Πολιτισμός

Χρίστος Κυθρεώτης: Αν δεν ξαναδιαβάσεις τα γεγονότα ή τις σχέσεις της ζωής σου μάλλον δεν είσαι ζωντανός

Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη για νέους συγγραφείς (2007), καθώς και στον αντίστοιχο διαγωνισμό του Βρετανικού Συμβουλίου (2009). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και στα λογοτεχνικά περιοδικά «(δε)κατά», «Εντευκτήριο» και «The Books’ Journal», ενώ βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευτεί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και στο «The Books’ Journal». Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Μια χαρά», για την οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2015 (εξ ημισείας με τη Μαρία Φίλη).
Το «Εκεί που ζούμε», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Συνέντευξη ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Εκεί που ζούμε», ο τίτλος του μυθιστορήματός σας. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Ο τίτλος προέρχεται από το ποίημα του Λάρκιν «Μέρες» και συγκεκριμένα από τον στίχο «οι μέρες είναι εκεί που ζούμε». Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει μέσα στην ίδια μέρα, οπότε η σύνδεση σε αυτό το επίπεδο είναι προφανής. Επιπλέον όμως, ο τίτλος τονίζει αυτό που με ενδιέφερε εδώ: Όχι απλώς η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά η καταγραφή ενός τόπου και ενός χρόνου. Όχι απλώς τα «γεγονότα», αλλά τα κενά ανάμεσα στα γεγονότα, που δεν γεμίζουν ποτέ εντελώς από τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις ερμηνείες μας. Υπό μία έννοια, προσπάθησα να μεταφέρω μυθοπλαστικά τη συγκίνηση που αισθανόμαστε μερικές φορές χωρίς προφανή λόγο, πηγαίνοντας από μια δουλειά σε μια άλλη, μέσα στη μέρα. Δεν είναι κανένα δραματικό συναίσθημα, απλώς μια χαμηλής έντασης συγκίνηση. Ίσως η συγκίνηση που πηγάζει από το γεγονός ότι είσαι ζωντανός – σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

Ο ήρωάς σας, ο Αντώνης, σε ένα εικοσιτετράωρο έρχεται αντιμέτωπος με το οικογενειακό – γονεϊκό περιβάλλον, τη δουλειά του και τη σχέση του. Μπορούμε να ορίσουμε μια ευτυχισμένη ζωή αν το τρίπτυχο αυτό λειτουργεί με θετικό πρόσημο;
Οι ορισμοί της ευτυχίας είναι συνήθως υποκειμενικοί και προσωρινοί, προσκολλημένοι στη στιγμή. Ακόμα και ο αρχαίος γνώμονας του «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» πάσχει από αυτή την προσωρινότητα: Το τέλος είναι κι αυτό απλώς μια στιγμή. Εκτός κι αν θεωρήσουμε τη ζωή μας σαν ένα σύνολο, και μάλιστα ένα σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό – όμως δεν νομίζω πως αυτή είναι η τάση σήμερα. Εξ ου και η ευτυχία μοιάζει να εξαρτάται όλο και περισσότερο από ένα είδος προδιάθεσης (ή ίσως ικανότητας) για την ευτυχία. Είναι περισσότερο αυτή η προδιάθεση που κάνει τα πράγματα να λειτουργούν «με θετικό πρόσημο», παρά το αντίστροφο.

Σε ποιο βαθμό οφείλει ένας πατέρας να είναι παράδειγμα για τον γιο του;
Περισσότερο από παράδειγμα, οι γονείς είναι σημεία αναφοράς. Ακόμα κι αν αποκλίνουν ή απορρίπτουν πολλές πλευρές τους, ένας γιος ή μια κόρη δεν παύουν να ορίζουν τον εαυτό τους με βάση τους γονείς τους. Αλλά το παράδειγμα είναι κάτι άλλο. Αν κάποιος επιχειρούσε να επιδράσει συνειδητά στην προσωπικότητα του παιδιού του προβάλλοντας τον εαυτό του ως παράδειγμα, θα του ευχόμουν καλή τύχη και καλά ξεμπερδέματα, αλλά δεν θα στοιχημάτιζα πάνω του.

Περιγράφετε γλαφυρά και εύστοχα τη σημερινή κρίση που αγγίζει ιδιαίτερα το δικό σας ηλικιακό πεδίο. Ποια συναισθήματα σας προκαλεί αυτή η κατάσταση;
Πολλοί συνομήλικοί μου έχουν την αίσθηση πως βιώνουν μια παρατεταμένη εκδοχή της κρίσης. Πιστεύουν, ας πούμε, ότι η κρίση ξεκίνησε για τους ίδιους νωρίτερα, ίσως τη δεκαετία του 2000, όταν άρχισαν να μπαίνουν στην αγορά εργασίας και να αντιμετωπίζουν από τότε αμοιβές, όρους, συμπεριφορές και αδιέξοδα που αργότερα τυποποιήθηκαν ως «της κρίσης». Επίσης φοβούνται ότι η όλη αρνητική κατάσταση θα διαρκέσει για τους ίδιους περισσότερο, ότι μια μέρα θα ξυπνήσουν και θα καταλάβουν πως η κρίση έχει περάσει για όλους τους άλλους εκτός από αυτούς. Δεν ξέρω αν η συγκεκριμένη ψυχολογία έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα ή είναι απλώς ένας μεγεθυμένος φόβος: Ο φόβος ότι θα αδικηθείς, ότι θα χάσεις τη σειρά σου. Με ενδιαφέρει πάντως πολύ να την καταλάβω.

Οι νέοι επιστήμονες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα μας για ένα καλύτερο μέλλον. Βλέπετε να υπάρχει φως στο τούνελ της οικονομικής μετανάστευσης;
Ναι, για αυτούς που μεταναστεύουν. Για τους υπόλοιπους θα χρειαζόταν μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας και δομών, που δεν είμαι σίγουρος αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί. Μέχρι τότε θα κάνουμε απλώς τις δουλειές που υπάρχουν. Δεν χρειάζεται ούτε μοιρολατρία, ούτε δραματοποίηση.

Ακούγεται ότι οι γενιές κάτω των 50 υπολείπονται συναισθηματικής νοημοσύνης. Πώς σχολιάζετε;
Την έχω ακούσει τη φήμη, κυρίως για τις γενιές κάτω των τριάντα, που έχουν μεγαλώσει με τα smartphones και τα social media. Δεν μπορώ να την επιβεβαιώσω όμως, κυρίως επειδή δεν γνωρίζω πια πολλούς ανθρώπους αυτής της ηλικιακής κατηγορίας. Οι λίγοι που γνωρίζω είναι άτομα υψηλής ενσυναίσθησης και αντίληψης – ίσως να γνωρίζω τις εξαιρέσεις βέβαια. Αντίθετα, καθώς μεγαλώνω κι εγώ, παρατηρώ μια ανησυχητική τάση στους μεγαλύτερους: Την τάση να γενικεύεις, να θεωρείς τους ανθρώπους περιπτώσεις και να προσπαθείς να τους χωρέσεις σε κατηγορίες και κουτάκια κόβοντας ό,τι περισσεύει. Δεν πρόκειται τόσο για έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης, όσο για άρνηση να τη χρησιμοποιήσεις.

Ένα εικοσιτετράωρο γεμάτο ανατροπές μπορεί να είναι ικανό να μας κάνει να αναθεωρήσουμε τη ζωή μας;
Και μια στιγμή αρκεί. Η δυνατότητα να αναθεωρήσεις τη ζωή σου θα μπορούσε να είναι συνώνυμη με τη ζωή, ή να περιληφθεί στον ορισμό της, όπως η αναπνοή. Αν δεν έχεις τη δυνατότητα να ξαναδιαβάσεις τα γεγονότα ή τις σχέσεις που αποτελούν τη ζωή σου, να τα μοντάρεις διαφορετικά ή ακόμα και να τα τροποποιήσεις, τότε αυτό που συμβαίνει είναι πως μάλλον δεν είσαι ζωντανός. Άλλο θέμα είναι πόσοι ασκούν αυτή τη δυνατότητα. Μάλλον λιγότεροι απ’ όσους αναπνέουν.

Ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;
Την καλοσύνη. Μέσα στην οποία περιέχεται η ελευθερία.

Το «Εκεί που ζούμε» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα κι έρχεται τέσσερα χρόνια μετά τη βραβευμένη σας συλλογή διηγημάτων. Πόσος καιρός χρειάστηκε για να ολοκληρώσετε τη συγγραφή του;
Δυόμισι χρόνια, με ένα μεγάλο διάλειμμα κάπου στη μέση, απαραίτητο για να πάρω απόσταση και να δω πιο ψύχραιμα το μέχρι τότε αποτέλεσμα. Όμως συνυπολογίζω αυτό το ενδιάμεσο διάστημα στον χρόνο της συγγραφής, έστω κι αν δεν άνοιξα καν το αρχείο στον υπολογιστή μου. Γιατί ήταν χρόνος στον οποίο διαμορφώθηκαν κρίσιμες επιλογές για το μυθιστόρημα, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Γενικώς αντιπαθώ τις μεταφυσικές προσεγγίσεις περί συγγραφής, τα βιβλία που «γράφονται από μόνα τους» κ.λπ., ωστόσο εδώ δεν πρόκειται για αυτό. Νομίζω πως μερικές φορές η αποχή από το κείμενο είναι τόσο ουσιώδης στη διαδικασία της συγγραφής, ώστε αποτελεί κομμάτι της τεχνικής της, δεν μπορείς να την ξεχωρίσεις από το καθαυτό γράψιμο.

Θεωρητικά, για έναν συγγραφέα που γίνεται αποδεκτός από κοινό και κριτικούς από το πρώτο του βιβλίο, το δεύτερο εγχείρημα είναι ένα στοίχημα για την καταξίωσή του. Αισθάνεστε ότι πετύχατε τον στόχο σας και με το ανά χείρας μυθιστόρημά σας;
Κυκλοφορούν πολλές ιστορίες τρόμου για τις δυσκολίες του δεύτερου βιβλίου, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι στην περίπτωσή μου ήταν περισσότερες από αυτές του πρώτου. Ήταν σίγουρα δυσκολίες άλλου είδους, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στη μετάβαση από το διήγημα στο μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα είναι συνήθως πιο απαιτητικό ως προς τη σύνθεση, αλλά και την γκάμα των ψυχολογικών αρετών που οφείλεις να επιδείξεις, με κυριότερη και πιο δύσκολη για μένα την υπομονή. Κατά τ’ άλλα, δεν μπορώ να πω ότι το δεύτερο βιβλίο ήταν δυσκολότερο από το πρώτο, και φοβάμαι πως ούτε το τρίτο θα είναι ευκολότερο από το δεύτερο. Όσο για το αν πέτυχα τον στόχο μου, θα το δείξει ο χρόνος, για όσο το δείξει.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το