Άρθρα

Δωροθετικός

του Παντελή Προμπονά

«Έγινε πια κι αυτό και τώρα ο κύριος Λοβέρδος μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Η κοινωνία σχεδόν καθάρισε από αυτές τις κοπέλες κι αυτό το φρόντισε ο ίδιος. Εξευτέλισαν το παιδί μου, ήρθαν στο χωριό και το ΚΕΕΛΠΝΟ εξέτασε το εγγόνι μου μέσα στο σχολείο, μας εκθέσανε όλους, μας ξεφτίλισαν. Πήγαν τα κορίτσια στο υπόγειο της Γ’ πτέρυγας του Κορυδαλλού αντί να τα φροντίσουν στα νοσοκομεία. Τους πέταγαν το φαγητό από τα κάγκελα και εκείνα την ίδια ώρα κατάπιναν μπαταρίες. Δημόσια μας εξευτελίσανε και τώρα εγώ δημόσια ανταποδίδω λίγο πριν θάψω την κόρη μου ότι μπορεί πλέον να κοιμάται ήσυχος ο Ανδρέας Λοβέρδος». Αυτό ήταν το αποχαιρετιστήριο μήνυμα μιας μάνας προς την κόρη της Μαρία, μια από τις είκοσι δύο γυναίκες που είχαν διαπομπευθεί ως οροθετικές πόρνες το 2012 με πολιτική ευθύνη των – τότε – υπουργών Ανδρέα Λοβέρδου και Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Από θέση αρχής δεν τάσσομαι υπέρ του συγκριτισμού στη δημόσια ζωή. Οι εμφανείς στοχεύσεις αυτής της αμαρτωλής ιστορίας δε δικαιολογούν κανενός είδους αναγωγή στην ιστορία της Novartis που σήμερα εξετάζει η δικαιοσύνη, έχει όμως ενδιαφέρον η εξής δήλωση του πρώην υπουργού: «Είμαι ο πιο στοχοποιημένος πολιτικός μετά το 1989. Η στήριξη, όμως, του κόσμου μετατρέπει τις κατηγορίες των άθλιων κακοποιών σε τίτλο τιμής για μένα» ως πρώτη αντίδραση στα δημοσιεύματα που ήρθαν στο φως. Προσέξτε δε συζητώ την πολιτική θέση του Χαράλαμπου Αθανασίου ότι ο χρηματισμός εμπίπτει στα υπουργικά καθήκοντα. Ούτε συζητώ το αν στο τέλος αυτής της διαδρομής θα ασκηθούν διώξεις ή όχι. Εκεί που θέλω να σταθώ είναι στην οργιώδη αντίδραση εμπλεκομένων. Αυτό γιατί μοιάζει να βιώνουν σήμερα οι ίδιοι συμπεριφορές που δεν είχαν κανένα ηθικό κώλυμα να μετέλθουν στο παρελθόν έναντι άλλων.

Όπως επισημαίνει ο ανθρωπολόγος Allen Feldman, «τα ΜΜΕ διαθέτουν γενικευτικές ικανότητες που προωθούν και ενσταλάζουν αισθητήριες εξειδικεύσεις και ιεραρχικές ταξινομήσεις» και συνεχίζει «είναι μια συσκευή εσωτερικού και εξωτερικού αντιληπτικού αποικισμού που διαδίδει και νομιμοποιεί συγκεκριμένες αισθητήριες προδιαθέσεις σε βάρος άλλων, εντός και πέραν της δημόσιας κουλτούρας μας». Ο Ανδρέας Λοβέρδος εκμεταλλεύθηκε ακριβώς αυτή τη δυναμική προκειμένου να επιτύχει τις στοχεύσεις του στην υπόθεση των οροθετικών γυναικών.

Η συγκεκριμένη υπόθεση συνιστά τόσο από αναλυτική, όσο και από πολιτική σκοπιά την «εικονοποίηση», την οπτική πραγμάτωση της ρητορικής που υιοθετήθηκε από την τότε κυβέρνηση, τα ΜΜΕ και άλλους θεσμικούς φορείς και αναπτύχθηκε μήνες πριν από το γεγονός. Πρόκειται για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου ξενοφοβικού και συντηρητικού λόγου που συνδυάζονταν με την τότε φρενήρη δημοσκοπική άνοδο της Χρυσής Αυγής και τη διαφαινόμενη είσοδό της στη Βουλή που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου προς μια ατζέντα ακραίων θέσεων. Παράλληλα μέσω της επίκλησης των «κινδύνων» υγείας που έφεραν οι «ασθενείς». Άλλοι προς το «υγιές» εθνικό σώμα επιχειρούνταν να συγκρατηθούν ρεύματα ψηφοφόρων που θα εκδήλωναν την απαξίωσή τους στις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές μέσω της ψήφου στη Χρυσή Αυγή. Αυτή τη μετατόπιση επισημαίνει και η Αθηνά Αθανασίου σχολιάζοντας την επιχείρηση μετατροπής του «φιλελεύθερου εξτρεμισμού» σε mainstream πολιτική ορθολογικότητα, τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην τότε κυβέρνηση Παπαδήμου, τις «μεταγραφές» Βορίδη και Γεωργιάδη στη Νέα Δημοκρατία, τον λόγο των Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη για την «υγειονομική βόμβα» της «λαθρομετανάστευσης», καθώς και τις απόψεις του επίδοξου (τότε) πρωθυπουργού Σαμαρά για την «ανακατάληψη των πόλεων». Η πολιτική αυτή στρατηγική επένδυε στην κατασκευή μιας εικόνας έντονης ανασφάλειας και ηθικού πανικού, μιας κατάστασης έκτακτης όπου έκτακτα έπρεπε να ρυθμιστεί για το «καλό» του κοινωνικού συνόλου.

Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο σήμερα, στη βάση άλλων ηθικών ιεραρχήσεων και άλλων ευαίσθητων περιοχών του θυμικού της κοινής γνώμης ο Ανδρέας Λοβέρδος παρουσιάζεται ως δωρολήπτης μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, μαζί με συναδέλφους του βρίσκονται υπό έρευνα από την ελληνική δικαιοσύνη, καλούνται να δώσουν στοιχεία και αντιδρούν υιοθετώντας έναν λόγο θυματοποίησης. Βεβαίως όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν προσβάσεις και τέτοια επιρροή στα Μέσα Ενημέρωσης, διαθέτουν πολιτική στήριξη μεγάλων κομματικών μηχανισμών και συμφερόντων τέτοιων που προφανώς και δε θα βρεθούν ποτέ στην ίδια θέση με τις στιγματισμένες, τραυματισμένες και διαπομπευμένες γυναίκες. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά πως εκκρεμής είδηση ενός ενδεχόμενου χρηματισμού αρκεί για να διεγείρει απόψεις του συρμού που σκοπίμως, ενδεχομένως και βάσιμα, καλλιεργούνται στην ελληνική κοινωνία για δεκαετίες σήμερα. Και υπό αυτή την έννοια από μια θέση μπορούν να τοποθετούνται αυτή του θύτη, όχι για τις ίδιες τις πράξεις, αλλά για το πλαίσιο εκδήλωσης της όποιας κριτικής. Κυρίως για αυτό.
[email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το