Τοπικά

Αξέχαστες καντάδες στον παλιό Βόλο – Ο 84χρονος Χρήστος Δημηκιούνης αναπολεί όσα έζησε τη δεκαετία του 1950

Κάποτε ο Βόλος «πλημμύριζε» από όμορφα τραγούδια και καντάδες. Ήταν μία εποχή γεμάτη ρομαντισμό, με τις μελωδίες εκείνες να αντηχούν ακόμη στα αυτιά των ανθρώπων που έζησαν τότε και κουβαλούν μέχρι σήμερα τις υπέροχες αναμνήσεις τους. Οι συντροφιές των κανταδόρων, καθώς σεργιανούσαν στους δρόμους της πόλης, εξιστορούσαν ιστορίες αγάπης που έκαναν τις καρδιές να σκιρτούν.

Ο κ. Χρήστος Δημηκιούνης, 84 ετών σήμερα, στα χρόνια της νιότης του υπήρξε κανταδόρος. Οι αναμνήσεις εκείνες συντροφεύουν μέχρι και σήμερα τον θαλερό Βολιώτη με καταγωγή από την Ξάνθη, ο οποίος τη δεκαετία του 1950 ασχολήθηκε πρόσκαιρα με το τραγούδι και μαζί με την παρέα του έκαναν συχνά καντάδες. Τότε ακόμη οι κοπέλες στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία, μόλις αντιλαμβάνονταν πως κάποιος τραγουδούσε έξω από το σπίτι τους, έβγαιναν στο μπαλκόνι για να ακούσουν τα τραγούδια που τους αφιέρωναν ή άλλοτε κρυφοκοίταζαν πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Και καθώς τα ρομαντικά εκείνα ακούσματα αντηχούσαν μες στη σιγαλιά της νύχτας, τα κορίτσια άφηναν τον νου τους να ταξιδεύει σε όσους «έντυναν» με αξέχαστες μελωδίες τον έρωτά τους.

Ο 84χρονος σήμερα Βολιώτης αναπολεί τη δεκαετία του ’50, όταν και έκανε καντάδες

Ο κ. Δημηκιούνης, που παραμένει ακμαίος παρότι διανύει αισίως την 9η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει… αμετανόητος κανταδόρος. Μπορεί τριγύρω του να άλλαξαν σχεδόν τα πάντα, αλλά η αγάπη του για το τραγούδι, τη μουσική και φυσικά τις καντάδες, παραμένει ίδια και απαράλλαχτη πολλές δεκαετίες τώρα. Συγκινείται από όλες ετούτες τις γλυκές αναμνήσεις που κουβαλά και μαρτυρούν μία εποχή γεμάτη συναισθήματα, ενώ οι σκοποί των τραγουδιών που ερμήνευε τότε έχουν μείνει για πάντα στα χείλη του. Και κάθε φορά που τους σιγοψιθυρίζει, περνούν μπροστά από τα μάτια του όλες οι όμορφες στιγμές στη ζωή του. Άλλωστε, με μία καντάδα κέρδισε και την καρδιά της αγαπημένης του Μαίρης, με την οποία μετρούν 54 χρόνια ευτυχισμένου γάμου και μοιράζονται έως τώρα μία ολόκληρη ζωή.

Από την Ξάνθη στον Βόλο
Ο κ. Δημηκιούνης βρέθηκε στον Βόλο σε ηλικία τριών ετών. «Οι δικοί μου ήρθαν εδώ το 1938. Ο πατέρας μου ήταν από Αλμυρό και μετακομίσαμε από την Ξάνθη πριν τον πόλεμο και την κατοχή της Θράκης από τους Βούλγαρους. Ορφανέψαμε όμως. Χάσαμε τον πατέρα μας το 1942, είχε ξεκινήσει τότε το αντάρτικο. Είχα έναν αδερφό και μία αδερφή, εγώ είμαι ο πιο μεγάλος. Η μακαρίτισσα η μητέρα μας, μάς μεγάλωσε με έναν αργαλειό, ύφαινε κουρελούδες», θα πει ο ίδιος, καθώς μίλησε για την παιδική του ηλικία.

Ο Χρήστος Δημηκιούνης επί σκηνής στο κέντρο του Αληδρομίτη, έχοντας στα δεξιά του τον αξέχαστο κωμικό ηθοποιό Κώστα Χατζηχρήστο

Αφότου καταλάγιασε ο κουρνιαχτός από την πολύχρονη δοκιμασία της Κατοχής και του Εμφυλίου, η ζωή στον Βόλο άρχισε να επιστρέφει στην κανονικότητά της. Βέβαια τα χρόνια ήταν δύσκολα και φτωχικά, παρόλα αυτά η μουσική παρέμενε βασική διασκέδαση για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Σιγά-σιγά, λοιπόν, η καντάδα άρχισε να παίρνει διαστάσεις. Απλώθηκε παντού στον Βόλο κι έγινε μόδα, αφού σε όλους άρεσαν οι μελωδίες των κανταδόρικων χορωδιών. Οι κανταδόροι ήταν πλέον περιζήτητοι. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Τραγουδούσαν για τον έρωτα και τα πρώτα σκιρτήματα των νέων Βολιωτών, συχνά κάτω από το φως του φεγγαριού και το μεθυστικό άρωμα από τα ανθισμένα γιασεμιά και τις γαρδένιες, που έκαναν την ατμόσφαιρα ειδυλλιακή.

Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, προέκυψε η ενασχόληση του Χρήστου Δημηκιούνη με το τραγούδι, χάρη στην πρωτιά που κατέκτησε σ’ έναν μουσικό διαγωνισμό: «Εκείνη την εποχή στον Βόλο γινόταν ένας διαγωνισμός τραγουδιού στο «Σινέ Κύματα», που διέθετε μία μεγάλη σάλα. Έπαιζαν οι ορχήστρες του Μαυραντώνη, του Μάστορα και άλλων. Με έπεισαν οι φίλοι μου να δηλώσω συμμετοχή. Η φωνή μου έμοιαζε με του Νίκου Γούναρη, ο οποίος εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Λίγο πριν τον διαγωνισμό, πήγα στο μαγαζί που είχαν στο στενό της Λώρη οι αδερφοί Θεοδωρόπουλοι. Είχαν μουσικά όργανα κι έκαναν και μαθήματα σε όσους ήθελαν να κάνουν φωνητική. Υπεύθυνος για τον διαγωνισμό ήταν ο Μάστορης, είχε έναν δισκάδικο στην Κ. Καρτάλη. Με ρώτησε: «Τι θα πεις;». Είχα διαλέξει τραγούδια του Γούναρη. Το πρώτο ήταν το «Δεν σε ξεχνώ». Το ρεφραίν πήγαινε έτσι: «Δεν σε ξεχνώ, εσένα πάντα νοσταλγώ και περιμένω, δεν σε ξεχνώ κι ας ήταν όνειρο η αγάπη μας σβησμένο». Το άλλο τραγούδι που ερμήνευσα είχε τίτλο «Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη». Στην αρχή ήμουν κάπως τρακαρισμένος, αλλά αμέσως πήρα τα επάνω μου και κέρδισα την πρώτη θέση. Τότε ο Γαρέφης, είχε ένα αποικιακό στην Ιωλκού, μας είχε δώσει τέσσερα κιλά καραμέλες. Αυτό ήταν το βραβείο μου».

Εκτός από τα φωνητικά, ο Χρήστος Δημηκιούνης ασχολήθηκε επίσης με τα κρουστά. «Έκανα τον τζαζμπανίστα, μου άρεσαν τα ντραμς», είπε χαρακτηριστικά

Έχοντας κερδίσει στον διαγωνισμό, το 1954 γνώρισε τον Μιχάλη Ραχαβέλια, γνωστό μαέστρο και μουσικό του Βόλου, ο οποίος πέθανε 99 ετών ανήμερα του Πάσχα το 2017. Διέκρινε μεμιάς την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του Χρήστου Δημηκιούνη και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με το τραγούδι. «Μου λέει μια μέρα: «Έλα και σε θέλω». Εγώ τότε μάθαινα τέχνη, δούλευα σ’ ένα μηχανουργείο. Πήγα, πήρε εκείνος την κιθάρα και είπαμε δύο-τρία τραγούδια. Αυτό έγινε το 1954. Μου πρότεινε τότε να πάω να τραγουδήσω στο μαγαζί του Αληδρομίτη, στον Άνω Βόλο. Υπήρχαν πολλά μαγαζιά εκεί, ήταν ο μαχαλάς, ο καλλιτεχνικός. Κάναμε δυο-τρεις πρόβες και βγήκα στο παλκοσένικο. Ελαφρύ τραγούδι πάντοτε. Καλά ήταν. Θυμάμαι που γυρίζαμε στον Βόλο με τα πόδια. Δεν υπήρχε και τακτική συγκοινωνία τότε, ούτε κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα και γυρίζαμε από το ποτάμι. Κι έτσι όπως ήταν με το ακορντεόν ο Τάσος Ευτυχίδης, πηγαίναμε και κάναμε καντάδες», σημείωσε με χαμόγελο, για να συμπληρώσει: «Σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω στο τέμπο. Για έναν χρόνο περίπου βρέθηκα στο «Ακταίον» στην παραλία του Αναύρου. Έπειτα από ένα διάστημα, αντικατέστησα και τον Βασίλη Ραΐδη στην «Αύρα», ενώ για έξι μήνες τραγουδούσα και στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Βόλου. Σαν μεγαλύτερος έπρεπε να βοηθάω και στο σπίτι. Ο αδερφός μου τότε πήγαινε στην Εμπορική Σχολή, η αδερφή μου πήγαινε Γυμνάσιο. Με το χαρτζιλίκι που έβγαζα από το τραγούδι, κάλυπτα και μέρος των οικογενειακών εξόδων».

Αξέχαστες στιγμές στο πάλκο

Η καριέρα του στο τραγούδι υπήρξε βραχύβια, αλλά ο κ. Δημηκιούνης έχει να διηγηθεί αρκετά περιστατικά που θυμάται μέχρι σήμερα με νοσταλγία: «Μία μέρα στο «Τιτάνια» ήρθε ο Κώστας Χατζηχρήστος κι έδωσε παράσταση με τον θίασό του. Έπειτα ήρθαν στο μαγαζί του Αληδρομίτη για φαγητό. Θυμάμαι, ανέβηκε επάνω σ’ ένα τελάρο. Κάθισα δίπλα του και μου είπε: «Ρε, τι κάνετε εδώ και είστε τόσο ψηλοί;». Πού να τον έπιανες στα καλαμπούρια. «Το νερό που πίνουμε», του απάντησα και ξέσπασε όλο το κέντρο σε γέλια.

Μια άλλη φορά εμφανίστηκα στην 111 Πτέρυγα Μάχης στη Νέα Αγχίαλο, σε μία γιορτή της Πολεμικής Αεροπορίας. Είχε έρθει η Μαίρη Λω και με συμβούλεψε: «Έλα εδώ νεαρέ. Να κατέβεις στην Αθήνα. Η φωνή σου είναι καλή. Με λίγη εξάσκηση θα πας μπροστά». Δεν το κυνήγησα τότε, γιατί το 1960 έστησα τη δική μου επιχείρηση και αφοσιώθηκα εκεί».

Η καντάδα της ζωής του…
Χάρη στο τραγούδι γνώρισε και τη γυναίκα, με την οποία δημιούργησε οικογένεια και σήμερα έχει τρεις κόρες και πέντε εγγονούς. «Πρωτοείδα τη Μαίρη σε μία έξοδο στα Πλατανίδια με μεγάλη παρέα. Την πλησίασα και της ζήτησα να μου πει το όνομά της. Τότε ήταν 18 ετών, πήγαινε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Έμαθα που ήταν το σπίτι της. Έμενε στη Νέα Ιωνία, στη Λεωφόρο Ειρήνης για την ακρίβεια. Απέναντι είχε ένα μαγαζάκι,. Και μόλις έκλεινε το ταβερνάκι, στεκόμουν απέναντι και τραγουδούσα a capella για να με ακούει. Με… παίδεψε ένα τρίμηνο περίπου, αλλά τελικά πήγαν όλα καλά. Αρραβωνιαστήκαμε κι έπειτα από μία τριετία ανεβήκαμε τα σκαλιά της εκκλησίας», εξομολογήθηκε.

Πέρα από το τραγούδι, έπαιζε και κιθάρα που συνόδευε την υπόλοιπη ορχήστρα

Οι τίτλοι τέλους
Η σχέση του Χρήστου Δημηκιούνη με το τραγούδι διήρκησε μέχρι το 1960, με τον «αειθαλή» Βολιώτη να εξηγεί τον λόγο: «Όταν ήμουν πιο μικρός, δούλευα στο εργοστάσιο του Σταματόπουλου. Έπειτα πήγα στο μηχανουργείο του Ανδρέου. Το 1960 ανοίξαμε συνεταιρικά με τα αδέρφια μου ένα μαγαζί με είδη δώρων, καλλυντικά και μπιζού. Λεγόταν «Εντελβάις» και το είχαμε Τοπάλη με Ερμού. Δεν κάθισα πολύ εκεί, γιατί την ίδια χρονιά με έναν παλιό συνάδελφο ανοίξαμε συνεταιρικά το δικό μας μηχανουργείο. Εξελίχθηκε σε βιομηχανία, με 35-40 άτομα προσωπικό. Στην αρχή κατασκευάζαμε εξοπλισμό για ξυλουργεία, αλλά μετά φτιάχναμε μηχανήματα κοπής μαρμάρων. Δόξα τον Θεό, πήγε καλά. Κάναμε εξαγωγές σε 17 χώρες. Μέχρι στη Μανίλα στις Φιλιππίνες έχω στείλει μηχάνημα».

Όσο για το εάν αναπολεί την εποχή εκείνη; Ο κ. Δημηκιούνης είπε: «Ο κόσμος διασκέδαζε τότε με τις καντάδες, αλλά και τα τραγούδια που λέγαμε. Σήμερα αν μιλήσεις για τέτοια πράγματα, θα σε κοιτάξουν κάπως οι πιο νέοι. Η κοινωνία έχει αλλάξει. Ήταν όμορφα εκείνα τα χρόνια, δεν τα αλλάζω με τίποτα».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το