Άρθρα

Χρονιάρες μέρες στο χωριό μου, τον Λαύκο…

 

Του
Δημήτρη Χ. Σάββα,
προϊσταμένου Βικελαίας Δημοτικής
Βιβλιοθήκης Ηρακλείου

Σιμώναν τούτες οι μέρες των εορτών του δωδεκαημέρου. Όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τόσο φούντωναν μέσα μας οι σκέψεις και η αγωνία, το πότε θα πάμε στο χωριό μας, στον τόπο μας, στη γενέθλια γη μας, φοιτητές καθ’ ότι στο κλεινόν άστυ, αλλά και σε άλλες πόλεις. Προετοιμασίες λοιπόν, κάποια μικροδωράκια από το πολυκατάστημα του Μινιόν που έπρεπε να κάνουμε για τους δικούς μας, αν και το βαλάντιό μας ήταν πενιχρό και περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή να πάμε στον υπεραστικό σταθμό Λιοσίων για να επιβιβαστούμε στο λεωφορείο που θα μας πήγαινε στον Βόλο.
Στον Βόλο λοιπόν, κάναμε την πρώτη στάση για να συναντήσουμε κάποιους γνωστούς και φίλους και με το τελευταίο λεωφορείο πηγαίναμε στο χωριό μας, τον Λαύκο. Εκεί με περίμεναν οι δικοί μου, που έρχονταν να με καλωσορίσουν και σύμφωνα με τις καθιερωμένες συνήθειες πηγαίναμε στο σπίτι, όπου ακολουθούσε το παραδοσιακό τρατάρισμα, συνήθως γλυκό του κουταλιού με τσίπουρο και φυσικά συζήτηση για το πώς περνώ και άλλα συναφή. Στο χωριό μου γινόταν και το αντάμωμα με άλλους συγχωριανούς μου φοιτητές, εργαζομένους, ναυτικούς που έρχονταν για να συνεορτάσουν με τους δικούς τους.
Τέτοιες μέρες το χωριό μας έπαιρνε μια όψη διαφορετική, χαρούμενη και πανηγυρική. Σημείο αναφοράς η μοναδική του πλατεία, ίσως από τις πιο όμορφες πηλειορίτικες πλατείες που παρουσίαζε ιδιαίτερη κίνηση, παρ’ όλο που η εικόνα της που πρόβαλε μέσα από το ανεμόβροχο και την «ξηροκρυάδα» ήταν γκρίζα, υγρή και σκυθρωπή, με τους μέχρι τώρα μουδιασμένους ανθρώπους να αλλάζει η διάθεσή τους λόγω των γιορτινών ημερών. Την τύχη αυτής της αλλαγής και της ζωντάνιας έπαιρναν και οι έρημοι δρόμοι, που πάντοτε ο χειμώνας τούς ερήμωνε ακόμα περισσότερο. Το αγριοβόρι καλά κρατούσε και οι αραιές στάλες του χιονόνερου έκαναν συχνή και έντονη την εμφάνισή τους. Γκρίζος και ταραγμένος από τη μία πλευρά του χωριού μου ο σχετικά ήσυχος Παγασητικός και από την άλλη πλευρά, μόνιμα αφρισμένο και φουρτουνιασμένο το αφιλόξενο και μανιασμένο – ειδικά τούτη την εποχή – Αιγαίο Πέλαγος. Ακόμα πιο αγριεμένο το «μπουγάζι», εκεί που σμίγουν οι θάλασσες της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη και της καμένης κάθε φοράς Εύβοιας, ένα από τα δυσκολότερα περάσματα για τους ναυτικούς μας.
Γεμάτα από κόσμο τούτες τις μέρες τα καφενεία του χωριού, με τους ανθρώπους τους στο πόδι από τα βαθιά χαράματα, έτοιμους να εξυπηρετήσουν ακόμα και τους πιο απαιτητικούς πελάτες τους. Μακαρίτες πλέον όλοι τους, ο Θεός να τους συγχωρέσει και να τους αναπαύσει… Θυμάμαι πάντα χαμογελαστό τον Τάσο Μπουρμπούλια, με τους μοναδικούς του τσιπουρομεζέδες. Το καφενείο του αποτελούσε τόπο συνάντησης τόσο των ρεκτών του τσίπουρου, όσο και των κυνηγών. Λένε πως οι τοίχοι δεν έχουν αυτιά, αλλά αν είχαν σίγουρα θα άκουγαν και κάποιες υπερβολές. Λέγεται ότι σε ανύποπτο χρόνο ειπώθηκε από κυνηγό ότι είχε σκοτώσει λαγό με κουδούνι!
Δίπλα ακριβώς το καφενείο «Η Συνάντηση», του Ευσταθίου Καπραβέλου, ένα στέκι για τους πιο φιλήσυχους και κυρίως για τους διανοούμενους του χωριού μου. Σπάνια άκουγες θορύβους και φωνές. Παραδίπλα το καφενείο του Ευστάθιου Γερακούλη, χώρος συνάντησης των εργατών και των οικοδόμων με καλό μεζεδάκι και κρασί. Πάντοτε ο μπάρμπα Στάθης εξυπηρετούσε με το χαμόγελο και με το παραπάνω, τους – όχι και τόσο – απαιτητικούς του πελάτες. Ο χώρος της πλατείας μας έκλεινε με το ιστορικό καφενείο, το παλιότερο στην Ελλάδα, το καφενείο του Γιάννη Φορλίδα. Στέκι των ποδοσφαιρόφιλων, κυρίως των Ολυμπιακών, όπου μαζεύονταν για να ακούσουν από ραδιοφώνου ή να δουν από την τηλεόραση τα επιτεύγματα των άσσων της εποχής, όπως του Γιούτσου, του Δεληκάρη, του Υβ Τριαντάφυλλου, του Ρομαίν Αργυρούδη και άλλων. Στέκι επίσης και των εραστών της τράπουλας, πάνω στο αιώνιο μαρμάρινο τραπέζι. Φιλόξενος και χαμογελαστός ο μπάρμπα Γιάννης, αρκεί να μην του ζητούσες τσίπουρο ή κρασί με μεζέ.
Μεγάλος βέβαια ήταν και ο συνωστισμός στα κρεοπωλεία του Ευσταθίου Λουλούδα, του Νικολάου Σαλαμούρα και του Γιάννη Κόμνου, που εκπλήρωναν – κατά τον καλύτερο τρόπο – τις απαιτήσεις των μουστερήδων, ακόμα και του πιο απαιτητικού τους πελάτη.
Τέτοιες μέρες όμως έπρεπε οι συγχωριανοί μου να φροντίσουν και να περιποιηθούν τα μαλλιά τους και γενικότερα την εμφάνισή τους. Σίγουρα κάτι τέτοιο το εγγυόταν και με το παραπάνω, το κουρείο-κομμωτήριο του Ευσταθίου Φορλίδα, το κουρείο του Εμμανουήλ Φορλίδα και το κουρείο και ένα είδος πολυκαταστήματος της εποχής, του Ρήγα Μαριανού. Εκεί στον προνοητικό και δραστήριο κύριο Ρήγα, έβρισκες και του «πουλιού το γάλα». Οι κυρίες και οι δεσποινίδες του χωριού ικανοποιούσαν και με το παραπάνω τις απαιτήσεις τους στο κέντρο ομορφιάς-κομμωτήριο της Μαργίτσας Καλοβιδούρη, το οποίο διατηρούσε και παράρτημα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και στο εξαίσιο θέρετρο του Αιγαίου, στο Μικρό. Και επειδή όπως λένε οι μέρες το καλούσαν, προκειμένου να πάνε κάτω τα φαρμάκια, βρίσκαμε καταφύγιο στο «Τρύπιο Κατοστάρι», ένα ταβερνείο Παπαδιαμαντικού τύπου, με θαμπά τζάμια αυτές τις μέρες, όπου ο κάθε πελάτης έβρισκε καλό κρασί και χορταστικούς μεζέδες ανατολίτικων γεύσεων, με μπόλικη σάλτσα. Ο ιδιοκτήτης του Βαγγέλης Παπαδιακουμής, έχοντας και το ψευδώνυμο «Ρούφας», συνήθως βρισκόταν σε ευθυμία.
Κάποτε επισκέφθηκε τον Λαύκο ο δεσπότης, αφού γιόρταζε η Εκκλησία του χωριού «Γενέθλιον της Θεοτόκου», στις 8 του Σεπτέμβρη. Τον πλησιάζει, του φιλάει το χέρι ο ταβερνιάρης και του λέει: «Σεβασμιώτατε εσύ παίρνεις διαβόλους στην Εκκλησία και βγάζεις Αγίους, ενώ εγώ παίρνω Αγίους στην ταβέρνα και τους βγάζω διαβόλους». Τη συνέχεια του διαλόγου δεν τη γνωρίζω.
Φυσικά η κίνηση αυτών των ημερών αντικατοπτριζόταν και στα παντοπωλεία του χωριού και στον φούρνο του. Φούρνο και παράλληλα και παντοπωλείο διατηρούσε ο Τριαντάφυλλος Σφονδυλιάς και παντοπωλεία έκαναν επίσης οι: Νικόλαος Μπουρμπούλιας, Χρήστος Γανταδάκης, Κωνσταντίνος Λουλούδας και Κωνσταντίνος Λαμπαδάρης.
Την ευθύνη για την αμφίεση των χωριανών και την ενδυματολογική τους εμφάνιση, είχαν τα δύο καταστήματα νεωτερισμών της Ευσταθίας Φιλίππου Θωμά και του Αγγέλου Θωμά, του αγαπημένου Αγγελή των χωριανών.
Τέτοιες μέρες… οι μνήμες και οι θύμησες, δύσκολα μ’ εγκαταλείπουν. Νέοι τότε ως φοιτητές, με μεγαλύτερους και μικρότερους στην ηλικία, όλοι ανεξαιρέτως γινόμασταν μία παρέα, μία γροθιά, αφού έπρεπε μέσα σε λίγες μέρες να παρουσιάσουμε την μεγάλη πρωτοχρονιάτικη γιορτή του συλλόγου μας «Η ΔΡΑΣΙΣ». Επρόκειτο για μια τρίωρη συνήθως εκδήλωση με θεατρικό παιχνίδι, με τραγούδια των ημερών, με παλιά τραγούδια και με άφθονη σάτιρα που έσπαγε κόκκαλα. Ακόμα θυμάμαι τα θεατρικά έργα όπως: «Ο Αμερικάνος», «Γυνή πλέουσα», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η πινακοθήκη των ηλιθίων» του Νίκου Τσιφόρου, «Τα Καραγκιόζικα» του Βασίλη Ρώτα και τόσα άλλα. Κορωνίδα των εορταστικών εκδηλώσεων οι περίφημες χοροεσπερίδες, οι οποίες διοργανώνονταν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα και του Άη Γιαννιού, ένα μουσικό πρόγραμμα για όλες τις απαιτήσεις με την ορχήστρα που την αποτελούσαν μοναδικοί ντόπιοι καλλιτέχνες όπως οι: Ρήγας Μαριανός, Ευστάθιος Σαλαμούρας, Ευστάθιος Φορλίδας, Άγγελος Παπαδημητρίου, Βαρσαμής Νεύρος, Θεόδωρος Κούνος, οι πιο συνηθισμένοι και οι πιο παλαιοί, που πολλές φορές εναλλάσσονταν και με άλλους καλλιτέχνες. Αξέχαστα τα ταγκό και τα βαλς που τα εκτελούσαν ορχηστρικά, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους εμάς τους εκκολαπτόμενους καβαλιέρους να επιδείξουμε τις δεινές χορευτικές μας ικανότητες!
Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μας αυτές τις μέρες της χαράς! Στιγμές οικογενειακές, στιγμές του ευρύτερου φιλικού μας περιβάλλοντος… Θυμάμαι εκείνες τις γιορτινές νύχτες που ξεφαντώναμε, τα τραπεζώματα και τις παρέες, τις οικογενειακές μαζώξεις, τα εδέσματα με την ξεχωριστή τους νοστιμιά. Μνήμες και θύμησες αλλοτινές, που ποτέ δεν θα σβήσουν από το μυαλό μου, στιγμές έντονα χαραγμένες που ο χρόνος και η λησμονιά δεν μπορούν να τις διαγράψουν.
Ακόμα και σήμερα, όσες φορές και αν επισκεφθώ το χωριό μου, δύσκολα θα ζήσω παρόμοιες στιγμές, δύσκολα θα νιώσω εκείνη την ομορφιά, με δυσκολία θα συναντήσω όλα εκείνα τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Πολλοί έχουν «φύγει», μα κυρίως «φύγανε» όλοι εκείνοι που πάντα περίμεναν να με δουν και να με καλωσορίσουν στη «Σβάλα», στη στάση του λεωφορείου. Αυτοί που σήμερα δεν υπάρχουν πια, που δεν πρόκειται να τους ξαναδώ, να με αγγίξουν έστω και για λίγο και να νιώσω το ανάλαφρο χάδι τους και τη συγκίνησή τους… Την ημέρα του Άη Γιαννιού, όταν όλα είχαν τελειώσει, έπρεπε να επιστρέψουμε στις υποχρεώσεις μας, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για τις μέρες του Μεγαλοβδόμαδου και του Πάσχα, με τις μνήμες ωστόσο και τις θύμησες να μας συντροφεύουν… να με συντροφεύουν και να με κατακλύζουν γεμάτες νοσταλγία και αγάπη για το χωριό μου… Με αυτές τις αναμνήσεις ζω, αυτές αναπολώ κάθε στιγμή και είναι τελικά αυτές που θα παραμείνουν ανεξίτηλες για πάντα στο μυαλό και στην καρδιά μου…

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το