Συνέντευξη
Γιώργος Βαϊσμένος
Είναι ένας καλλιτέχνης με πολλές δεκαετίες εμπειρίας στο μπουζούκι, αλλά και στη μουσικοτεχνουργία, καθώς τα τελευταία 40 χρόνια κατασκευάζει ο ίδιος μπουζούκια. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και αναπόφευκτες εξελίξεις ο Δημήτρης Ντάμπλιας εξακολουθεί να αγαπά και να κρατά μέσα του την τέχνη, με την οποία βιοπορίστηκε και του κρατούσε συντροφιά όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα ο μουσικός διηγείται στη «Θ» την ιστορία του.
Πώς ξεκινάει η ενασχόλησή σας με το μπουζούκι;
Από τον παππού. Έπαιζε κλαρίνο και από 5 με 6 χρονών πηγαίναμε σε γάμους. Εγώ έπαιζα λαούτο και κλαρίνο από μικρός, ο θείος μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Όλοι στην οικογένεια με λίγα λόγια ήταν μουσικοί. Έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για τη μουσική. Ο πατέρας μου ήθελε να μάθω κλαρίνο που έπαιζε και αυτός, αλλά εμένα δεν μου άρεσε, έτσι πήρα το μπουζούκι. Το έμαθα μόνος μου, δεν υπήρχε κανένας τότε να σου δείξει πώς να παίζεις, φοβόντουσαν μην τους πάρεις τη θέση. Ούτε και από την οικογένεια υπήρξε κάποιος να μου μάθει. Έπαιζα μπουζούκι επαγγελματικά μέχρι πριν 10 χρόνια περίπου. Από το ’90 και μετά είχαν έρθει οι ξένες επιρροές που κατασπάραξαν τη δική μας μουσική, αλλά μετά σταμάτησε και η ζήτηση μουσικών λόγω της κρίσης. Δύσκολα πλέον ζητούσαν άτομα να παίξουν σε ένα καφενείο π.χ., ή σε ένα τσιπουράδικο, και τα χρήματα ήταν λίγα.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη μοντέρνα μουσική;
Δεν έχει κάτι που να σε τραβάει. Η μουσική του μπουζουκιού αντιπροσώπευε τη ζωή και τα βιώματά σου. Έπειτα χάθηκε και το νόημα του να διασκεδάζεις. Διασκέδαση για εμάς ήταν να πας κάπου με μια παρέα να ακούσεις μουσική, όπως του μπουζουκιού, να χορέψεις, να γλεντήσεις, να ταυτιστείς. Τα βιώματά σου ήταν η μουσική σου.
Ισχύει ότι σας είχε βραβεύσει ο Δήμος Βόλου στο παρελθόν για τη μουσική σας;
Πάνε πολλά χρόνια από τότε, το έχω χάσει κιόλας το βραβείο, έψαξα να το βρω μα δεν το βρήκα… Δεν ήταν κάτι βαρύγδουπο, μια αναγνώριση ήταν που μου είχε δοθεί από τον Δήμο του Βόλου για τη μουσική μου. Δεν ξέρω πώς επιλέχθηκα για να μου το δώσουν… Ίσως κάποιος δημοσιογράφος σκάλισε το παρελθόν και με βρήκε και θεώρησε ότι άφησα πίσω μου μία μουσική ιστορία…
Πώς προέκυψε η ενασχόληση με την κατασκευή μπουζουκιών;
Πέρασαν πολλά μπουζούκια από τα χέρια μου, αλλά κανένα δεν με ικανοποιούσε ηχητικά και πήρα την απόφαση να κατασκευάσω ένα δικό μου. Ήταν πολύ δύσκολο και ήθελε πολύ μεράκι, ειδικά αν το έκανες μόνος σου. Μου πήρε πολλά χρόνια, αλλά κατάφερα να φτιάξω ένα μπουζούκι που μου άρεσε. Κατασκευάζω μπουζούκια εδώ και 40 χρόνια περίπου. Πλέον τα πουλάω, μπορεί να επικοινωνήσει κάποιος μαζί μου αν ενδιαφέρεται…
Κάποτε υπήρξατε ο ιδιοκτήτης του Φαρίντα στις Αλυκές. Ποια η ιστορία του;
Η ιστορία ξεκινάει το 2003. Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό να πάρω αυτό το μαγαζί. Μέχρι τότε ο Λευτέρης Σαρίκας ήταν εργοδότης μου, δούλευα εκεί. Όταν το παράτησε το μαγαζί, το πήρα εγώ. Ενώ το μαγαζί πήγαινε πάρα πολύ καλά τα πρώτα 3 χρόνια, ξαφνικά ανακαλύπτω ότι έκλεβαν χρήματα. Εγώ επειδή τραγουδούσα δεν μπορούσα να ελέγχω το μαγαζί, ήμουν πάνω στη σκηνή. Όταν το κατάλαβα και έφυγα, το μαγαζί μετά από δύο μήνες περίπου έκλεισε. Από το 2006 και μετά το ανέλαβαν άλλοι.
Τι κάνει το μπουζούκι να ξεχωρίζει από τα άλλα όργανα;
Το μπουζούκι είναι παράδοση, δεν είναι απλά μουσική. Είναι ζωή και βίωμα. Έχω παίξει ό,τι όργανο έχει χορδή πάνω του, και επαγγελματικά, αλλά το μπουζούκι ήταν αυτό με το οποίο δέθηκα.
Υπήρχε μια στιγμή στην πάνω από 60 χρόνια ιστορίας σας που ξεχώρισε από όλες τις άλλες;
Αυτό που ξεχωρίζει πάντα είναι η εξέλιξη, αλλά η εξέλιξη ξαφνικά σταμάτησε το ’90. Όταν σιγά-σιγά σταματούσαν οι δουλειές, σταμάτησε και η εξέλιξη. Οι δουλειές τότε είχαν σταματήσει λόγω του Παπαθεμελή, που είχε αλλάξει το ωράριο λειτουργίας. Μέχρι τότε δουλεύαμε από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 9 το πρωί, 7 ημέρες την εβδομάδα. Ξαφνικά, με τον νόμο που εφάρμοσε, υποχρέωνε τα νυχτερινά μαγαζιά να κλείνουν στις 2. Πότε να ανοίξει ένα νυχτερινό μαγαζί, πότε να ξεκινήσει το τραγούδι και μέχρι πόση ώρα; Όταν δεν δουλεύεις δεν εξελίσσεσαι, όσο και αν σου αρέσει κάτι.