Ελλάδα

Η Δικαιοσύνη χαμένη στη… μετάφραση της υπόθεσης Siemens

siemens

Το δικαστήριο στην τελευταία συνεδρίασή του «τόλμησε», σύμφωνα με μεγάλη μερίδα νομικών, να πει το αυτονόητο: Οτι κανένας κατηγορούμενος δεν μπορεί να κάθεται στο εδώλιο, χωρίς να γνωρίζει την κατηγορία που τον βαρύνει. Και μάλιστα, όταν αυτή η κατηγορία επισύρει βαριές ποινές, τότε ο υπόδικος έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί την κατηγορία στη μητρική του γλώσσα.

Το επίμαχο βούλευμα, που όχι μόνο δεν μεταφράστηκε ολόκληρο, αλλά σε κομμάτια, επιπλέον δεν επιδόθηκε, όπως ορίζει ο νόμος, στους κατηγορουμένους έναν μήνα πριν από την έναρξη της δίκης. Αποτέλεσμα, η απόλυτη ακυρότητα, με την πολιτική αντιπαράθεση να φθάνει την ίδια ώρα στο ζενίθ και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάσσει πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση για να ερευνηθούν τυχόν ευθύνες όσων δικαστικών λειτουργών αναμείχθηκαν στην υπόθεση. Κάτω από τις κραυγές, όμως, και τις αλληλοκατηγορίες κρύβεται μία πικρή αλήθεια. Η αδυναμία της πολιτείας να εφαρμόσει τους νόμους που ψηφίζει, δημιουργώντας το αναγκαίο περιβάλλον για να προχωρήσει η διερεύνηση και η εκδίκαση των υποθέσεων.

Πριν από δύο χρόνια, η κυβέρνηση κύρωσε οδηγία σύμφωνα με την οποία όλα τα έγγραφα που αφορούν την απαγγελία μίας κατηγορίας θα πρέπει να παραδίδονται στους κατηγορουμένους στη μητρική τους γλώσσα. Προϋπήρχε άλλωστε διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει ακριβώς γιατί κατηγορείται, στη γλώσσα που κατανοεί, όταν παίρνει στα χέρια του το κλητήριο θέσπισμα.

Εάν δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας είναι μονόδρομος. Αυτό έκρινε και το δικαστήριο, παρά τις αντίθετες απόψεις που είχαν εκφράσει εισαγγελικοί λειτουργοί σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, υποστηρίζοντας ότι, αφού οι Γερμανοί κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση της κατηγορίας που τους βαρύνει στον ανακριτή μέσω διερμηνέα, αυτό είναι αρκετό, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται μετάφραση του βουλεύματος. «Πώς θα φαινόταν σε έναν Ελληνα πολίτη να δικάζεται στο Ιράκ ή στη Λιβύη με βούλευμα που δεν κατανοεί;», λέει δικαστική πηγή στο «Εθνος της Κυριακής», προσθέτοντας ότι «με αυτή την υπόθεση φάνηκε η ένδεια της Ελλάδος να ανταποκριθεί στις συνθήκες που υπογράφει».

Το ογκώδες βούλευμα και η «παρέλαση»
Το βούλευμα, το οποίο περιγράφει όλη την ιστορία των διπλών ταμείων με αφορμή τη σύμβαση 8002 του ΟΤΕ για την ψηφιοποίηση των τηλεπικοινωνιών, αριθμεί 4.500 σελίδες. Οι κατηγορούμενοι έφτασαν τους 64, με αρκετούς Γερμανούς να έχουν ήδη δικαστεί στη Γερμανία, να έχουν εκτίσει ποινές και να έχουν πληρώσει πρόστιμα, γεγονός που προκαλεί θέμα δεδικασμένου, το οποίο θεωρείται βέβαιον ότι θα τεθεί μετ’ επιτάσεως, όταν η δίκη αρχίσει εκ νέου.

Νομικοί και δικαστές σημειώνουν με νόημα ότι ο όγκος του βουλεύματος που αριθμεί 4.500 σελίδες έμελλε να αποτελέσει τη «θρυαλλίδα» των παθογενειών, αφού η δικαιοσύνη πολλές φορές και υπό τον φόβο ότι μπορεί να κατηγορηθεί, γιατί δεν κατέστησε κάποιον κατηγορούμενο, διώκει μεγάλο αριθμό εμπλεκομένων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι το… σύστημα δεν μπορεί να «σηκώσει» τέτοιες δικογραφίες. Αλλωστε, ούτε αίθουσες υπάρχουν, ούτε ο αριθμός των δικαστών που ανεβαίνουν στις έδρες είναι αρκετός, ούτε η υποδομή υπάρχει σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογία για να προχωρήσει γρήγορα μία υπόθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κόστος για τη μετάφραση των 4.500 σελίδων εκτιμάται ότι ήταν εξαιρετικά υψηλό για να δοθεί, ενώ σύμφωνα με πηγές της Εισαγγελίας Εφετών, ο κίνδυνος της παραγραφής κάποιων αδικημάτων ήταν ο λόγος που ζητήθηκε να μεταφραστεί μέρος του βουλεύματος και όχι ολόκληρο.

Η κατάρα χτύπησε από την αρχή της υπόθεσης
Η υπόθεση των μαύρων ταμείων πήγε στραβά από την αρχή, όπως εκτιμούν οι ίδιοι οι δικαστές, που έζησαν από κοντά τις ανακρίσεις. Το 2005, όταν πήρε τη σκυτάλη της προκαταρκτικής εξέτασης ο εισαγγελέας Παναγιώτης Αθανασίου με μία γραμματέα, ενώ στη Γερμανία είχαν οριστεί 16 εισαγγελείς με «στόλο» εμπειρογνωμόνων, κατάφερε να κάνει μία αρχή στο ξετύλιγμα του κουβαριού, με τη βοήθεια της γερμανικής δικαιοσύνης. Η έρευνα πέρασε στη συνέχεια στα χέρια του ανακριτή Ν. Ζαγοριανού, οι χειρισμοί του οποίου αμφισβητήθηκαν έντονα, μετά τη φυγή Χριστοφοράκου και Καραβέλα.

Μάλιστα, όταν άλλαξε η κυβέρνηση, ο ανακριτής διώχθηκε πειθαρχικά… Ετσι ελήφθη η απόφαση η δικογραφία λόγω της σπουδαιότητάς της να ανατεθεί σε εφέτη ανακριτή, όπως και έγινε, με την Ολομέλεια των Εφετών να ορίζει 3 εφέτες (σ.σ.: την κ. Νικολακέα, τον κ. Φιοράκη και τον κ. Πιπιλίγκα) για να φέρουν σε πέρας την κύρια ανάκριση, η οποία διήρκεσε περίπου 3,5 χρόνια, με μία μεγάλη διακοπή, όταν η ελληνική Βουλή αποφάσισε να διερευνήσει εκ νέου το σκάνδαλο της Siemens και ζήτησε να έχει στα χέρια της ολόκληρη τη δικογραφία, εκατοντάδων χιλιάδων σελίδων, με αποτέλεσμα να βάλει φρένο στην ανάκριση…

Ενάμιση χρόνο αργότερα, εισαγγελική πρόταση και βούλευμα ήταν έτοιμα, όχι όμως και όλα όσα έπρεπε να είναι έτοιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης. Την πρώτη ημέρα της δίκης δεν υπήρχε καρέκλα για τους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους τους, δεν υπήρχε διερμηνέας, ενώ ακολούθησε η 8μηνη αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους… Οταν έφτασε η ώρα να ξεκινήσει και πάλι η δίκη, το αμετάφραστο βούλευμα επιβεβαίωσε ότι αυτή η δικογραφία προκαλεί συνεχώς αναταράξεις -δικαστικές και πολιτικές- με αβέβαιο τέλος…

Αναζητώντας πραγματογνώμονες
Η υπόθεση της Siemens δεν είναι η μόνη που ταλανίζει τη δικαστική σκηνή, αφού και άλλες πολύ σοβαρές υποθέσεις εκκρεμούν λόγω έλλειψης μεταφραστών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανίζεται στις δικαστικές συνδρομές, όπου εκεί παίζονται καθυστερήσεις λόγω της έλλειψης κονδυλίων για να πληρωθούν μεταφραστές. Μάλιστα, όπως λένε οι ίδιοι οι δικαστές, το «μεροκάματο» είναι μικρό, 17 ευρώ την ημέρα, και οι αμοιβές δίδονται ακόμη και καθυστέρηση ενός έτους… Την ίδια ώρα, τα γραφεία διερμηνέων ζητούν 300 ευρώ την ημέρα, κόστος που δεν μπορεί να σηκώσει ο κρατικός προϋπολογισμός.

Επανειλημμένως οι δικαστικές αρχές έχουν ζητήσει τη συνδρομή της πολιτείας κρούοντας το καμπανάκι του κινδύνου για τις δικογραφίες που εκκρεμούν, και οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν χρήματα στα δημόσια ταμεία, εάν εκκαθαριστούν.

Τα αιτήματα για τη δημιουργία ενός μεταφραστικού τμήματος που θα βοηθούσε τους ανακριτές Διαφθοράς έχουν πέσει στο κενό όπως επίσης και το πάγιο αίτημα των δικαστών για τη δημιουργία της δικαστικής αστυνομίας, με πραγματογνώμονες όλων των ειδικοτήτων. Μεταφραστές, οικονομολόγους, ειδικούς στα χρηματοοικονομικά κ.λπ. Και αυτό το αίτημα χρονίζει, χωρίς απάντηση, αλλά και χωρίς άλλη λύση.

Στο μεγαλύτερο Πρωτοδικείο της χώρας, στην Αθήνα, υπάρχουν μόνο δύο ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι περνούν… εκ περιτροπής (!) από τα ανακριτικά γραφεία που ασχολούνται με υποθέσεις διαφθοράς για να ασχοληθούν με τις δικογραφίες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη είναι ότι οι αλλοδαποί κατηγορούμενοι πληρώνουν από την… τσέπη τους τον διερμηνέα για να ακούσουν την κατηγορία που τους αποδίδεται, όταν δεν υπάρχει αντίστοιχος διερμηνέας στον κατάλογο του Πρωτοδικείου.

Στην ανάκριση για σκέλος της υπόθεσης των υποβρυχίων με 13 κατηγορουμένους, στη διάρκεια της απολογίας Γερμανού κατηγορούμενου, χρέη μεταφραστή έκανε διερμηνέας που έφερε δικηγόρος κατηγορουμένου, προκειμένου να ολοκληρωθεί όπως πρέπει η διαδικασία των ερωταπαντήσεων αλλά και της απαγγελίας της κατηγορίας. Ο νόμος και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προβλέπουν τον διορισμό μεταφραστή από τον κατηγορούμενο, εφόσον ο κατάλογος του Πρωτοδικείου δεν επαρκεί ή δεν υπάρχει διερμηνέας της συγκεκριμένης γλώσσας. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να πληρώσει τον μεταφραστή, ο οποίος δίνει όρκο ότι θα κάνει ορθά τη μετάφραση από τη μία στην άλλη γλώσσα, ωστόσο οι ανακριτές προτιμούν, για λόγους εμπιστοσύνης, χρέη μεταφραστή στις υποθέσεις να κάνουν όσοι έχουν διοριστεί επισήμως ως μεταφραστές του Πρωτοδικείου.

Πηγή www.ethnos.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το