Θ Plus

Διασχίζοντας τη διώρυγα του Ξέρξη από τον Στρυμονικό στον Σιγγιτικό κόλπο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Όπως η Πελοπόννησος έτσι και η Χαλκιδική έχει τρία πόδια. Εδώ ασφαλώς και δεν ισχύει η παροιμία «άλλα τα μάτια του λαγού…», αφού και οι δυο ποδαράτες περιοχές της νότιας και βόρειας Ελλάδας έχουν όχι μόνο μάτια σαν του λαγού, αλλά και πόδια πανέμορφα.
Χρυσά πόδια λοιπόν. Που κάνουν τη διαφορά. Ας αφήσουμε όμως τα Μοραΐτικα πόδια στην ησυχία τους – και την ομορφιά τους – κι ας χαϊδέψουμε για λίγο τις κολωνάτες γάμπες της Χαλκιδικής.
Από τα τρία πόδια της Χαλκιδικής το πρώτο όπως ερχόμαστε από τη Θράκη (ή την Ασία, για τους ιστορικούς), είναι και το πιο ζόρικο. Και τούτο γιατί πάνω του εκτείνεται μια σκληροτράχηλη χερσόνησος, του Αγίου Όρους, που την κάνει δυσπρόσιτη, αλίκτυπη κι ανθρωποβόρα.
Τα ναυάγια που ακολούθησαν επιβεβαίωναν κάθε φορά το δύστροπο θαλασσινό ταξίδι γύρω από τη χερσόνησο του Αγίου Όρους.
*
Την ίδια σκέψη μ’ εμάς έκανε, πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια ακριβώς, ο Πέρσης κοσμοκράτορας, στη δύναμη και την εξουσία του οποίου κανένας δεν τολμούσε να αντιβληθεί.
Κανένας; Άνθρωπος, ναι, κανένας, αλλά η φύση;
Η φύση τον προειδοποιούσε, μα εκείνος την αγνοούσε. Ή δεν τη σεβότανε. Αρκούνταν στα μεγαλεπήβολα σχέδια των μηχανικών του, στην παντοδύναμη υπεροπλία του στρατεύματος που τον ακολουθούσε πιστά και τέλος στην ασεβή υπερεκτίμηση των ανθρώπινων μέτρων.
Φτάνοντας εμείς εκεί, ακολουθώντας τον δρόμο του Σταυρού, κι έπειτα από τα Στάγειρα και το Στρατώνι, στην Ιερισσό, δεν φανταζόμασταν πως λίγο παρακάτω, γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα νοτιότερα, θα συναντούσαμε τις τελευταίες απτές πληροφορίες από εκείνο το στράτευμα του Ξέρξη και τις αδόκιμες απόπειρες του μηχανικού του να ζέψει την αδύνατη μέση της χερσονήσου στο πιο ευπαθές της σημείο.
Να τη ζέψει με τεχνητή διώρυγα, προκειμένου να περάσει ο κουρνιαχτός του στρατού του και όλα τα δίολκα ποντοπόρα σκάφη του πάνω σε ράγες που τοποθέτησε ο αρχιμηχανικός του, ενώνοντας τις δυο θάλασσες, αυτή του Στρυμονικού με την άλλη του Σιγγιτικού κόλπου.
Βρήκαμε τα υπολείμματα εκείνης της δίολκης σιδηροτροχιάς που σκάρωσε την άνοιξη του 480 π.Χ. ή μήπως ήταν στη φαντασία μας αυτή όλη η επιχείρηση που έστησε ο μέγας βασιλιάς των Μήδων;

Η έξοδος της διώρυγας στην Τρυπητή με την Ουρανούπολη στο βάθος

*
Η διώρυγα που κατασκεύασε ο Ξέρξης, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα έργα της αρχαιότητας, που έγινε εδώ οπού ακριβώς στεκόμαστε τώρα αγναντεύοντας τη σμαράγδινη θάλασσα που κοιμάται ήσυχη στην άκρη της Νέας Ρόδας, απ’ όπου αρχίζει να μετράει το εύρος της κοίλης και στενής λωρίδας εδάφους που χωρίζει τις δυο πιο πάνω θάλασσες.
Είμαστε στην καρδιά των περσικών πολέμων, μέσα στο 480 π.Χ. οπότε ο Ξέρξης θέλει το συντομότερο να κατηφορίσει εναντίον των ανεξάρτητων και αυτόνομων πόλεων της Ελλάδας, για να τους δώσει ένα μάθημα σεβασμού στην παντοδυναμία του και να επιστρέψει συνεχίζοντας το έργο της παγκόσμιας κατοχής του πλούτου και της μοναρχικής του αυθεντικότητας.
Φτάνει και αυτός – κάμποσο πριν από εμάς – στην άκρη της χερσονήσου κι αναμετράει ποιες πιθανότητες υπάρχουν να του κοστίσει λιγότερο μια σπατάλη τεχνικού έργου διόλκευσης των καραβιών του, παρά μια αμφίβολης αποτελεσματικότητας επιθαλάσσια παράκαμψη της χερσονήσου.
Και αμ έπος αμ έργον, δουλεύει πάνω σε σχέδια χάρτες και τριγωνομετρικά τερτίπια, σιδερώνοντας, σε ευθεία γραμμή την τροχιά του εδάφους, στο χαμηλότερο σημείο του και διουλκώντας από εκεί τα αναρίθμητα σκάφη του περνώντας σε χρόνο ρεκόρ από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Η ιστορία λέει ότι είχε υποστεί στραπάτσα τις προηγούμενες φορές, τόσο στον Ελλήσποντο, όσο και στα βράχια του Όρους, πάνω στα οποία τσακίστηκε ο στόλος του Μαρδόνιου. Αλλά και αργότερα ο Ξέρξης έπαθε θαλασσινές πανωλεθρίες, τόσο στα παράλια της Πύδνας, όσο και στης Σηπιάδας το ακρωτήρι, όπου έχασε τον μισό του στόλο, τσακισμένο πάνω στα βράχια.
Τώρα λοιπόν βρήκε τον κόλπο και προέβη στην επιχείρηση ζεύξης του στενού δημιουργώντας, όπως τονίζει ο Ηρόδοτος, μα και ο Θουκυδίδης, τη θρυλική δίολκο (και όχι διώρυγα).
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο το έργο αυτής της ζεύξης και του σιδερώματος της τροχιάς το ανέθεσε στον Αρταχαίη και στον Βούβαρο.
Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί διαφωνούν πάντως μεταξύ τους αν ήταν διώρυγα ή δίολκος. Οι έρευνες, οι ερμηνείες και κυρίως οι επισταμένες ανιχνεύσεις του εδάφους συγκλίνουν στο ότι ο Ξέρξης άνοιξε διώρυγα και όχι άλλου είδους δίοδο, για να περάσει ο ενάλιος στολίσκος του.

Το «ξύρισμα» του εδάφους πάνω στη διώρυγα όπως είναι σήμερα

*
Καθώς λοιπόν πλησιάζουμε, για να συναντηθούμε με την ιστορία, κοντά στα Νέα Ρόδα, νάσου η ακαθόριστη απλωσιά του στενού, μέσα από την οποία κατάφερε να απλοποιήσει, την ασύλληπτη για τα χρονικά της εποχής του, ιδέα κατασκευής της διώρυγας.
Η διώρυγα αυτή πάντως εντοπίζεται σήμερα πανεύκολα και βαδίζεται εξίσου εύκολα από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της διώρυγας είναι θαμμένο κάτω από το ανασκολοπισμένο έδαφος που καλύπτει μιαν έκταση χιλίων εννιακοσίων μέτρων, όπως το μέτρησα με ακρίβεια, περπατώντας πάνω στα ίχνη του σημερινού σιδερώματος που επιχείρησε η τοπική κοινωνία, με την έγκριση της Αρχαιολογίας, και σε συνεργασία με τις αρμόδιες επιστημονικές αρχές.
Από το 2008 ολόκληρη η διορυκτική γραμμή Νέων Ρόδων – Τρυπητής έχει εντοπισθεί από ομάδα Βρετανών και Ελλήνων μηχανικών, που ανασκάφτουν την περιοχή, οι οποίοι κατάφεραν και έδειξαν την ακριβή θέση, αλλά και τις διαστάσεις της διώρυγας.
Η διώρυγα, κατ’ αυτούς έχει μήκος δύο χιλιόμετρα, πλάτος τριάντα μέτρα και μέγιστο βάθος δεκαπέντε. Είναι ορατή από μεγάλο ύψος, παρότι η θέση της έχει υποστεί καθίζηση. Όμως και όλες οι αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι η θρυλική διώρυγα, μετά τη χρησιμοποίησή της από τον Ξέρξη, αχρηστεύθηκε, εγκαταλείφθηκε κι επιχωματώθηκε.
*
Το έργο μου πια ήταν εύκολο. Θα άρχιζα τον περίπατό μου – περίπατο ιστορικό και μαθηματικό – από το χείλος του κύματος των Νέων Ρόδων και θα οδοιπορούσα εγκάρσια και κατά μήκος της ξεχερσωμένης και πρόσφατα φρεζαρισμένης λωρίδας γης, η οποία ακολουθεί τα ευρήματα και τα ελάχιστα ίχνη που έχουν αφήσει οι τροχιές των μηχανικών ξεσμάτων απάνω στη μακελεμένη χωμάτινη στράτα.
Η λωρίδα αυτή είναι σήμερα εμφανής και καθαρά πειραγμένη (χαραγμένη θέλω να πω) στην άκρη της τεράστιας αλάνας που μένει ελεύθερη και άκτιστη λόγω της υπαγωγής της στο καθεστώς του αρχαιολογικού χαρακτηρισμού.
Η πορεία μου διαγράφεται απλή, σύντομη με μιαν ελάχιστη ανυψωτική πορεία, λόγω των επιχωματώσεων που ακολούθησαν τη διόρυξη του στενού και την ελαφρά στη συνέχεια καθοδική πορεία μέσα από βάλτο και καλαμιώνα.
Τελειώνει δε η πορεία μου αυτή στα νερά του βαλτότοπου της Τρυπητής που δημιουργεί – κι ενδεχομένως να δημιουργούσε και τότε – υπόσκαφη ποτάμια δίοδο προς τη θάλασσα.
Στο σημείο εκείνο εγκαταλείπω τη χαραγμένη διαδρομή, αποκλίνω για λίγο της πορείας και ακολουθώ τον δρόμο για διακόσια μέτρα που κατευθύνεται στο λιμανάκι της Τρυπητής. Κατηφορίζω, για να φτάσω σε ένα χαμηλό διάζωμα όχτου δίπλα από τον οποίο κυλάει τα βαλτωμένα του νερά η κατ’ επίφαση δίολκος του περσικού ορύγματος.
Επιστρέφοντας τσαλαβουτώ στα βαλτονέρια, για ν’ ακολουθήσω την αυθεντική πορεία τη διώρυγας, ώστε να έχω πλήρη και ολοκληρωμένη καταγραφή του αριθμητικού λογότυπου της τελευταίας.
Τα μέτρα είναι, για την απόλυτη ακρίβεια των δεδομένων, χίλια εννιακόσια πενήντα, συν πλην δέκα έως είκοσι.
*

Ο βάλτος στην έξοδο του Σιγγιτικού από όπου πέρασαν τα περσικά καράβια

Αυτή η ζώνη σήμερα δε λέει τίποτα στους ντόπιους και στους περαστικούς. Όλοι περνούνε βιαστικά, για να πάνε στην Ουρανούπολη κι από κει στο Αγιονόρος ή να πάρουν το φερρυμπωτάκι για την Αμμουλιανή. Κανείς δεν υποψιάζεται τι έδαφος διασχίζει και τι συνέβη σε αυτή τη λωρίδα του εδάφους πριν από δυο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια, ακριβώς…
(Εγώ όμως φαντάζομαι ποια θα ήταν η ομορφιά και η πρωτοτυπία της διάνοιξης αυτής της γήινης γραμμής ώστε να πλημμυρίσει από θαλασσινό νερό και να επικυρώσει μια ιστορική στιγμή του δαιμόνιου ανθρώπινου μυαλού που δεν κατάφερε να την ολοκληρώσει).
Τη φαντάζομαι, ως εικόνα και σκέψη κι ας μην την εγκρίνω, ως ιδέα, λόγω της μετατροπής και αλλοίωσης του εδαφικού της status.
Πάνω σε αυτή τη σκέψη νάσου κι εμφανίζεται ο δαίμονας της Ιστορίας, που δεν είναι άλλος από τον Ηρόδοτο. Και τι μου λέει;
«Ισθμόν δε μη πυργούτε, μηδ’ ορύσσετε
Ζευς γαρ κ’ έθηκε νήσον εί κ’ εβούλετο»
(Ηρόδοτος, 1,1,174)
Τι ήθελε να πει; Οι Κνίδιοι, κάποτε, που δε σεβάστηκαν τη μορφολογία του εδάφους όπου κατοικούσαν, σχεδίαζαν να αποκόψουν τη χερσόνησό τους ώστε να την κάμουν νησί, για να σωθούν από τους Πέρσες. Έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στους Δελφούς για να συμβουλευθούν αν ήταν σωστή αυτή η παράλογη γεωφυσική αλλοίωση. Να φτιάξουν δηλαδή ένα νησί αποκομμένο από τη μικρασιάτικη στεριά.
Κι ο χρησμός της Πυθίας ήταν ο προαναφερόμενος…

Σεπτέμβρης του ’20

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το