Τοπικά

Χιλιάδες χιλιόμετρα με τα πόδια για τη γη της επαγγελίας… Ο Ναντίμ και ο Αμίρ ήρθαν στον Βόλο και τα κατάφεραν

Το «διαβατήριο» για μια καλύτερη, πιο ελεύθερη ζωή, ήταν ένα μακρινό ταξίδι. Ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων με τα πόδια και άλλα μέσα μεταφοράς, μεταξύ αγνώστων, σε άγνωστες χώρες.

Δύο ανήλικα παιδιά ξεκίνησαν εντελώς μόνα τους το ταξίδι αυτό και μετά από μήνες ταλαιπωρίας έφτασαν στην Ελλάδα. Σήμερα, έχοντας πια ενηλικιωθεί, μιλούν για την «περιπέτειά» τους αυτή, που είχε τελικό προορισμό τον Βόλο. Χρόνια μετά την άφιξή τους, έχουν πετύχει τους στόχους τους. Ο Ναντίμ Άχμαντ είναι αθλητής με διακρίσεις και ο Αμίρ Ακμπαρί σπούδασε μαγειρική. Παράλληλα εργάζονται ως διερμηνείς στη Δομή Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων «Αρσις».

Από το Πακιστάν ο Ναντίμ Άχμαντ βρέθηκε στην Ελλάδα το 2008, σε ηλικία 13,5 ετών. «Πέρασα από το Ιράν, από την Τουρκία και από εκεί ήρθα στην Ελλάδα». Το ταξίδι από το Πακιστάν μέχρι την Κωνσταντινούπολη δεν ήταν εύκολο. Διήρκησε σχεδόν έναν μήνα. Περπάτημα, αμάξια και νταλίκα. Το ταξίδι ήταν παράνομο και όλο το κανόνιζαν οι διακινητές», δήλωσε στη «Θ». Ήρθε μόνος του, χωρίς την οικογένειά του, μαζί με άλλους που συνάντησε στο Πακιστάν. Στα σύνορα Πακιστάν-Ιράν υπήρχαν και άλλα άτομα από τη χώρα του. Έτσι έγινε μία ομάδα μαζί τους και ξεκίνησαν το δύσκολο ταξίδι. «Τους διακινητές τούς πλήρωσαν οι δικοί μου. Για να έρθει κάποιος στην Ελλάδα θέλει 4.000 έως 5.000 ευρώ. Εγώ ήθελα να πάω στη Σουηδία, που είχα έναν γνωστό. Ήταν οικογενειακός μας φίλος. Αυτός μου είπε ότι είναι καλά εκεί και έτσι πήρα την απόφαση, να φύγω από το Πακιστάν». Οι γονείς του μένουν ακόμη εκεί. Το ίδιο και τα άλλα πέντε αδέρφια του. «Οι γονείς μου δεν ήθελαν να έρθω, αλλά εγώ το ήθελα. Ο γνωστός μου μού είχε πει για μια καλύτερη ζωή, ότι εκεί είναι αλλιώς… Όταν είσαι μικρός, ονειρεύεσαι και βλέπεις αλλιώς τα πράγματα…». Μόλις έφτασε στην Τουρκία, έμεινε για τρεις μήνες στην Κωνσταντινούπολη και περίμενε πότε θα μπει στην Ελλάδα. «Έμενα με άλλα άτομα σε μέρος που κανόνισε ο διακινητής. Υπήρχαν και άλλα άτομα σαν εμένα, παιδιά που ταξίδευαν μόνα. Μετά πήγαμε Σμύρνη και με ένα βανάκι μας πήγαν σε μια ακτή, όπου με μία βάρκα περάσαμε στη Σάμο». Στη Σάμο τους βρήκε το Λιμενικό, πήρε τα στοιχεία τους και όταν ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες, μεταφέρθηκαν σε κέντρο φιλοξενίας μεταναστών και προσφύγων. Μετά από λίγες ημέρες τον Ναντίμ τον μετέφεραν στην Αθήνα. Εκεί έμεινε για έξι μήνες σε συντοπίτες του από το Πακιστάν. Μετέπειτα βρήκε την «Άρσις», ζήτησε άσυλο στην Ελλάδα. Στη δομή της «Αρσις» στη Μακρινίτσα βρέθηκε λίγο αργότερα.

Στην «Άρσις»
«Τα όνειρα σταμάτησαν στον δρόμο, γιατί το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο. Πέντε μήνες ταξίδι για να φτάσω στην Ελλάδα. Ακούς πράγματα για το ταξίδι, αλλά τα έζησα όλα στην πράξη. Όταν έφτασα εδώ, είπα πως από εδώ και πέρα θα προσπαθήσω μόνος μου. Τα λόγια είναι εύκολο να λέγονται. Πήρα την απόφαση να μείνω στην Ελλάδα». Ο Ναντίμ έμενε στον ξενώνα της «Άρσις», έμαθε τη γλώσσα, πήγε στο Δημοτικό για κάποιους μήνες, στο Γυμνάσιο και στο ΕΠΑΛ και πήρε το απολυτήριό του. Στα 18 του φιλοξενήθηκε σε διαμέρισμα της «Άρσις», μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Από τα 18 του εργάζεται στην «Άρσις» ως διερμηνέας. Μιλάει ελληνικά, πακιστανικά και χίντι. «Έμαθα τα ελληνικά από το μηδέν. Σε όλη την προσπάθειά μου με βοήθησαν η συντονίστρια της «Άρσις» Ιωάννα Ρεπανά και ο εκπαιδευτικός της δομής Χρήστος Αλεξόπουλος, τους οποίους ευχαριστώ». Σήμερα ο Ναντίμ είναι 25 ετών και τον Αύγουστο συμπληρώνει επτά χρόνια εργασίας στην «Άρσις». Μένει στον Βόλο, νοικιάζει διαμέρισμα. Ο πατέρας του μένει στο Ομάν, δουλεύει εκεί ως μηχανικός, πηγαινοέρχεται στο Πακιστάν και στηρίζει την οικογένειά του. Η μαμά του και τα αδέρφια του παραμένουν στο Πακιστάν. Ο Ναντίμ έχει να τους δει από εκείνη την ημέρα που έφυγε. Επικοινωνεί όμως μαζί τους μέσω του διαδικτύου. Σήμερα δεν μπορεί να ταξιδέψει στο Πακιστάν, για να τους επισκεφθεί και περιμένει να εγκριθεί η αίτησή του για την ελληνική ιθαγένεια. Όσο για τον αν θέλει να γυρίσει πίσω, απάντησε πως «έχω σταθεί εδώ. Αν θα πάω τώρα στο Πακιστάν, θα είμαι ένας ξένος. Θα πρέπει να ξεκινήσω πάλι από το μηδέν. Όταν έχεις φύγει από το σπίτι σου τόσο μικρός, τα πράγματα αλλάζουν, το ίδιο και οι σκέψεις σου. Σιγά σιγά τα καταφέρνεις μόνος σου. Η Ελλάδα είναι μια όμορφη χώρα».

Ο Ναντίμ είναι στην Εθνική Προσφύγων, ένα πρόγραμμα της Ελληνικής Παραολυμπιακής Επιτροπής. Είναι αθλητής, κάνει στίβο τρέχοντας 400 μέτρα. Ξεκίνησε με τον Γυμναστικό Σύλλογο Βόλου και σήμερα είναι στους «Αργοναύτες», ενώ μετρά ήδη τρία χρυσά μετάλλια στο άλμα σε μήκος, 200 και 400 μέτρα, αγωνίσματα της κατηγορίας Τ47 στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Στίβου 2019 για ΑμεΑ. Προπονείται καθημερινά και με τη βοήθεια της προπονήτριάς του Ελένης Μανούκα, προετοιμάζεται για τους παραολυμπιακούς αγώνες.

Δώδεκα χρόνια στην Ελλάδα «μετρά» ο Aμίρ Ακμπαρί από το Αφγανιστάν
«Εγώ ήρθα για την ελευθερία. Στο Αφγανιστάν είναι δύσκολο να ζήσεις. Υπάρχει φόβος. Όταν βγαίνεις από το σπίτι σου, δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω ή όχι. Μπορεί να σκάσει βόμβα στον δρόμο. Πριν δύο εβδομάδες έβαλαν βόμβα σε σχολείο και πέθαναν 50 παιδιά». Με την οικογένειά του ο Αμίρ βρέθηκε στο Ιράν, για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Τότε ήταν μόλις πέντε χρονών και έγινε για πρώτη φορά στη ζωή του πρόσφυγας. «Στο Ιράν ήμουν ξένος, δεν είχα χαρτιά», εξομολογείται. Ο Αμίρ έκανε το δύσκολο ταξίδι προς την Ελλάδα μόνος του, σε ηλικία 14 ετών. «Είπα στη μητέρα μου ότι θα φύγω. Ήθελα να πάω στην Ευρώπη. Ένας φίλος μου, που είχε γυρίσει από τη Νορβηγία, μου είπε ότι είναι καλά εκεί».

Όταν πήρε την απόφαση να φύγει, δούλευε σε ένα εργοστάσιο, σε άλλη πόλη, μακριά από τους δικούς του. Σχολείο δεν πήγε ποτέ εκεί, καθώς δεν είχε χαρτιά. «Είναι οι καταστάσεις που σε αναγκάζουν. Έμενα στο εργοστάσιο και η μητέρα με την αδερφή μου ήταν σε άλλη πόλη στο Ιράν. Ο πατέρας μου μπορούσε να πηγαίνει στο Αφγανιστάν, γιατί είχε διαβατήριο. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, εγώ δεν το γνώριζα. To έμαθα μετά από καιρό». Το χρηματικό τίμημα για το παράνομο ταξίδι ως την Ευρώπη ήταν στην περίπτωσή του 1.500 δολάρια. «Πήγα στο σπίτι μου και είπα στη μητέρα μου ότι θα φύγω. Η μητέρα μου δεν με πίστευε. Από την Τεχεράνη πήγα στα σύνορα Ιράν-Τουρκίας και εκεί περπατήσαμε για πολλές ώρες στο βουνό. Περάσαμε τα σύνορα μετά από μέρες και πήγαμε σε ένα χωριό στην κεντρική Τουρκία. Εκεί μείναμε όλοι μαζί, 33 άτομα συνολικά. Οι διακινητές ήταν Κούρδοι. Στο ταξίδι υπήρχαν και άλλα παιδιά από το Πακιστάν. Στη συνέχεια βρεθήκαμε σε μία πόλη, στη Βαν και μετά στην επαρχία Αντάκια. Από εκεί με λεωφορείο μετά από 12 ώρες φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τους άλλους και τους διακινητές μείναμε σε ένα ξενοδοχείο». Έναν μήνα μετά βρέθηκε στον Έβρο, στα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας και εκεί με βάρκα πέρασε στην Ελλάδα. «Το ταξίδι κράτησε συνολικά τρεις μήνες. Δεν το μετάνιωσα. Ήθελα να φύγω, να πάω στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στη Γαλλία. Αυτό που ακούμε, είναι ότι στην Ευρώπη έχει ελευθερία, δεν έχει πόλεμο, δεν έχει φασίστες. Στο Ιράν υπήρχαν πολλοί φασίστες». Από την Αλεξανδρούπολη οι διακινητές τον μετέφεραν στην Αθήνα. «Όταν φτάσαμε στην Αθήνα, πήρα τηλέφωνο στη μάνα μου. Η συμφωνία ήταν να πάρουν τα χρήματα, όταν θα φτάσω. Η μάνα μου έπρεπε να τα δώσει. Στην Αθήνα κοιμόμουν για έναν μήνα στον σταθμό Λαρίσης μαζί με Αφγανούς». Μετά από επικοινωνία με τη μητέρα του, του έστειλε χρήματα, για να μπορέσει να νοικιάσει σπίτι. «Έμεινα καιρό στην Αθήνα, δούλεψα σε μία πιτσαρία για δύο χρόνια. Είναι μεγάλη πόλη και δυστυχώς αν συναναστρέφεσαι μόνο με τους συμπατριώτες σου, δεν μαθαίνεις τη γλώσσα. Δεν προχωρείς». Μία οργάνωση στην Αθήνα τον βοήθησε και τον έφερε στον Βόλο. Έτσι βρέθηκε στη δομή της «Άρσις» στη Μακρινίτσα. Έκανε εντατικά μαθήματα, για να μάθει τη γλώσσα. Η επιμονή του όμως ήταν μεγάλη. «Το πρώτο βράδυ έμαθα το αλφάβητο και κάποιες λέξεις», δήλωσε. Ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στο σχολείο. «Με βοήθησε πάρα πολύ η κ. Γιάννα Ρεπανά από την «Άρσις» και άκουγα τραγούδια, για να μάθω τη γλώσσα. Πήγα στο Γυμνάσιο και μετά σπούδασα μαγειρική στο δημοτικό ΙΕΚ. Εργάστηκα ως μάγειρας στη Σαντορίνη, στην Κέρκυρα και στον Βόλο». Σήμερα, όπως και ο Ναντίμ, εργάζεται ως διερμηνέας, καθώς μιλάει ελληνικά, νταρί (μια παραλλαγή της περσικής γλώσσας, που μιλιέται στο Αφγανιστάν) και φαρσί που μιλιέται στο Ιράν. Μάλιστα αναμένει να πάρει υπηκοότητα μετά από αίτηση που κατέθεσε το 2019. Παίζει ποδόσφαιρο, νοικιάζει σπίτι και συντηρείται μόνος του. Με τους δικούς του, τη μαμά του και την αδερφή του, επικοινωνεί μέσω τηλεφώνου και ίντερνετ. «Όσο είσαι μακριά από την οικογένειά σου συνηθίζεις…», κατέληξε.

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το