Άρθρα

Αυτός ο μικρός Περίπατος, ο Μέγας με συνοδοιπόρο τον Δημήτρη Πικιώνη

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις·
θα μπορέσουμε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Η κληρονομιά που μας άφησε είναι φτωχή σε έκταση: Λιγοστά τα έργα του, ελάχιστα τα γραπτά του. Πορεύθηκε στο περιθώριο κινημάτων και ρευμάτων, αφοσιωμένος σε ό,τι έδινε νόημα στην εμπειρία μακριά από τον πειρασμό της εφήμερης συνάφειας με το άμεσα επιδεικτικά καταναλώσιμο και χρηστικό. Κι όμως αρκεί ένα από τα λιγοστά του έργα, ο Περίπατος, στον λόφο του Φιλοπάππου (1950-1957), γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, για να τον κατατάξει μεταξύ των κορυφαίων δημιουργών της Αρχιτεκτονικής. Υπήρξε, όπως τον περιγράφει ο Νικόλαος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, μια Σωκρατική μορφή που μπορούσε από διαφορετικούς χαρακτήρες και πρόσωπα να αναδεικνύει ό,τι εσωτερικά φώλιαζε και παρέμενε ανεπίγνωστα σε ύπνωση. Ένας αναχωρητής της εποχής του, ή ένας σοφός του οποίου οι «πνευματικές και ηθικές συλλήψεις αποκτούσαν την ακρίβεια γεωμετρικού κανόνα».

Έγνοια του η μνήμη, όχι ως νοσταλγία για ό,τι ανεπίστρεπτα έχει χαθεί, αλλά ως παράσταση που δημιουργικά αναπλάθεται μέσα από τη θέαση, που συνδαυλίζει τον εσωτερικό μας κόσμο για να δεξιωθεί τον περιβάλλοντα χώρο στην αδιάσπαστη ενότητά του. Για τον Δημήτρη Πικιώνη το βλέμμα μέσα στον χώρο αποκτά μια αρχιτεκτονική διάσταση, καθώς διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης του χώρου και πρόσληψης του ιστορικού ορίζοντα μέσα στον οποίο ο χώρος εντάσσεται. Όταν το βλέμμα κινείται ολόγυρα συγκροτεί μια διαδρομή με ανοιχτούς ορίζοντες, κάθε βήμα είναι μια εμπειρία σύνθετη που δεν εστιάζεται στα επιμέρους στοιχεία, αλλά στη δημιουργική και συνάμα νοερή διασύνδεση κατασκευών και τοπίου, ενταγμένων πάντοτε στην ευρύτερη προοπτική του ιστορικού πλαισίου.

Αντιλήψεις και αρχές που συνδέονται με έναν ιστορικά και πολιτισμικά φορτισμένο χώρο κωδικοποιούν αξίες, συνέχουν τη μνήμη με τον χώρο, γίνονται τοπόσημα ιστορικής ταυτότητας. Το ίδιο το τοπίο γίνεται μια μορφή κωδικοποίησης της ίδιας της ιστορίας, όπου συνυφαίνονται απόψεις της προσωπικής έκφρασης και της εμπειρίας. Τα υλικά στοιχεία και ο άνθρωπος, τοποθετημένα μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον, αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον μέσω των αναμνηστικών και φανταστικών εμπειριών τους. Αυτές οι εκφράσεις ταυτότητας δεν επαναπροσδιορίζονται ή παραμένουν κλειδωμένες στον χρόνο, αλλά ιστορικά τοποθετούνται στη δυναμική του χώρου. Γιατί εντέλει μνήμη και χώρος είναι συστατικά της κοινότητας. Μέσα σ ’αυτόν τον φαινομενολογικό ορίζοντα με τη λειτουργία του βλέμματος, ως πράξη συνομιλίας και αντίστιξης, συγκροτείται μια οπτική της ποιότητας, που ανοίγεται ως εμπειρία στο ιστορικό και πολιτιστικό αποτύπωμα που νοηματοδοτεί τον χώρο. Αυτό που ενδιαφέρει τον Πικιώνη είναι η μυστική αλληλουχία των νοημάτων και όχι η θεαματική και υλική ταυτότητα των αντικειμένων που συγκροτούν τον χώρο. Ο επισκέπτης δεν πρέπει να είναι ο βιαστικός καταναλωτής πολιτιστικών αγαθών που συσσωρεύει στιγμιαίες εικόνες, ή άθυρμα εμπορευματικής αξιοποίησης. Ο επισκέπτης γίνεται ο στοχαστικός οδοιπόρος που στο άπλετο φως του ανοιχτού ορίζοντα, βρίσκεται συνεχώς στο αφετηριακό σημείο ενός συστήματος αναφοράς που αγκαλιάζει κτίρια, ερείπια, τοπία στην ολότητά τους μέσα από μια αφαιρετική και αναστοχαστική πράξη.

Για να φθάσει στην αντίληψη της αθέατης ή αποϋλοποιημένης αρχιτεκτονικής, σε αναβαθμούς πνευματικής ανάταξης ξεχωριστούς στην αρχιτεκτονική πρακτική, ο Δημήτρης Πικιώνης ακολούθησε μια πορεία αφομοιώνοντας δημιουργικά μια πολυποίκιλη επιστημονική σκευή και μια πλούσια πνευματική παράδοση. Από τις πρώτες σπουδές του ως Πολιτικός Μηχανικός στην Αθήνα και την επικοινωνία με τον Giorgio de Chirico στο διπλανό κτίριο της Σχολής Καλών Τεχνών, το Μόναχο στη συνέχεια, το Παρίσι για σπουδές αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής μέχρι την επιστροφή του το 1912 στην Ελλάδα για να ασχοληθεί με τη μελέτη μικρών κτιρίων και τη σχέση τους με το περιβάλλον. Καταλύοντας τα συμβατικά όρια των περιοχών του επιστητού άντλησε, όπως επεσήμαναν μελετητές του, τις επιρροές και τις αναφορές του με την αδιάκοπη συνομιλία που διατηρούσε με την ποίηση από τον Όμηρο ώς τον Ακάθιστο Ύμνο, από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό ώς το δημοτικό τραγούδι και τον Σολωμό, από τη φιλοσοφία των προσωκρατικών και τον Πλάτωνα ώς τον Ιωάννη της Κλίμακος, τα εικαστικά επιτεύγματα του πρώτου Εκατομπέδου και τις βυζαντινές εικόνες της Θεομήτορος ώς τον Θεόφιλο και τον Παρθένη και βέβαια την αρχιτεκτονική, από τα συντρίμμια του αρχαίου κόσμου και τα σχήματα της βυζαντινής κατασκευής ώς τα αρχοντικά της Καστοριάς και τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Είχε αντιληφθεί και μετάπλασσε δημιουργικά τη θέση πως τα αντικείμενα δημιουργούν μορφές σημασιολογικά φορτισμένες, που κομίζουν νοήματα, πρόταση πολιτισμού. Είναι ίσως από τους λίγους που κατανόησε τη λειτουργία του λευκού χρώματος, όταν οι ηλιαχτίδες αντανακλούν πάνω στο Πεντελικό μάρμαρο της Ακρόπολης. Το έργο του ανέδειξε τις δυνατότητες εμπλουτισμού της αστικής εμπειρίας μέσα από δημιουργίες μικρής φαινομενικά κλίμακας αλλά μείζονος αξίας παρεμβάσεις. Κυρίως όμως μας έδειξε πως το ταπεινό υλικό ενός μονοπατιού συγκροτεί στην άφθαστη και στοχαστικά εμπνευσμένη συναρμογή του μια διαδρομή που προκύπτει ως αποτέλεσμα μελέτης βάθους, σκέψης και εννοιολογικής αποκρυστάλλωσής με ό,τι συγκροτεί τα ιδιοποιητικά χαρακτηριστικά του χώρου. Ανέδειξε την εικονοκλαστική ενδιάθετη σχέση που πρέπει να συνέχει το αστικό και φυσικό περιβάλλον με τους αρχαιολογικούς τόπους. Κατέστησε ευκρινές πως η αστική ανάπλαση δεν εξαντλείται στη χρηστική ιδιότητά, την αμετροεπή χρήση υλικών και στην παρεπόμενη αναιδή και κερδοσκοπική δραστηριότητα του ιστορικού χώρου, αλλά στην πληθωρική σημασιοδότηση του ιστορικού τοπίου. Στο επίκεντρό της δουλειάς του και της συνεχούς μέριμνάς του ήταν δημιουργικές παρεμβάσεις που σε παρωθούν στην κατανόηση παρά στη θέαση του χώρου. Που θέλουν τον επισκέπτη μέτοχο μιας ιστορικής διαδρομής, οδοιπόρο μιας πολιτισμικής συνέχειας και όχι απλό θεατή.

Όσοι ασελγούν σήμερα με θεαματικές και καταχρηστικές λειτουργικότητες που πληγώνουν τα ιστορικά τοπία και τα πενιχρά δημοσιονομικά μας αποθέματα, είναι γιατί δεν μετέχουν της παιδείας του Δημήτρη Πικιώνη, δεν κατανόησαν ποτέ τα ουσιώδη ενός πολιτισμού που δημιουργεί όταν στηρίζεται στην πλαστικότητα και στην απέριττη εκφραστικότητα της παράδοσης. «Το αναγκαίο, το απαραίτητο νιώθεις στην κάθε πέτρα της λαϊκής αρχιτεκτονικής» μέσα από την τάξη, τη φροντίδα, την αίσθηση του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας, τη λιτότητα και το ανεπιτήδευτο των μορφών, το αγκάλιασμα του τοπίου, τη δεξίωση της ιστορικής κληρονομιάς ως δημιουργικής εξέλιξης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το