Άρθρα

Χριστουγεννιάτικη πεμπτουσία

Της Ιωάννας Μπάτσαλα – Παπαδοπούλου

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ο νους μου κάνει ταξίδια στα παιδικά μου χρόνια. Τα χρόνια τα αγνά, τα ανέμελα, αυτά που έδιναν νόημα κι ουσία αληθινή στη ζωή.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, την περιμέναμε πώς και πώς. Αρκετές μέρες πριν, σχεδόν από τις αρχές του πιο γιορτινού μήνα του χρόνου, σκαρώναμε με τον Θωμούλη τη λίστα των σπιτιών, όπου επρόκειτο να αναγγείλουμε μελωδικά την πλέον κοσμογονική και χαρούμενη είδηση, τη Γέννηση του Θεανθρώπου.
Η καταγραφή της λίστας αποτελούσε για τα νεαρά μέλη της οικογένειάς μας ένα είδος ιεροτελεστίας. Με προσοχή κι επιμέλεια, με θρησκευτική ευλάβεια σχεδόν, με γράμματα όσο το δυνατόν πιο καλλιγραφικά, ξεκινούσαμε να αραδιάζουμε κατ’ αύξοντα αριθμό τα ονόματα της κάθε οικοδέσποινας.
–Γρήγορα, Θωμούλη, πάρε χαρτί και μολύβι! Ξεκινάμε!, παρότρυνα τον μικρό μου εξάδελφο να επιδοθούμε σ’ αυτό που καρτερούσαμε υπομονετικά ένα χρόνο.
–Έτοιμος! Έχω γράψει, ήδη, κάθετα τους πρώτους αριθμούς στη σελίδα και περιμένω ν’ ακούσω και να σημειώσω τα ονόματα!
Υπήρχαν οικοδέσποινες, στο άκουσμα του ονόματος των οποίων, γλυκά μειδιάματα σχημάτιζαν τα χείλη μας κι ακόμα γλυκύτερες σκέψεις γίνονταν εικόνες απτές από τα «κόλιντα» που ξέραμε πως θα μας έδιναν. Τα κόλιντα ήταν και είναι τα κεράσματα που απλόχερα προσφέρουν στους καλαντιστές οι δέσποινες των σπιτιών της Ναούσης, συνοδεία χρημάτων. Τα παλιά τα χρόνια, τα κόλιντα ήταν παραδοσιακά και συνίσταντο από καρύδια και αμύγδαλα με τα κελύφη τους, σύκα ξερά, μανταρίνια και στραγάλια. Στα παιδικά μου χρόνια κι επί μακρόν έκτοτε – έως και σήμερα! – τα κόλιντα είναι συνυφασμένα με γλυκές και νόστιμες λιχουδιές, σε ό,τι δεν μπορεί να αντισταθεί μικρός, αλλά και μεγάλος.
–Στο νούμερο «1» θα γράψουμε «θεία», έλεγα του μικρού και καταλαβαίναμε αμέσως ότι η θεία ήταν για τον καθένα μας η μητέρα του άλλου. Εσύ θα ψάλλεις τα κάλαντα στη μαμά μου κι εγώ στη δική σου, ταυτόχρονα, αφού, άλλωστε, μας χωρίζει ένας όροφος! Και ξεσπούσαμε σε γέλια φωναχτά.

Στο νούμερο «2» θα γράψουμε τη γιαγιά, αφού, όταν τελειώσουμε ο καθένας από το σπίτι του άλλου, θα κατέβουμε να αναγγείλουμε το χαρμόσυνο γεγονός στη γιαγιά και τον παππού μας! Και κάπως έτσι, ξεδιπλώναμε μια λίστα με ονόματα και γράφαμε δίπλα τι περιμέναμε από το καθένα.
Θύμησες πολλές, ευχάριστες και νοσταλγικές ξυπνούν στο μυαλό μου. Θυμάμαι τη θεία Γεωργία, που πάντα μας πρόσφερε τις καλύτερες σοκολάτες! Δεν ξέραμε ποια να πρωτοδιαλέξουμε! Και καθώς το διαμέρισμά της ήταν απέναντι από αυτό της θείας Ευγενίας, η χαρά μας διπλή, μιας και θα τραγουδούσαμε μια φορά και θα μας άνοιγαν την πόρτα δυο κυρίες, μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια! Το μειδίαμα καρφώνεται στα χείλη μου και δε λέει να σβήσει, κάθε φορά που τα συλλογίζομαι.
–Εννοείται πως θα ξεκινήσουμε από τη γειτονιά, έλεγα, με πομπώδες και στομφώδες ύφος. Γράφε!
–Ωχ, μωρέ!, δυσανασχετούσε ο Θωμάς, δε σε προλαβαίνω! Περίμενε μια στιγμή!
–Γράφεις σαν χελώνα! Θα ξεχάσω κάποιο σπίτι, όπως το πας, του αντιγύριζα και αγριοκοίταζε ο ένας τον άλλον.
Κάποτε φτάναμε στη σειρά της θείας Μαίρης. Η αλήθεια είναι πως ανυπομονούσα να τραγουδήσω τα κάλαντα στη θεία Μαίρη, γιατί πάντα ήταν γενναιόδωρη μαζί μας – 1.000 δραχμές ήταν αυτές, βλέπεις – και μας κερνούσε φέτα πορτοκαλιού με επικάλυψη σοκολάτας, ένα κέρασμα που το έχω συνδέσει μαζί της και δε θα λησμονήσω ποτέ.
–Πρόσεχε, μην ξεχάσουμε κάποιο συγγενή ή φίλο, μού έλεγε ο Θωμάς με ύφος αυστηρού δασκάλου.
–Χμ, αν ξεχάσω κάποιον, φρόντισε εσύ να μού τον θυμίσεις, φανερά θιγμένη τού απαντούσα.
Όταν έφτανε η σειρά της Ελένης, άλλες μνήμες όμορφες γεννιόντουσαν.
–Ελάτε μέσα! Καθήστε λιγάκι να ξεκουραστείτε! Σε τόσα σπίτια έχετε πάει, ήδη!
Τα σακουλάκια της Ελένης με τα χίλια δυο καλούδια ήταν, όντως, από τα αγαπημένα μου κόλιντα!
–Δε θα μείνουμε πολύ! Θα ξεκουραστούμε λιγάκι και θα συνεχίσουμε! Έχουμε να κατέβουμε στο κέντρο τώρα! Να πάμε στα τελευταία σπίτια!
Πράγματι, το σπίτι της Ελένης ήταν, αν όχι το τελευταίο, από τα τελευταία κοντινά σπίτια της επάνω γειτονιάς. Μετά από εκεί, φεύγαμε για τα σπίτια του κέντρου της πόλης.
Και είχε πάντα κρύο εκείνη τη μέρα. Άλλοτε με χιόνι, άλλοτε χωρίς, αλλά πάντα ντυμένοι ζεστά και με τον απαραίτητο εξοπλισμό, γάντια, κασκόλ, σκουφιά και, φυσικά, τα τρίγωνά μας.
Όταν η λίστα των σπιτιών έφτανε στον τελευταίο αριθμό – κάποτε τριψήφιο! – χαρούμενοι τη φυλούσαμε μέχρι τη μέρα των καλάντων και ορίζαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες, ήτοι τι ώρα θα ξεκινούσαμε το πρωί της παραμονής.
–Έξι η ώρα κατεβαίνεις σ’ εμάς κι εγώ ανεβαίνω σ’ εσάς!, τόνιζα στον μικρό μου εξάδελφο.
Και κάπως έτσι, άρχιζε μια από τις ομορφότερες εξορμήσεις του χρόνου για εμάς. Αυτή η μέρα, η παραμονή της Γεννήσεως του Κυρίου μας, ήταν κι εξακολουθεί να είναι για εμένα μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή ημέρα. Ημέρα προσωπικής γιορτής. Ημέρα ανεμελιάς, ξεγνοιασιάς, χαράς, ουσίας. Έτσι την αισθάνομαι ακόμη και σήμερα. Χωρίς να το θέλω, πέφτω στην παγίδα της σύγκρισης, της σύγκρισης των χρόνων. Κάποτε παιδικότητα, τώρα ευθύνη.
Δε βαριέσαι, σιγομουρμούρισα στον εαυτό μου και ψέλλισα, η ζωή προχωράει! Έχουμε το βλέμμα στραμμένο στο αύριο! Με σύμμαχο το παρελθόν, οραματιζόμαστε το μέλλον! Η πεμπτουσία της ζωής είναι η ίδια η ζωή!
Καλά Χριστούγεννα!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το