τη μετάβαση από το γραμμικό στο κυκλικό μοντέλο οικονομίας, για τη βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα μας, οφείλουν να ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή στρατηγική. Επιπλέον, η καινοτομία δεν είναι πλέον προνόμιο μόνον των κλάδων υψηλής τεχνολογίας, αλλά στρατηγικής σημασίας και για τον πολιτισμό και τις παραδοσιακές «medium-low tech» εφαρμοσμένες τέχνες και ασχολίες, με δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να μην εισάγουν νέα τεχνολογία, αλλά στηρίζουν την καινοτομική τους δραστηριότητα στην αξιοποίηση της υπάρχουσας κωδικοποιημένης γνώσης σε μια πρακτική κατεύθυνση, που τις καθιστά ανταγωνιστικές. Για παράδειγμα, ενθαρρύνεται η δημιουργία κόμβων (living lab) για την διασύνδεση της χειροτεχνίας (μικρών βιοτεχνιών και οικοτεχνιών) με τη δημιουργία πεδίων ανοιχτού λογισμικού, για την ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των τεχνικών, αναπτύσσονται εφαρμογές, εργαλεία συνεργασίας και καινοτόμες τεχνολογίες (3D printing) και οργανώνονται χώροι εγκατάστασης, εκμάθησης, παραγωγής, επίδειξης και διάθεσης των προϊόντων. Στην Ελλάδα η υπερδεκαετής οικονομική ύφεση με έντονες κοινωνικές επιπτώσεις άφησε να φανούν οι εσφαλμένες κατά το παρελθόν επιλογές στρατηγικής για την ανάπτυξη παραγωγικών πεδίων, όπως για παράδειγμα η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και οι δημιουργικές βιοτεχνίες και κυρίως η απροθυμία για διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα περιόριζαν τις επιπτώσεις στον πληθυσμό τέτοιων κρίσεων, όπως συνέβη σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά το παρελθόν. Η πανδημία του κορωνοϊού μάς βρήκε ανέτοιμους για τέτοιες αλλαγές. Είναι, λοιπόν, η ευκαιρία να ξεκινήσει μεθοδικά και με την ουσιαστική στήριξη του κράτους η επιστροφή, με σύγχρονα πλέον εργαλεία, σε ορισμένα παραδοσιακά συστήματα τοπικής οικονομίας, που μπορούν να δώσουν διέξοδο στα αναμενόμενα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή, στη διαχείριση των απειλούμενων υδάτινων πόρων και της βιοποικιλότητας και να εξασφαλίσουν το εισόδημα των παραγωγών και των δημιουργικών τεχνιτών». Η διερεύνηση των απόψεων για την κλιματική κρίση και το περιβάλλον και τις προτάσεις τους για τις προοπτικές βελτίωσης μέχρι το 2040 ήταν για την ίδια «ένα πραγματικά μεγάλο ταξίδι, μάθημα, εμπειρία». Από τις συζητήσεις με ειδικούς και απλούς προβληματισμένους πολίτες, με ευαισθησίες και αγωνιστική διάθεση, μαχητές και διαμαρτυρόμενους, γνώστες και παραπληροφορημένους υποστηρίζει ότι πήρε πολλές απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα. «Την τελευταία δεκαετία, υπό το βάρος της περιβαλλοντικής ασφυξίας, η ανάδειξη της κυκλικής οικονομίας ως νέου προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης αποτελεί πρωταρχική προτεραιότητα στο υπό διαμόρφωση European Green Deal, το οποίο φιλοδοξεί να αποτελέσει την ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια απάντηση σε μια σειρά πιεστικών πλέον ζητημάτων, όπως η κλιματική κρίση, αποτέλεσμα της κατάχρησης των υπαρχουσών πλουτοπαραγωγικών πηγών, της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού και της συνακόλουθης φθοράς των φυσικών οικοσυστημάτων. Ο όρος κυκλική οικονομία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από τους Πιρς και Τέρνερ. Για το περιεχόμενό του έχουν καταγραφεί σε παγκόσμιο επίπεδο πάνω από 100 ορισμοί και διάφορες σχολές σκέψης. Η νεωτερικότητα και η καινοτομία συνδέεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, με την προσπάθεια να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αξιοποιήσουμε αρχές και πρακτικές του παρελθόντος. Γιατί οι πολυσυζητημένες σήμερα και προτεινόμενες ως νεωτερικές έννοιες κυκλική οικονομία, επαναχρησιμοποίηση-μεταποίηση, ανακύκλωση και βιώσιμη ανάπτυξη είναι τόσο παλιές όσο και οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες και με αυτές επεβίωσαν σεβόμενες την ύλη και τον μόχθο δημιουργίας νέων προϊόντων». Ιδιαίτερη είναι η αναφορά της στα χαρακτηριστικά παραδείγματα κυκλικής οικονομίας από τις αγροτικές παραδοσιακές κοινωνίες μας, την ένδυση και τη διατροφή.

Η παράδοση έχει να διδάξει πολλά για ύφασμα και ένδυση
«Η ένδυση, ως γνωστόν, σήμερα ευθύνεται για το 10% της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σ’ αυτόν τον τομέα η παράδοση έχει να μας διδάξει πολλά, καθώς το ύφασμα, τεχνική ιερή, εξαντλείται μόνον, όταν κλείσει έναν μεγάλο διαγενεακό κύκλο. Το ένδυμα κληροδοτείται (είναι συνήθης η αναφορά ενδυμασιών σε δικαιοπρακτικά έγγραφα: διαθήκες, προικοσύμφωνα), μεταποιείται μέχρι να καταλήξει σε ευτελή, πλην εύχρηστα, κουρέλια. Πλήρης αναντιστοιχία προς τις υπερβολικά μεγάλες ποσότητες υφασμάτων, από ποικίλα υλικά, στα σημερινά σκουπίδια. Αντιστοίχως στον τομέα της διατροφής οι παραδοσιακές κοινωνίες αξιοποίησαν στο έπακρο την παραγωγή αγαθών. Εδώ, νομίζω ότι ανοίγει η συζήτηση για το μέλλον του παρελθόντος μας». Συνοψίζοντας, υποστηρίζει ότι στόχος των συζητήσεων με φιλοπεριβαλλοντικές, οργανώσεις, κοινωνικές ομάδες πολιτών, εκπαιδευτικούς φορείς (ΚΠΕ), επαγγελματικά σωματεία και γυναικείες οργανώσεις, ήταν η ανάδειξη των ελλειμμάτων σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και αντιμετώπισης των συνεπειών της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και η ανάπτυξη του οδικού χάρτη, προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθησία γύρω από τα ζητήματα αυτά και να διευρυνθεί η κοινωνική συμμετοχή στην ανάπτυξη σχετικών πολιτικών, με την πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει την επανάστασή της, για να βρεθεί στην πρωτοπορία και όχι στην ουρά των παγκοσμίων εξελίξεων. «Στις συζητήσεις αυτές, πολλές από τις οποίες συνεχίζονται, τέθηκαν ζητήματα, έγιναν προτάσεις και παρατηρήσεις για μια σειρά κρίσιμα θέματα. Κοινή διαπίστωση είναι ότι πέρα από τις κρατικές πολιτικές, για την αποδοτική εφαρμογή των διεθνών αποφάσεων για το περιβάλλον και την κλιματική κρίση, είναι απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή, σε όλα τα στάδια προστασίας και αναγέννησης του φυσικού περιβάλλοντος, της Κοινωνίας των Πολιτών. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών με ανταλλαγή εμπειριών και καλών πρακτικών, ώστε να υποστηρίξουν τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, είτε με τη συμμετοχή τους είτε ως χορηγοί, αποτελεί πλέον ανάγκη και βασική στρατηγική. Προτείνεται επίσης η δημιουργία ενός διαρκούς Forum, στο οποίο θα ανταλλάσσονται εμπειρίες, αλλά θα υπάρχει και η δυνατότητα οργάνωσης κοινών δράσεων και προγραμμάτων. Τα εν λόγω συμπεράσματα αποτελούν διεθνή πλέον επιδίωξη και πρακτική, καθώς η κλιματική αλλαγή αποτελεί παγκόσμια απειλή, που αφορά όλους τους λαούς. Έτσι δεν μπορούμε να περιμένουμε να επιλύσουν το πρόβλημα μόνον τα εθνικά κράτη. Οι κοινωνίες, ως συλλογικές οντότητες, πρέπει και μπορούν, σε συνεργασία με το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση, να αναλάβουν μέρος της ευθύνης για την προστασία του χώρου, εντός του οποίου ζουν και δραστηριοποιούνται».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το