Πολιτισμός

Χρονικό περιπλάνησης στην Αθήνα – Η νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Μπλάνα με τίτλο «Στη ρωγμή του τσιμέντου»

Το χρονικό της περιπλάνησης της Μαρίας Σ. Μπλάνα στην Αθήνα, αμέσως μετά την επιστροφή της από τη Λιλ της Γαλλίας όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, αποτυπώθηκε στην καινούρια ποιητική συλλογή της με τίτλο «Στη ρωγμή του τσιμέντου» (εκδ. Σμίλη). Μία κομψή έκδοση με ποιήματα χάικου της Βολιώτισσας μεταφράστριας, η οποία επιλέγοντας την ιαπωνική φόρμα των τριών στίχων σε δεκαεπτά συλλαβές, επιχειρεί να «αιχμαλωτίσει» φευγαλέες στιγμές από τη ζωή στην πόλη.

Τι προσδοκά ο αναγνώστης που θα διαβάσει τη «Ρωγμή του τσιμέντου»;

Πιστεύω πως κάθε αναγνώστης που πιάνει στα χέρια του μια ποιητική συλλογή προσδοκά, κατ’ αρχάς, να δει κάτι που να μη μοιάζει με ό,τι έχει ήδη πέσει στα χέρια του. Αυτή ήταν και η δική μας επιδίωξη, τόσο ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου όσο και ως προς την αισθητική του. Με μια πιο κοντινή ματιά, ο παράτιτλος του βιβλίου, «Η πόλη με τον τρόπο του χάικου», προδιαθέτει τον αναγνώστη πως κράτα στα χέρια του το χρονικό μιας περιπλάνησης στη σύγχρονη δυτική μεγαλούπολη. Στην Αθήνα ή σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του σήμερα. Πρόκειται στην ουσία για μια αφήγηση της καθημερινής ζωής σε μια τέτοια πόλη, των λεπτομερειών που περνούν απαρατήρητες μέσα στη βουή του πλήθους ή μέσα στη βιασύνη της επιβίωσης. Είναι όλες αυτές οι λεπτομέρειες που «χάνουμε» μέσα στη μέρα, συνήθως επειδή δεν είχαμε τον χρόνο να σταθούμε, να τις επεξεργαστούμε, να τις ερμηνεύσουμε ή να αναρωτηθούμε σχετικά μ’ αυτές, και που ίσως, κάποιες φορές, επιστρέφουν από το ασυνείδητό μας, στα όνειρά μας ή ως ένα ανεξήγητο déjà vu. Είναι όλα όσα βρίσκονται εκεί ακριβώς, «Στη ρωγμή του τσιμέντου», σ’ ένα μεταίχμιο, εκεί όπου η πόλη κρύβει τις αληθινές πτυχές της, θελκτικές ή απωθητικές.

Η φόρμα των δεκαεπτά συλλαβών προϋποθέτει ικανότητα συντομογραφίας στη γραφή. Ο συγκεκριμένος περιορισμός σάς κάνει να σκέφτεστε τις λέξεις με μεγαλύτερη σύνεση;

Κάθε ποιητική φόρμα θέτει περιορισμούς. Είναι όμως οι ίδιοι αυτοί περιορισμοί που συμβάλλουν στην τελείωση του ποιήματος ως όλον. Ένα έμμετρο ποίημα με ομοιοκαταληξία, για παράδειγμα, ένα σονέτο, ένα λίμερικ, δημιουργείται εξ’ αρχής στο καλούπι μιας φόρμας. Παρόλα αυτά δεν είναι η φόρμα που κατευθύνει το νόημα, αλλά το νόημα που αποκτά ένα σώμα, μέσα στην ποιητική φόρμα. «Οι περιορισμοί απελευθερώνουν» – έχει πει ο Νόαμ Τσόμσκι. Ή για να επικαλεστώ τον λόγο ενός σημαντικού Άγγλου ποιητή, του Γ. Χ. Ώντεν, «η ποίηση, όπως κάθε παιχνίδι, έχει περισσότερη πλάκα όταν έχει κανόνες».
Στην περίπτωση του χάικου, ενός ποιητικού είδους που ξεκίνησε ως ομαδικό παιχνίδι, η πρόκληση είναι η συμπύκνωση της πραγματικότητας σε ένα λεκτικό ελάχιστο, σε ένα επίγραμμα, σε μια ποιητική φωτογραφία, θα έλεγε κανείς. Για να αποτυπώσω τις λεπτομέρειες που προανέφερα, το χάικου έμοιαζε να αποτελεί την τέλεια ποιητική φόρμα και, πράγματι, όσο προχωρούσε η αφήγηση των καθημερινών στιγμών που προσπάθησα να αναπαραστήσω, τόσο έμοιαζε η επιλογή αυτή να δικαιώνεται.

Κάθε χάικου είναι τόσο μικρό, μοιάζει ατελές σχεδόν. Παρόλα αυτά δημιουργεί έντονα συναισθήματα… Ποιά είναι η αίσθηση που μένει στον δημιουργό, όταν καταφέρνει να πει περισσότερα σε λίγους στίχους;

Ίσως μοιάζει σε μια πρώτη ανάγνωση ατελές ένα χάικου ακριβώς επειδή έχει μέσα του κάτι το φευγαλέο, κάτι που προκαλεί, όπως είπατε, έντονα συναισθήματα, μια κάποια έκπληξη, μια ιδιαίτερη εντύπωση που για ελάχιστα δευτερόλεπτα μπορεί να φανεί στον αναγνώστη ως ανεξήγητη. Όμως αυτή είναι και η τελειότητά του, και ο λόγος που προκαλεί αυτά τα έντονα συναισθήματα: καταφέρνει, στον ελάχιστο δυνατό χρόνο – στο ελάχιστο αυτού που κάποιος μαρκετίστας ή ψυχολόγος θα ονόμαζε «χρόνο ψυχολογικής αντίδρασης» – να μεταφέρει τον αναγνώστη σ’ έναν εντελώς διαφορετικό χωροχρόνο, σε μια στιγμή μου μπορεί να απέχει χιλιόμετρα ή και χρόνια από το σημείο εκείνο που βρίσκεται στην πραγματικότητα ο αναγνώστης, κρατώντας το βιβλίο του. Αυτή η αμεσότητα στην εντύπωση του νοήματος είναι που μπορεί να κάνει τα χάικου να διαβαστούν… μονορούφι, με μιαν ανάσα, χαρίζοντας όμως στον αναγνώστη μια μοναδική εμπειρία, γιατί απαιτούν τη συμμετοχή του, το να ξεκλειδώσει ο αναγνώστης τις αισθήσεις του απέναντι σ’ αυτό που διαβάζει: Να «ακούσει» το πλατσούρισμα του βατράχου που βουτά στη λίμνη (στο εμβληματικό χάικου του Ματσούο Μπασό), να «δει» για μια στιγμή τ’ άγνωστα πρόσωπα των επιβατών στον συρμό που χάνονται σαν οπτασίες, όπως τα πέταλα ενός νωπού κλαδιού κερασιάς, στο σύντομο πέρασμά τους απ’ αυτόν τον κόσμο (στο επίσης πασίγνωστο χάικου του Έζρα Πάουντ). Γι’ αυτό άλλωστε το χάικου έχει χαρακτηριστεί ως ποίηση εικονοκλαστική. Όσο για την αίσθηση που αφήνει στον δημιουργό, δεν διαφέρει από την αίσθηση που αφήνει η δημιουργία ενός ποιήματος, ανεξαρτήτως φόρμας, όταν ο δημιουργός αισθανθεί ότι δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει ή να αφαιρέσει.

Αντί προλόγου, διαβάζουμε «Ψάχνω στην πόλη, δεκαεπτά συλλαβές, εδώ κι εκεί». Πώς αντανακλάται το τοπίο της πόλης μέσα από τη ματιά μίας ποιήτριας;

Ελπίζω ρεαλιστικά. Αυτός ήταν και ο στόχος του πονήματος. Η ρεαλιστική απεικόνιση όσων βλέπει ή προσπερνά το μάτι του οποιουδήποτε. Ίσως σ’ αυτόν τον ρεαλισμό να έχουν παρεισφρήσει κάποιες ανεπαίσθητες, ελπίζω, προσωπικές ερμηνείες ή απορίες, στόχος μου όμως ήταν η μόνη προσωπική παρέμβαση να είναι η επιλογή των στιγμιότυπων που αποτυπώθηκαν. Η πόλη ως τόπος στη λογοτεχνία είναι κάτι που έχουμε ξανασυναντήσει, όπως και ο περιπατητής / εξερευνητής της, που την παρουσιάζει στον αναγνώστη. Στη «ρωγμή του τσιμέντου» ελπίζω η φόρμα του χάικου να βάλει όσο το δυνατόν πιο φυσικά τον αναγνώστη στη θέση αυτού του περιηγητή, που βλέπει, αισθάνεται και στοχάζεται.

Η σύγχρονη Αθήνα κρύβει περισσότερο μελαγχολία ή υπάρχουν ακόμη γωνιές της που εκπλήσσουν ευχάριστα;

Σίγουρα υπάρχουν γωνιές της που εκπλήσσουν ευχάριστα, η Αθήνα παραμένει μια πόλη που δεν μπορείς παρά να την αγαπήσεις. Κάποιες από αυτές τις γωνιές είναι κρυμμένες, κάποιες επιβάλλονται στην όψη, όλες τους όμως έχουν μια εγγενή κινητικότητα, μιαν αλλαγή, είτε ανάλογα με την ώρα της μέρας, είτε με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα και με το ποιος τις παρατηρεί και με τι διάθεση. Μπορεί οι αλλαγές αυτές να είναι τόσο αργές που να μην τις αντιλαμβάνεται καν ο άνθρωπος στην καθημερινότητα, όπου μελαγχολία και ευχαρίστηση εναλλάσσονται, κι αυτές, όπως συμβαίνει με καθετί ανθρώπινο και κάθε τι που αναπνέει και κινείται, όπως μία πόλη σαν την Αθήνα.

Κρίνοντας από το τελευταίο τρίστιχο, μπορούμε να πούμε πως μέσα από τη ρωγμή του τσιμέντου διαφαίνεται εν τέλει μία χαραμάδα αισιοδοξίας για όσους περιπλανιούνται στους δρόμους της Αθήνας;

Εξαρτάται, και πάλι, από τη διάθεση του παρατηρητή / αναγνώστη. Πράγματι, επέλεξα να κλείσω τη συλλογή με ένα τρίστιχο που να αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας και αισιοδοξίας, χωρίς όμως να είναι κάτι σίγουρο. «Κι όμως θα υπάρχουν / κάπου πέρα απ’ τα φώτα / λαμπερά άστρα». Είναι μια σκέψη, μια ελπίδα, κάτι να πιαστεί κανείς, και ένας τρόπος να κλείσει η συλλογή – και η περιήγηση του αναγνώστη – με το βλέμμα ψηλά, πάνω απ’ την πόλη, τη νύχτα, που από μόνη της ρίχνει μιαν άλλη απόχρωση και δίνει μιαν άλλη όψη στην πόλη. Είναι το τέλος ενός ταξιδιού που κλείνει με τη δύση του ηλίου, όπως μια ημερολογιακή μέρα, ενώ στην αρχή της συλλογής ξεκινάμε – ξημερώματα – από χαμηλά, από μια λακκούβα στην άσφαλτο, γεμάτη βρόχινο νερό, που όμως μέσα της αντανακλάται (για όποιον θέλει να τον δει) ο μπλε ουρανός.

Πέρα από τα ποιήματα της συλλογής, θα ήθελα να κάνουμε μία αναφορά στην Ευθυμία Ζάχου, η οποία ανέλαβε την εικονογράφηση… Η συνεργασία σας στη συγκεκριμένη έκδοση δείχνει εξαιρετική. Σε ποιο βαθμό ταυτίστηκαν οι απόψεις σας για το πώς βλέπει η καθεμιά σας την πόλη;

Πράγματι με την Ευθυμία Ζάχου η συνεργασία υπήρξε εξαιρετική και αυτό φαίνεται από το πάντρεμα των ποιημάτων με τα σκίτσα της ζωγράφου – ένα πάντρεμα που δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο, αυτό της ποίησης με τη ζωγραφική, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να υπερκεράσει το ένα το άλλο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως τα σκίτσα είναι τόσο αφαιρετικά και διακριτικά που συντροφεύουν αρμονικά τα χάικου της συλλογής, έχουν και τα ίδια κάτι το ποιητικό. Η Ευθυμία ζούσε στο Λονδίνο, είχε τις παραστάσεις άλλης μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, όσο δούλευε τα σκίτσα, για ένα μικρό διάστημα εγώ ζούσα στη Λιλ, μια «ευρω-μητρόπολη», όπως την αποκαλούν, πάντοτε όμως συναντιόμασταν σε κάποιο καφέ στην Αθήνα όταν ήταν να δουλέψουμε πάνω στο βιβλίο. Πρώτα γράφτηκαν τα χάικου, κι έπειτα η Ευθυμία εμπνεύστηκε τα σκίτσα της πάνω σ’ αυτά. Με εξέπληξε ευχάριστα η δουλειά της και η ερμηνεία που έδωσε, μέσω αυτής, στα χάικου μου. Για παράδειγμα, για το
χάικου «το βήμα κάποιου / έμεινε χαραγμένο / στο οδόστρωμα», μια εικόνα που την συναντάμε συχνά στα τσιμεντοστρωμένα πεζοδρόμια της πόλης, η Ευθυμία απλώς βούτηξε τον αντίχειρά της στο μελάνι και άφησε ένα – κυριολεκτικά – δακτυλικό αποτύπωμα στο χαρτί. Το σχήμα του μοιάζει αρκετά με το σχήμα που αφήνει η σόλα ενός παπουτσιού, το σχήμα ενός βήματος. Όμως ο τρόπος που το ερμήνευσε και το δούλεψε η Ευθυμία με έκανε να καταλάβω ότι έπιασε ακριβώς το νόημα του χάικου, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης που αφήνει το ίχνος της στο πέρασμά της απ’ αυτόν τον κόσμο, ένα ίχνος – ταυτότητα, που όμως είναι τόσο κοινό, απλό και φαινομενικά ίδιο για όλους μας, όσο και μοναδικό και άξιο της προσοχής μας και της ερμηνείας του.

Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε, εάν έχετε φανταστεί τη ζωή σας δίχως ποίηση…

Γιατί να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας για να ασχημύνουμε τη ζωή μας;

Σύντομο βιογραφικό
Η Μαρία Σ. Μπλάνα γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο. Σπούδασε Νομική, καθώς και Αγγλική Γλώσσα, Λογοτεχνία και Πολιτισμό στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά (Νέο Πλανόδιον, Bibliotheque.gr, Scene&Heard Journal, poeticanet.gr, poiein.gr, The Athens Review of Books, κλπ), ενώ έχει λάβει βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Τον Νοέμβρη του 2018 εκδόθηκε σε δική της μετάφραση και σημειώσεις η νουβέλα του Καρόλου Ντίκενς «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (εκδ. Κουκούτσι), πάνω στην οποία βασίστηκε και η μεταφορά της νουβέλας σε κεντρική αθηναϊκή θεατρική σκηνή. Τον Ιούλιο του 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή αστικών χάικου (urban haiku), με τίτλο «Στη Ρωγμή του τσιμέντου – Η πόλη με τον τρόπο του χάικου» (εκδόσεις Σμίλη).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το