Τοπικά

Δημήτρης και Λίνο Καφίδας από τον Βόλο στον κόσμο… με το ντοκιμαντέρ «Ο Σπύρος και ο Γύρος του Θανάτου»

Ο Σπύρος, ακροβάτης του Γύρου του Θανάτου, ζει μια νομαδική ζωή με την οικογένειά του, το τροχόσπιτό του και μερικούς ακροβάτες που συχνά τον εγκαταλείπουν. Ο πατέρας του ήταν ένας θρύλος του Γύρου, ο παππούς του, ο θείος του και ο αδερφός του ήταν επίσης πολύ γνωστά ονόματα. Θα καταφέρει να σώσει μια οικογενειακή παράδοση 50 χρόνων και ένα επάγγελμα που πεθαίνει; Θα είναι ο τελευταίος ή μήπως οι γιοι του θα συνεχίσουν; Το ανθρώπινο πορτρέτο ενός παλιού ακροβάτη σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, «έχτισαν» σκηνοθετικά ο Δημήτρης και Λίνο Καφίδας. Αυτό το διεισδυτικό πορτρέτο ενός βετεράνου εραστή του ιλίγγου, προβάλλεται και βραβεύεται σε διεθνή φεστιβάλ

Ο ακροβάτης-καμικάζι πηγαίνει κόντρα στους νόμους της φύσης, αλλά η ζωή με τις αγωνίες και τις ανασφάλειές της υπόκειται σε έναν νόμο, αυτόν της βαρύτητας.
Γι’ αυτόν τον κόσμο που αλλάζει ραγδαία οι σκηνοθέτες Δημήτρης και Λίνο Καφίδας από τον Βόλο τιμήθηκαν με το βραβείο καλύτερου ελληνικού ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Καστελλόριζου, με σπουδαίες συμμετοχές από όλο τον πλανήτη. «Ο Σπύρος και ο Γύρος του Θανάτου» είναι το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του σκηνοθετικού διδύμου, πατέρα και γιου.


Μέχρι τώρα ο μεν Λίνο είχε δημιουργήσει δύο ταινίες μικρού μήκους και με τη μία μάλιστα – το Family Story – είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ του Λας Βέγκας. Ο δε Δημήτρης έχει σκηνοθετήσει μία ταινία μικρού μήκους – βραβευμένη από το υπουργείο Πολιτισμού – και έχει γράψει τρία σενάρια.
Το επόμενο project τους είναι σχεδόν έτοιμο σεναριακά. Πρόκειται μια μικρού μήκους ταινία μυθοπλασίας που εξελίσσεται στο Πήλιο. Οι σκηνοθέτες είναι στη φάση αναζήτησης χρηματοδότησης από τους αρμόδιους φορείς και χορηγούς.

Πώς όμως «έπεσε» η ιδέα για ένα ντοκιμαντέρ για τον γύρο του θανάτου; «Θυμάμαι που με πήγαιναν οι γονείς μου όταν ήμουν πιτσιρίκι στον Γύρο του Θανάτου και αργότερα – σαν παππούδες του πια – πήγαιναν και τον Λίνο. Έτσι όταν ένα καλοκαίρι πριν μερικά χρόνια έτυχε να ξαναδούμε τον Γύρο σκεφτήκαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να κάνουμε μία μικρού μήκους ταινία σχετικά με το θέαμα. Όταν ήρθαμε σε επαφή με τον Σπύρο, τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας και κουβεντιάσαμε μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι το θέαμα μέσα στο «βαρέλι» είναι μόνο μία πλευρά του Γύρου του Θανάτου και ότι σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο υπάρχουν πτυχές μιας ιστορίας που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τις αναδείξουμε. Για παράδειγμα, για τον Σπύρο, ο Γύρος του Θανάτου αποτελεί οικογενειακή παράδοση… Ο πατέρας του ήταν ένας θρύλος του θεάματος, ο παππούς του και ο θείος του ήταν μεγάλα ονόματα στις χρυσές εποχές αυτού του θεάματος και επίσης ο αδερφός του έμπαινε στο «βαρέλι» μέχρι σχετικά πρόσφατα. Παράδοση 50 χρόνων που προσπαθεί να την κρατήσει ζωντανή. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είδαμε ότι είναι ο τρόπος ζωής τους, ο οποίος στην ουσία είναι νομαδικός. Αυτό με τη σειρά του έχει σαν αποτέλεσμα ένα σωρό δυσκολίες στην καθημερινότητα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Η αβεβαιότητα για το αν θα πάνε καλά οικονομικά στα πανηγύρια, μιας και οι καλές εποχές του Γύρου έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, οι στενάχωρες συνθήκες διαβίωσης, η ανασφάλεια είναι η καθημερινή τους ρουτίνα. Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν καταστάσεις όπως δυνατές φιλίες και σχέσεις που έχουν χτιστεί. Έτσι λοιπόν καταλήξαμε να τους ακολουθούμε από μέρος σε μέρος για 2,5 χρόνια και αντί για μια ταινία μικρού μήκους να κάνουμε μία ταινία 56 λεπτών», λέει ο Δημήτρης.

Η πρώτη επαφή με τον Σπύρο έγινε αρκετά εύκολα, για το σκηνοθετικό δίδυμο. Ο ίδιος είναι ένας πολύ φιλικός και ευγενικός τύπος και δεν είχε κανένα θέμα να είναι ο εαυτός του και μπροστά στην κάμερα. «Επειδή τους ακολουθούσαμε για αρκετό διάστημα η εξοικείωση με την κάμερα ήταν τέτοια που ήταν σαν να μην υπήρχε. Οι προβληματισμοί του είχαν να κάνουν κυρίως με το μέλλον του Γύρου του Θανάτου -και σαν θέαμα, αλλά και οικονομικά – αλλά και με το μέλλον των τριών παιδιών του, τα οποία θέλει πάση θυσία να σπουδάσουν».
Οι σκηνοθέτες δεν είχαν «πίσω» τους ούτε γραφείο παραγωγής, ούτε κάποια χρηματοδότηση. Όλα έγιναν με δικά τους έξοδα, το μπάτζετ τους ήταν εξαιρετικά χαμηλό, στα όρια της ανυπαρξίας.

«Στην πραγματικότητα ήταν no budget. Με αυτό το δεδομένο, τελικά μάλλον καλά τα πήγαμε. Προς μεγάλη μας έκπληξη η ταινία μας επιλέχθηκε από πολλά διεθνή, αλλά και ελληνικά φεστιβάλ. Ενδεικτικά, μερικά από αυτά είναι το Beyond Borders στο Καστελλόριζο όπου κερδίσαμε το βραβείο καλύτερου Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το South East European Film Festival of Los Angeles, Barcelona Indie Film, Makers Film Festival London, New Indie Film Festival, Kosice Film Festival (Σλοβακία), Near Nazareth Film Festival (Ισραήλ), Mediteran Film Festival (Βοσνία), APOX FiLM Festival στην Κροατία …και μάλλον έπονται και άλλα», καταλήγει ο Δημήτρης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το