Πολιτισμός

Δημήτρης Οικονόμου: Καμία ιστορία δεν σου χαρίζεται

Ο Δημήτρης Οικονόμου γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1974. Μεγάλωσε στον Κορυδαλλό και κατάγεται από το Παλαίκαστρο της Σητείας. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στη φροντιστηριακή εκπαίδευση επί 10 χρόνια. Από το 2008 εργάζεται στην εταιρεία Σκλαβενίτης, στην οποία – από το 2015 – είναι πρόεδρος του πανελλαδικού σωματείου εργαζομένων. Ζει στον Πειραιά με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά.
Την περίοδο 2001 – 2005, συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με το περιοδικό «Μετρονόμος». Το 2008 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, «24 νύχτες στο Αιγαίο» (Εκδόσεις Πουκαμισάς), ενώ τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το δεύτερο βιβλίο του, «Το απόκρυφο ημερολόγιο της Αριάδνης».

Συνέντευξη
Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Το απόκρυφο ημερολόγιο της Αριάδνης», ο τίτλος του μυθιστορήματός σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του βιβλίου;
Η Αριάδνη αφηγείται στο ημερολόγιό της τρεις ερωτικές ιστορίες που φωλιάζουν απροσδόκητα μέσα σε τρεις γνωστές αρχαιολογικές ανασκαφές: Του μινωικού ανακτόρου της Κνωσού στην Κρήτη, των παπύρων της Οξυρρύγχου στην Αίγυπτο και του ρωμαϊκού ναυαγίου των Αντικυθήρων. Κοινό χαρακτηριστικό των ιστοριών είναι ότι το φυσικό τοπίο απορροφά σταδιακά τους ήρωες, τους οδηγεί στην ενδοχώρα του έρωτα, τους φέρνει σε επαφή με πλάσματα που δεν «χωρούν» στον «πραγματικό» κόσμο, αλλά κυρίως τους βοηθά να ανασκάψουν τη μνήμη και τα συναισθήματά τους.

Το μυθιστόρημα κινείται ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην αξιοποίηση ιστορικών και στοιχείων μυθολογίας. Πόσο σας απασχόλησε η έρευνα σε συνδυασμό με τη συγγραφή του βιβλίου;
Το βιβλίο γράφτηκε, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «από τα μέσα προς τα έξω». Ο αρχικός πυρήνας του αποτελούνταν από σύντομες ερωτικές ιστορίες που έμοιαζαν με ανεπίδοτα γράμματα και ημερολογιακές εγγραφές. Για να αποκτήσουν λογοτεχνική υπόσταση εντάχθηκαν σε τρεις επιμέρους αφηγήσεις με περιγράμματα και πρόσωπα ιστορικά: Ο Μπέρναρντ Γκρένφελ, ο Μίνως Καλοκαιρινός και ο Άρθουρ Έβανς, για παράδειγμα, που πρωταγωνιστούν σε δύο από αυτές, άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στην ιστορία της αρχαιολογίας και του πολιτισμού. Η έρευνα για τη συγκέντρωση των πληροφοριών ήταν χρονοβόρα, αλλά εξαιρετικά γοητευτική και επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την πλοκή του έργου. Η φαντασία άνοιγε δρόμο στην έρευνα και η έρευνα γονιμοποιούσε τη φαντασία. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης ανακάλυψα γεγονότα που καθόρισαν ώς έναν βαθμό την εξέλιξη της ιστορίας της πατρίδας μας και τα οποία οι περισσότεροι γνωρίζουμε μόνο ως ονόματα δρόμων. Το πλήθος των πηγών και των πληροφοριών ήταν τέτοιο, που αρκετές φορές υπέπεσα σε λάθη, από τα οποία με έσωσε η επιμελήτρια και υπεύθυνη έκδοσης του βιβλίου, η Ελένη Κεχαγιόγλου, που υπήρξε πραγματικά πολύτιμη συνεργάτιδα.

Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Το ότι «κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια, όπως από μια χώρα», που έλεγε ο Εξιπερί. Όλα ξεκινούν από εκεί, απ’ τον απέραντο κόσμο των παιδικών μου χρόνων. Καλοκαίρια στην Κρήτη, βουτιές στη θάλασσα, πεζοπορίες με τον παππού, εξερευνήσεις με τα ξαδέρφια μου σε σπηλιές και έρημα ξωκλήσια, ιστορίες της γιαγιάς για θαύματα αγίων, χειμωνιάτικες νύχτες στο πατρικό μου παρέα με φαντάσματα που ήθελαν συζήτηση και ιστορίες για να μην μου εμφανιστούν, όλα αυτά και πάρα πολλά ακόμα που τα κουβαλώ μέσα μου. Από μικρός λοιπόν έγραφα ιστορίες, από την ανάγκη μου να περιγράψω αυτά που είδα ή φαντάστηκα. Αγωνιούσα να χωρέσω όλο αυτό το θαύμα σε ιστορίες για να μη χαθεί. Φυσικά δεν πρόκειται για μία αναίμακτη, ειδυλλιακή διαδικασία. Το αντίθετο μάλιστα. Καμία ιστορία δεν σου χαρίζεται και οι αναμνήσεις δεν είναι πάντα ευχάριστες.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας λογοτέχνες;
Θαυμάζω πολλούς συγγραφείς και ποιητές και αυτό δημιουργεί μία δυσκολία στην επιλογή. Η λέξη όμως «αγαπημένοι» που χρησιμοποιήσατε, με διευκολύνει να αναφέρω ορισμένους με κριτήριο τα συναισθήματα που δοκίμασα διαβάζοντας τα βιβλία τους, τις αναμνήσεις που έχω μέχρι σήμερα από τον τρόπο με τον οποίο τα βίωσα πνευματικά. Θα έλεγα λοιπόν τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Στρατή Τσίρκα, τη Ρέα Γαλανάκη, τον Αλμπέρ Καμί, τον Τζον Λε Καρέ, τον Ίαν Ράνκιν.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν λογοτέχνη;
Το να καταφέρει στην πορεία του χρόνου να βρει τη δική του φωνή, που θα είναι απαλλαγμένη από το ηχόχρωμα των προτύπων του γιατί θα τα έχει αφομοιώσει δημιουργικά.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Διάβασα για πολλοστή φορά τη «Σήραγγα των περιστεριών» του Τζον Λε Καρέ. Κάθε φορά που το διαβάζω αισθάνομαι τον ίδιο θαυμασμό για τη λογοτεχνική μαστοριά του συγγραφέα. Οι περιγραφές του είναι τόσο λεπτές και ακριβείς, τόσο καλοδουλεμένες που μοιάζουν απλές, αυτονόητες. Η θεματολογία του βιβλίου συναρπαστική! Πολιτική, μυστικές υπηρεσίες, ψυχρός πόλεμος, δολοπλοκίες, διπλωματία. Με την ίδια άνεση που σε ταξιδεύει σε κοσμοπολίτικα μέρη, σε ξεναγεί σε χώρες που μαστίζονται από τη φτώχεια, τις αρρώστιες και τους πολυετείς εμφυλίους. Και όλα αυτά διανθισμένα με σοφία, χιούμορ και ειλικρινή ανθρωπισμό.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Αναμφίβολα την αγάπη, σε όλες τις μορφές της. Είναι το «πρώτο κινούν ακίνητο» που έλεγε ο Αριστοτέλης. Είναι η δύναμη που γέννησε το σύμπαν, το άλλο όνομα του Θεού, είναι αυτό που νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Η βάση του σεβασμού, της πίστης, της φιλοπατρίας, του ανθρωπισμού.

Η πανδημία μάς έφερε πιο κοντά στην ανάγνωση βιβλίων; Ποια η δική σας αίσθηση;
Το βιβλίο λειτουργεί πάντα ως καταφύγιο στις δύσκολες ώρες. Την περίοδο του υποχρεωτικού εγκλεισμού και της μοναξιάς το βιβλίο βάθυνε τον χρόνο, μεγάλωσε τον κόσμο, βοήθησε τους έγκλειστους να ταξιδέψουν, παρηγόρησε με λόγια αληθινά, πυροδότησε συζητήσεις. Κράτησε συντροφιά ακόμη και σε ανθρώπους που είχαν πάψει να διαβάζουν, σαγηνευμένοι από την απατηλή γοητεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Με λίγα λόγια, κέρδισε – για λίγο ή πολύ είναι δύσκολο να το πει κανείς με σιγουριά – ένα κοινό που δεν προέρχεται από τον «σκληρό πυρήνα» των συστηματικών αναγνωστών.

Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;
Δεν έχω αρχίσει να γράφω κάτι καινούριο. Θα ήθελα όμως το επόμενο βιβλίο να απευθύνεται σε παιδιά, να είναι μία περιπετειώδης ιστορία από αυτές που διάβαζα τα Χριστούγεννα όταν ήμουν παιδί!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το