Άρθρα

«Δεν αρκεί μια φωνή που ο φόβος την κάνει ψίθυρο»

 

Της
Χαριτίνης Μαλισσόβα

Πρωί Δευτέρας, λίγο μετά τις 8.00.
Οδηγώντας στην οδό Αθηνών, ακριβώς έξω από τον ΟΑΕΔ και κόβοντας ταχύτητα για το φανάρι που υπάρχει ακριβώς μπροστά μου, βλέπω στο πεζοδρόμιο ένα ζευγάρι να διαπληκτίζεται έντονα. Η ηλικία τους είναι γύρω στα 40 και ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το αυτοκίνητό τους, βρίσκεται ακριβώς μπροστά τους, ενώ σταδιακά τους βλέπω να βρίζονται και να χτυπιούνται. Δυο – τρεις άνθρωποι που βρίσκονται τυχαία κοντά τους, δεν παρεμβαίνουν στον καβγά, παρόλο που ο άνδρας δείχνει επιθετικότατος.
Μέσα από το αυτοκίνητό μου και καθώς η πρωινή υγρασία με αναγκάζει να έχω κλειστά τα παράθυρα, βλέπω το περιστατικό ξυλοδαρμού, δεν ακούω τι λένε και το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι φωνάζουν. Όταν, ξαφνικά, βλέπω τη γυναίκα να αρπάζει ένα κινητό από τα χέρια του άντρα και να το εκσφενδονίζει προς τον δρόμο.
Μόνο που την πορεία του εκσφενδονιζόμενου κινητού ανακόπτει το δικό μου αυτοκίνητο που κατά σατανική σύμπτωση περνάει στα κλάσματα εκείνα του δευτερολέπτου από το συγκεκριμένο σημείο.
Αμέσως σταματάω και κατεβαίνω να σώσω ο,τιδήποτε μπορεί να σωθεί, τη γυναίκα από τον μαινόμενο άνδρα, να καλέσω την αστυνομία και να δω τι ζημιά προκλήθηκε στο αυτοκίνητό μου.
Ο άνδρας τότε παίρνει από τον δρόμο το κινητό του, φωνάζοντάς μου πως δεν φταίει εκείνος, αλλά πως η γυναίκα το πέταξε, η δε γυναίκα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, μπαίνοντας στο αυτοκίνητό τους, μου φώναζε να καλέσω την αστυνομία, να δώσω τον αριθμό του αυτοκινήτου και να τους πω όσα είδα να της κάνει.
Κατάπληκτη, πια, έβλεπα το αυτοκίνητο να εξαφανίζεται προς την Αθηνών, ενώ αμέσως κάλεσα την αστυνομία.
Έδωσα τον αριθμό των πινακίδων του αυτοκινήτου, εξηγώντας πως δεν έχω εντοπίσει τη ζημιά που προκλήθηκε στο δικό μου αμάξι, επειδή αυτό που με ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να καταγγείλω το περιστατικό βίας, στο οποίο είχα προ ολίγου γίνει μάρτυρας.
Ο αστυνομικός, με τον οποίο συνομιλούσα, μου είπε πως θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν το όχημα και ότι καλό θα ήταν να περάσω από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, ώστε να καταγραφεί μόνο το συμβάν της ζημιάς που προκλήθηκε στο αυτοκίνητό μου.
Μια μέρα πριν είχα γίνει μάρτυρας μιας άλλης σκηνής όπου άνδρας, εμφανώς μεθυσμένος, καλούσε τη συνοδηγό του αυτοκινήτου, από το οποίο μόλις είχε βγει, να κατέβει κι εκείνη βρίζοντάς την: «Ηλίθια, κατέβα, δεν ακούς; Μα πόσο μ…… είσαι.
Θα σε πλακώσω στις μπουνιές».
Η γυναίκα εμφανώς παγωμένη, καθώς εκείνη την ώρα διέρχονταν κι άλλοι πεζοί που σίγουρα άκουσαν, αλλά δεν στάθηκαν καν να δουν αν βρίσκεται σε κίνδυνο, δεν κατέβαινε από το αυτοκίνητο, εντείνοντας την επιθετικότητα του άντρα που την εκφόβιζε και την έβριζε ασταμάτητα.
Η αλήθεια είναι πως ήρθα στη θέση της εκείνη την ώρα και πραγματικά τρόμαξα από τα συναισθήματα που μου δημιουργήθηκαν.
Τόσο φοβισμένη έδειχνε αυτή η συνομήλική μου, εμφανίσιμη γυναίκα που ο φόβος της με διαπέρασε κυριολεκτικά.
Ο μεθυσμένος άνδρας ξαναμπήκε στο ακριβό του αυτοκίνητο, συνεχίζοντας ένα απαίσιο υβρεολόγιο (συνοδεία από έντονες κινήσεις των χεριών του που στρέφονταν απειλητικά προς τη συνοδηγό), ώσπου τα κλειστά παράθυρα και ο θόρυβος της μηχανής τα έσβησαν καθώς απομακρύνονταν, βάζοντάς με σε μαύρες σκέψεις. Πώς μπορούσε να οδηγεί και να κακοποιεί αυτός ο άνθρωπος – λέμε τώρα – στο κέντρο της πόλης ατιμώρητος, αλλά κυρίως τι περίμενε αυτή τη γυναίκα όταν θα απομακρύνονταν από τον κόσμο.
Μέχρι την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές δεν έχω μάθει τι απέγινε το ζευγάρι της οδού Αθηνών ούτε φυσικά και αυτό του κέντρου της πόλης.
Η γυναίκα στην περίπτωση του πρώτου ζευγαριού μπήκε στο αυτοκίνητο φωνάζοντάς με να καταγγείλω το περιστατικό, η δε γυναίκα του δεύτερου περιστατικού σιωπηλά υπέμενε το μαρτύριο του εξευτελισμού της, δεν βγήκε να ζητήσει βοήθεια, ενώ ήταν εμφανές πως η κατάσταση που βίωνε, δεν ήταν πρωτόγνωρη για εκείνη.
Ανασφαλείς και παγωμένες από τον φόβο οι δυο αυτές γυναίκες, είναι δυο από τις δεκάδες ή εκατοντάδες γυναίκες που βιώνουν βία, εξευτελισμό, χειροδικία από τους συντρόφους τους χωρίς να μπορούν να βρουν τρόπο να ξεφύγουν από το μαρτύριό τους.
Συνεχίζουν να βρίσκουν διεξόδους, ώστε η ζωή που ζουν να έχει φωτεινά διαλείμματα και να λογίζεται ως ζωή κάτω από βίαιες και ακραίες συμπεριφορές, μέχρι να συμβεί το μοιραίο: Πάνω σε μεγάλο θυμό ένας ακόμα θυμωμένος, διεστραμμένος, κομπλεξικός, ζηλιάρης, αλκοολικός σύζυγος ή σύντροφος να αποφασίσει να τερματίσει τη ζωή σε κάποια ή κάποιες από αυτές.
Και μην πει κάποιος γιατί δεν μίλησαν, γιατί δεν φώναξαν όταν έπρεπε, γιατί δεν αντέδρασαν, γιατί δεν ακούστηκαν.
Και μίλησαν, και φώναξαν, και αντέδρασαν. Απλά δεν ακούστηκαν, ενδεχομένως, ούτε καν από τα δικά τους συγγενικά πρόσωπα.
Γιατί η κραυγή, όταν φοβάσαι, γίνεται ψίθυρος ή παγωμένη σιωπή σαν αυτή που με διαπέρασε και τη νιώθω ακόμα.
Γιατί η κοινωνία, μέσα στα τόσα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει, έχει γίνει τυφλή και κουφή.
Δυστυχώς, η κυρίαρχη άποψη είναι το «ου μπλέξεις». Και στην ευρυχωρία του «ου μπλέξεις» μπερδεύεται η ιδιωτική ζωή με τη δημόσια ζωή, που γίνεται δημόσια, μόνον ύστερα από κάποιον τραγικό απολογισμό. Δυστυχώς, αυτό είναι το δικό μου συμπέρασμα, ύστερα από όσα διαπίστωσα ιδίοις όμμασι αυτές τις ημέρες και μετά τη 17η γυναικοκτονία τους τελευταίους 20 μήνες.
Το μυαλό μας, σίγουρα, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις γυναίκες που βασανίστηκαν κι έφυγαν από τη ζωή φρικτά και άδικα.
Το μυαλό μας, ωστόσο, ας μην ξεφύγει από όσες γυναίκες ζουν έναν ατελείωτο Γολγοθά, τον οποίο αναγκάζονται να διαιωνίζουν επειδή έχουν πειστεί πως ο θύτης τους θα τις βρει όπου κι αν πάνε, όπως στην περίπτωση της 43χρονης φαρμακοποιού.
Επειδή οι θύτες, ως φαίνεται, δεν μπορούν να αντέξουν την απόρριψη, αλλά κυρίως δεν μπορούν να αντέξουν ελεύθερη από τα δικά τους δεσμά τη γυναίκα που θέλουν να ορίζουν.
Μπορεί άραγε να παρέμβει έγκαιρα και αποφασιστικά ο συνάνθρωπος, ο νόμος, η κοινωνία όταν κάποιος έχει αποφασίσει να σου στερήσει τη ζωή;

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το