Άρθρα

Διατροφή και καρκίνος του μαστού

Του Γεράσιμου Πίννα

Το 1985 ο Οκτώβριος καθιερώθηκε ως Μήνας Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τον καρκίνο του μαστού, σε μία διεθνή εκστρατεία για την αφύπνιση του γυναικείου πληθυσμού και τη συγκέντρωση πόρων για έρευνα, πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της πιο συχνά εμφανιζόμενης κακοήθειας στις γυναίκες. Η αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις δυτικές κοινωνίες, σχετίζεται με τις αλλαγές που συντελούνται στο τρόπο ζωής τις τελευταίες δεκαετίες όπως η παχυσαρκία, η κακή διατροφή, η έλλειψη σωματικής άσκησης, η κατάχρηση αλκοόλ, το κάπνισμα, το stress κ.ά. Βιβλιογραφικά δεδομένα αναφέρουν επίσης ότι ο σχετικός κίνδυνος αυξάνεται σε γυναίκες με ιστορικό καρκίνου μαστού στην οικογένεια (κληρονομικοί παράγοντες-γονιδιακές μεταλλάξεις BRCA1,BRCA2 κ.ά.), στη μακροχρόνια έκθεση σε ορμόνες, στη περιορισμένη διάρκεια γαλουχίας, στην ατεκνία.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ταμείο Έρευνας για τον Καρκίνο (WCRF), αλλά και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο (AICR), ποσοστό της τάξεως του 30%- 40% όλων των καρκίνων που εκδηλώνονται, σχετίζεται με τη διατροφή, τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα, την παχυσαρκία. Έρευνες υποδεικνύουν ότι η αύξηση του σωματικού βάρους και ιδιαίτερα η εναπόθεση ενδοκοιλιακού λίπους, είναι κοινή παρατήρηση κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά από τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού, η οποία εμφανίζεται σε ποσοστό έως και 100% των γυναικών. Εκτός από τη δυσμενή επίδραση στην αντίληψη της εικόνας σώματος και την ποιότητα ζωής, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η αύξηση του σωματικού βάρους μετά τη διάγνωση, μπορεί να αυξήσει το ποσοστό εμφάνισης υποτροπής και να μειώσει τη μακροχρόνια επιβίωση. Επιπλέον, η αύξηση του ενδοκοιλιακού λίπους, έχει σχετιστεί με υψηλότερα επίπεδα μη συνδεδεμένων ορμονών του φύλου, καθώς επίσης και με υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης τα οποία μπορεί να έχουν δυσμενή επίδραση στην επιβίωση.
Με βάση επιδημιολογικές και προκλινικές μελέτες, ορισμένα τρόφιμα και θρεπτικά συστατικά (π.χ. επεξεργασμένοι υδατάνθρακες, κορεσμένα – trans λιπαρά, κόκκινα και επεξεργασμένα κρέατα) θεωρούνται δυνητικοί παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση της νόσου, καθώς αυξάνουν τα επίπεδα ενδογενών οιστρογόνων, την ανάπτυξη του IGF-1 παράγοντα αλλά και προφλεγμονώδεις κυτοκίνες. Αντίθετα, οι φυτικές ίνες, τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFAs), οι βιταμίνες C και E, τα φρούτα και τα λαχανικά μπορεί να έχουν προστατευτικό ρόλο μειώνοντας το οξειδωτικό στρες και μειώνοντας τη χρόνια φλεγμονή.

Μεσογειακή διατροφή και πρόληψη του καρκίνου του μαστού
Έρευνες έχουν δείξει πως η προσκόλληση στη μεσογειακή διατροφή φαίνεται να συνδέεται αντιστρόφως με την επίπτωση και τη θνησιμότητα της νόσου. Η μεγάλη κατανάλωση λαχανικών και φρούτων στη μεσογειακή διατροφή παρέχει σημαντικές ποσότητες τόσο πολυφαινολών όσο και φυτικών ινών, τα οποία και τα δύο έχουν προταθεί για την πρόληψη της καρκινογένεσης. Ένας πιθανός μηχανισμός δράσης των πολυφαινολών έγκειται στην ικανότητά τους να εξουδετερώνουν το οξειδωτικό στρες και τη φλεγμονή. Για παράδειγμα, οι πολυφαινόλες της σκόνης βατόμουρου μπορούν να ρυθμίσουν τον πολλαπλασιασμό καρκινικών κυττάρων, αλλά και τη μεταστατική δραστηριότητα ρυθμίζοντας την ιντερλευκίνη (IL)-6. Επίσης oρισμένες πολυφαινόλες έχει βρεθεί ότι ανταγωνίζονται τη σηματοδότηση των οιστρογόνων είτε αναστέλλοντας την αρωματάση, η οποία είναι υπεύθυνη για τη σύνθεση οιστρογόνων. Μέσω παρόμοιου μηχανισμού δράσης, οι φυτικές ίνες μπορούν να αποτρέψουν την καρκινογένεση δεσμεύοντας τα οιστρογόνα και μειώνοντας τα επίπεδά τους στον ορό ή βελτιώνοντας την ευαισθησία των κυττάρων στην ινσουλίνη αλλά και βοηθώντας στην διατήρηση της όρεξης αλλά και στη διατήρηση του βάρους.

Τα κυριότερα βήματα για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού είναι τα εξής:
• Διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα.
• Συστηματική σωματική δραστηριότητα (τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας έντασης ή 75 λεπτά υψηλής έντασης φυσική δραστηριότητα κάθε εβδομάδα).
• Θηλασμός.
• Χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ – κόκκινου κρέατος και αλλαντικών.
• Χαμηλή κατανάλωση σε αλάτι και ζάχαρη.
• Εφαρμογή ενός πλάνου διατροφής στα πρότυπα της Μεσογειακής Διατροφής (καθημερινή κατανάλωση σιτηρών (κυρίως ολικής άλεσης), 5 μερίδων φρούτων και λαχανικών, οσπρίων, βοτάνων, ξηρών καρπών, μπαχαρικών, ελαιόλαδου)
• Καθημερινή κατανάλωση φυτικών ινών.
• Διακοπή καπνίσματος.
• Αποφυγή στρες – άγχους.
• Ο προγραμματισμένος, τακτικός, προληπτικός έλεγχος οφείλετε να πραγματοποιείται με συνέπεια, καθώς η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί την πιο αποτελεσματική θεραπεία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το