Άρθρα

Αξίζει η ευχή «να τα εκατοστίσεις»!

του Γ. Καπουρνιώτη

Αφορμή των σκέψεων που μοιράζομαι σήμερα μαζί σας είναι επειδή έπεσε στα χέρια μου ένα αξιόλογο βιβλίο. Είναι το βιβλίο: «Εμείς οι θνητοί» του Atul Gawande σε μετάφραση Λύο Καλοβρυνά. Το θέμα του δύσκολο και πολύ επίκαιρο. Η τρίτη ηλικία, η ζωή της, οι δυσκολίες, η πορεία προς τον θάνατο. Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου: «Τα όρια της ιατρικής και τι έχει πράγματι σημασία όταν το τέλος πλησιάζει».
Είναι σημαντικός ο προβληματισμός στην εποχή μας, μια εποχή που ο μέσος όρος της ηλικίας έχει αυξηθεί σημαντικά, που τα μέσα της επιστήμης έχουν δώσει δυνατότητες παράτασής της, αλλά και μια εποχή που κυριαρχεί ο φόβος του τέλους. Πάντα βέβαια ο άνθρωπος φοβόταν τον θάνατο, αλλά σήμερα φαίνεται ότι φοβόμαστε πολύ το πώς θα φτάσουμε στον θάνατο. Γιατροί, νοσηλευτές, λειτουργοί της υγείας, αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς και το περιβάλλον τους στεκόμαστε με δέος μπροστά στο ότι είμαστε θνητοί. Όπως λέει ο συγγραφέας του βιβλίου: «έμαθα πολλά στην Ιατρική Σχολή, αλλά σίγουρα δεν έμαθα τίποτα για τη θνητότητα […] τα εγχειρίδια της σχολής δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτα για τα γηρατειά, την ανημποριά που τα συνοδεύει ή τη διαδικασία του θανάτου. Τίποτα για το πώς εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, πώς οι άνθρωποι βιώνουν το τέλος της ζωής τους…» και ιδιαίτερα, θα συμπληρώσω με τη σειρά μου, αυτοί που αφήνουν τα κουρασμένα τους κορμιά μέσα σε οίκους ευγηρίας.

Ο οίκος ευγηρίας, πάντα με τρόμαζε. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι οι άνθρωποι δεν θα ζουν, με αξιοπρέπεια, στο σπίτι τους μέχρι να πεθάνουν. Μέσα μου φάνταζαν και φαντάζουν τόποι εξορίας για εκείνους που έχουν φτάσει σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κι όμως, στη χώρα μας, μια χώρα με «βαριά» χριστιανική ορθοδοξία και προγονικές ιδέες περί «ιερότητας» της ζωής, δεν θίγουμε καθόλου τα ζητήματα ενός αξιοπρεπούς τέλους της. Ο Θεός, μάλιστα, προσπάθησε να εμποδίσει την έλευση του θανάτου στον κόσμο, για αυτό πριν την πτώση φανέρωσε το θέλημά του, το οποίο οδηγούσε στην αθανασία.

Στον 21ο αιώνα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν με δανεισμένο χρόνο. Τις τελευταίες δεκαετίες, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού φτάνει σε πολύ προχωρημένη ηλικία, μόνο και μόνο εξαιτίας της παρεμβατικής ιατρικής και της φαρμακευτικής αγωγής και εξαιτίας του ότι οι ηλικιωμένοι και το περιβάλλον τους αγκιστρώνονται στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι τραγωδία. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι ηλικιωμένοι περνούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους μαζί με «γυναίκες» – είναι ο δόκιμος όρος που χρησιμοποιούν οι μυημένοι στη διαδικασία αναζήτησης εικοσιτετράωρου φροντιστή για τον δικό τους άνθρωπο – που έρχονται από φτωχότερες χώρες για να βγάλουν τα προς το ζην φροντίζοντας ανήμπορους. Το γήρας δεν αστειεύεται. Σμιλεύει τους ανθρώπους με το χέρι της φθοράς, αλλάζοντας τη μορφή τους, το γέλιο τους, το περπάτημα, τα πάντα. Και εμείς οι θνητοί, βουτάμε στη θλίψη βλέποντας τον κάποτε αγέρωχο και γεμάτο ζωή άνθρωπό μας να σηκώνεται ασθμαίνοντας από το κρεβάτι, να χάνει την ανάσα του και την υπομονή του μαζί.

Οι κοινωνίες μας υπερηφανεύονται για την παράταση της ζωής, χωρίς να εμβαθύνουν στην ποιότητά της. Μας ενδιαφέρουν οι στατιστικές ή οι ανθρώπινες ζωές; Τι θα πει: «προσδόκιμο 80 χρόνια» για την Ελλάδα; Ποια είναι η εικόνα της ζωής των Ελλήνων στην ένατη δεκαετία; Για να κατακτήσουμε το πολυπόθητο 100 (να τα εκατοστίσεις!) καταναλώνουμε τεράστια ποσά και πλήθος ανθρωποώρες! Κρατάμε στη ζωή ανθρώπους που θα έπρεπε να φύγουν ήσυχα και, κατά προτίμηση, όρθιοι σαν τα κυπαρίσσια. Επιστρατεύουμε αποκλειστικές νοσοκόμες, οικιακούς βοηθούς, μια τερατώδη γκάμα φαρμάκων, ιατρικές εξετάσεις, τεχνολογία και υποδομές για να επιτύχουμε λίγα πρόσθετα χρόνια ζωής, κατά τα οποία συνήθως οι ηλικιωμένοι υποφέρουν από την αδυσώπητη έκπτωση των ικανοτήτων τους, από τη μοναξιά του επιζώντος και από το συναίσθημα ότι είναι βάρος για τους συγγενείς τους.
Η υγεία είναι «αγαθό», δεν είναι «αξία». Αξίες είναι η γενναιοδωρία, το θάρρος, η δικαιοσύνη, η εντιμότητα, η ελευθερία. Η ιατρική μετρά τις επιτυχίες της με δείκτη τη διάρκεια της ζωής αποκρύπτοντας ότι στα «πρόσθετα χρόνια» οι άνθρωποι υποφέρουν και, άθελά τους, αναγκάζουν πολλούς γύρω τους να υποφέρουν επίσης. Τότε λοιπόν να επιδιώκουν τον πόνο; Δεν χρειάζεται. Το σύστημα ενός υποβοηθούμενου θανάτου, όσο εξ χριστιανικό και αν ακούγεται, είναι, ίσως, πλέον κάτι εφικτό όταν ένας άνθρωπος γίνεται ανήμπορος ή αρρωσταίνει.
Χώρια το κόστος για τον μηχανισμό πρόνοιας, ο οποίος για να διατηρήσει στη ζωή έναν αυξανόμενο πληθυσμό υπερηλίκων χρησιμοποιεί πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευτούν στην παιδεία, στην καινοτομία, στον πολιτισμό, στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής – όχι απαραιτήτως της ποσότητάς της. Αν και η ισότητα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια δεν μπορεί να αμφισβητηθεί – είναι αξία – θα συμφωνήσουμε όλοι ότι είναι πιο λυπηρό να πεθαίνει κανείς στα τριάντα παρά στα ογδόντα κι ότι ο θάνατος ενός παιδιού είναι «τραγωδία», πράγμα που δεν ισχύει για τον θάνατο ενός παππού ή μιας γιαγιάς, όσο αγαπημένοι κι αν έχουν υπάρξει. Η ιατρική θα έπρεπε να συμβαδίζει με αυτή την απλή ιδέα: όποιος μπορεί να διασωθεί, εξυπακούεται ότι πρέπει να διασωθεί – κι όποιος «πρέπει» να φύγει, ας φύγει προτού περάσει μήνες ή χρόνια κατάκοιτος και με άνοια. Όπως ξέρουμε πως χρειαζόμαστε βοήθεια για να γεννηθούμε, θα έπρεπε να θεωρούμε φυσική τη βοήθεια για να πεθάνουμε. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από τον θάνατο – μερικά από αυτά εκτυλίσσονται στους ελληνικούς οίκους ευγηρίας που, στην πραγματικότητα, είναι οίκοι δυσγηρίας.

Το ιατρικό προσωπικό πολεμάει στην πρώτη γραμμή του μετώπου της υγείας! Δεν έχω αντίρρηση και πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Μόνο που, μετά τη «σωτηρία των ζωών» δεν είναι λίγοι όσοι «πετιούνται» σε οίκους ευγηρίας ή σε ένα αποπνικτικό δωμάτιο οικογενειακού σπιτιού. Αλλά η ρημάδα η ζωή σού δίνει τα μαθήματά της με τον πιο δύσκολο τρόπο. Φοβάμαι ότι το να μεταμορφώνουμε τους ανθρώπους σε αγγαρεία δεν είναι πρόοδος, είναι νόθευση της ίδιας της ανθρωπινότητας. Η σχετική νομοθεσία ίσως δεν θα είναι ποτέ επαρκής από ηθική άποψη. Μια λύση θα ήταν να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον τρόπο και τον χρόνο του τέλους της ζωής όπως σκεφτόμαστε τις τελευταίες μας επιθυμίες, σε ένα πλαίσιο διάταξης της τελευταίας βουλήσεως. Ένας στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο γνωστό τραγούδι του Μίκη: «Κάποτε θα ’ρθουν», με τον Παύλο Σιδηρόπουλο στην ερμηνεία, λέει: «Υπερασπίσου το παιδί / Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα», ακούγεται πολύ ωραία, αλλά οι κοινωνίες που αδιαφορούν για τους ηλικιωμένους, που δεν τους σέβονται και τους παραδίδουν βορά στα κέντρα ευγηρίας, διαπράττουν έγκλημα στυγερό. Πρόκειται για Ύβριν απέναντι στην Ύπαρξη…

Share

Πρόσφατα άρθρα

Φρίκη στην Ταϊλάνδη: Περισσότερα από 1.000 ζώα απανθρακώθηκαν μετά από φωτιά σε αγορά

Τουλάχιστον 1.000 ζώα βρήκαν τραγικό θάνατο μετά από φωτιά που ξέσπασε στην διάσημη ανοιχτή αγορά…

11 Ιουνίου 2024

Ενημερωτική εκδήλωση της Περιφέρειας για επικίνδυνο πρωτοεμφανιζόμενο εχθρό των καλλιεργειών

Ενημερωτική ημερίδα για τον επιβλαβή οργανισμό καραντίνας Spodoptera frugiperda και μέτρα αντιμετώπισής του θα πραγματοποιήσει…

11 Ιουνίου 2024

Σοκ στον Βόλο: Αυτοκτόνησε στην αυλή του σπιτιού του

Σοκ στον Βόλο σήμερα το απόγευμα από την αυτοκτονία ενός 67χρονου. Ο άτυχος άνδρας, φέρεται…

11 Ιουνίου 2024

Η Κομισιόν εξασφάλισε 665.000 δόσεις εμβολίων κατά της γρίπης των πτηνών – Για ποιους προορίζονται

Η Κομισιόν, μέσω της Αρχής Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Υγειονομικής Ανάγκης, υπέγραψε εξ ονόματος…

11 Ιουνίου 2024

Κοινωνικός Τουρισμός: Πάνω από 535.000 αιτήσεις για 900.000 voucher

Τις 535.684 έφτασαν συνολικά οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν για 899.892 επιταγές του προγράμματος κοινωνικού τουρισμού της ΔΥΠΑ. Το…

11 Ιουνίου 2024

Βίντεο ντοκουμέντο: Η 11χρονη πλένει το αυτοκίνητο του δολοφόνου της λίγο πριν εξαφανιστεί

Ένα συγκλονιστικό βίντεο που δείχνει την 11χρονη Βασιλική να πλένει το αυτοκίνητο του ανθρώπου που…

11 Ιουνίου 2024