Θ Plus

Άσκρα: Έργα και Ημέρες των Μουσών

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

(Συνομιλώντας με τον Ησίοδο)

«Δώστε ν’ ακούσουμε απ’ τις Ελικώνιες Μούσες
το τραγούδι, που βασιλεύουνε στο μέγα κι άγιο βουνό
κι ολόγυρα απ’ την κρήνη τη μελάνυδρη στήνουν χορό»
Θεογονία 1-10 μτφ. Παναγής Λεκατσάς

Μα τι γύρευε ο γερο-Ησίοδος σε τούτα δω τα μέρη; Εδώ γεννήθηκε; Εδά μεγάλωσε; Σε κείνο το μεράδι από κάτω βύζαξε το πρώτο γάλα; Στου Ελικώνα τις πλαγιές;
Σιγά μην ήτανε τσοπάνης…
Τσοπάνης ήτανε κι αοιδός, προφήτης και αμπελουργός και προβατάρης ήτανε, μα κι εφευρέτης των Μουσών…
Τσοπάνης ήτανε του λόγου του. Μα κι αμπελουργός; Λένε πώς μπόλιασε ετούτα δω τ’ αμπελοτόπια και καμώνεται μάλιστα πως είναι τ’ αρχαιότερα του κόσμου;
Mα ο μπαρμπα-Ησίοδος δεν έκαμε τίποτ’ άλλο παρά να μεταφράζει σε ποιήματα τις εικόνες που έβλεπε σφυρίζοντας κλέφτικα στα γιδοπρόβατά του…
Ποιος; Αυτός ο έξοχος Ασκραίος πολίτης, ο πρώτος, καθώς λένε πολλοί, ποιητής της ανθρωπότητας.
*

Το Ιερό των Μουσών στην κοιλάδα της Άσκρης

Ναι, αυτός ο γερο-Ησίοδος, που καθόταν σε τούτη δω τη ράχη μ’ ένα βοσκοράβδι στο χέρι κι ένα φτερό γερακίσιο, πλάι στη μελάνυδρη κρήνη, κειδά που τώρα έχω αράξει κι εγώ και τον παρατηρώ από απόσταση κάμποσων αιώνων κι ωστόσο τον αφουγκράζομαι να σαλαγάει τα πρόβατα, εμπνευσμένος πάντα από τις Ελικώνιες Μούσες που πρώτος αυτός επινόησε και δημιούργησε (*).
Ο διάλογος με τον τσοπάνη της Άσκρας, δισέγγονο, καθώς λέει, του Ησίοδου και πρωτεξάδερφο των Μουσών, θα μπορούσε να είναι αληθινός.
Αλλά δεν είναι και νόθος. Έτσι ακριβώς έγιναν, αυτά μου έλεγε, καθισμένος στη ράχη του Ελικώνα που τώρα τον λένε Ζαγαρά, ετούτος ο ξωμάχος της Άσκρας που ξέρει απέξω κι ανακατωτά ολόκληρο τον Ησίοδο…
Στη γλώσσα του βουνού, εννοείται…
*
Καθώς έψαχνα λοιπόν να βρω την άκρη, στην Άσκρα, βρέθηκα ξετοπισμένος από την πηγή των Μουσών έχοντας ανηφορίσει σε λάθος βουνοτόπι, οπότε άκουσα από ένα υψωματάκι τον αγαθό τσοπάνη του Ελικώνα να μου φωνάζει:
Έι, πατριώτη, πού πας;
Τον κοίταξα καλά πριν του απαντήσω. Ήταν σαν ν’ άκουγα και νάβλεπα τον ίδιο τον μπαρμπα-Ησίοδο, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, εδώ στην ίδια λάκα, στο ίδιο πάνω κάτω βουνοπλάι, ν’ αφηγείται την ιστορία του τόπου:
«Που λες πατριώτη, αυτό εκεί κάτω το αμπελοτόπι είναι το αρχαιότερο του κόσμου, ξεπερνάει τα τρεις χιλιάδες χρόνια, είναι φυτεμένο από τα χέρια του παππού, του Ησίοδου, του προπάππου μου δηλαδή και καρπίζει ακόμη, βλέπεις;».
Kαι πριν προλάβω να κοιτάξω συνέχισε απτόητος: «Που λες πατριώτη, θα τραβήξεις ίσα, θα στρίψεις τον πρώτο δρόμο δεξιά για χίλια περίπου μέτρα και θα βρεις μπροστά σου αριστερά κάτι παλιόπετρες, που λεν πως ήταν θέατρο, ξέχνα το και βγες από τον δρόμο, σκατζάρησε το ρέμα που λεν πως είναι των Μουσών, ανέβα την πλαγιά και θα πέσεις απάνω σε κάτι τετραγωνισμένους λίθους… Εκεί θα ιδείς την πηγή των Μουσών που λεν πως ήταν το Ιερό τους… Τώρα αλήθεια, ψέματα, θα σε γελάσω… Πιο πάνω είναι κι η Ιπποκρήνη, αλλά ξέχνα τη, δε θα τη βρεις… Τώρα αν θες και την αρχαία ακρόπολη, έλα να σου δείξω αυτό το σημαδάκι που μοιάζει πετεινάρι στην κορφή του λόφου… Ωραίο φαίνεται, αλλά θέλει κότσια για να το φτάσεις… αλλά άμα τα καταφέρεις, θα ιδείς τον κόσμο ανάποδα… Άντε τράβα στο καλό… και με τη χάρη του θεού… των θεών θέλω να πω… που έφτιαξε ο Ησίοδος… όλα θα πάνε καλά…».
*

Η είσοδος του μονοπατιού για την κοιλάδα

Είχα να πάω στην κοιλάδα των Μουσών καμιά δεκαριά χρόνια. Έτσι τόβαλα μουχαμέτι να τραβήξω κατά την Άσκρη, πέρα από το σημερινό χωριουδάκι, πάνω από την Κωπαΐδα και κάτω από τον Ελικώνα, να ιδώ μήπως κι αποκάλυψαν οι ρεμπεσκέδες τίποτα καινούργιο, μήπως, έριξαν καμιά σκαψιά στο χώμα της άγιας τούτης γης και φάνηκε καμιά λάκα από τις Ελικώνιες Μούσες…
Μπα, τίποτα δεν έχουν κάνει… Μήτε μια τσαπιά δεν περίσσεψε για τη σημαντικότερη κοιλάδα της ανθρωπότητας, από την εποχή του χαλκού και δώθε, μπας κι αποκαλυφθεί αυτή η τεράστια ταυτότητα της παγκόσμιας ιστορίας…
Ξέρουν οι μπαγάσες να τα ρίχνουν αλλού κι αλλού… Όμως εδώ, στο κέντρο της θεϊκής κοσμογονίας, της θεϊκής γης και των θείων πηγών, των ρεμάτων και των αμπελιών που λένε πως είναι τα πιο παλιά στον κόσμο, δεν έπεσε μήτε ένα ευρώπουλο…
Ας είναι. Ο τόπος μυρίζει περβολίσο χώμα, γάργαρο νεράκι, τραχύ πουρνάρι, κέδρο κι αγριογαρύφαλλο. Α, ευωδιάζει και μια παλιοκαιρίσια περγαμηνή, γραφή από θεία έμπνευση, ανάμικτη με νέκταρ κι αμβροσία, από τους ποιητικούς αμπελώνες του Ησίοδου…
*
Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση να πάω. Και πήγα. Μα δε βαριέσαι, δε βρήκα και τίποτα καινούργιο. Δε βρήκα παρά τον τσομπάνη εκείνον κι ένα ζευγάρι Αλβανών, να θειαφίζουν τ’ αμπέλια που σας έλεγα. Κι έναν πονηρό Ελληναρά – αυτόν δεν τονε βρήκα, τον μυρίστηκα – που έσκαψε λαθραία το θέατρο και είναι έτοιμος να το οργώσει προσαρτώντας το στο ήδη καταπατημένο διπλανό χωραφάκι του. Ποιος να τονε σταματήσει; Άλλωστε και το θέατρο μια άσκαφτη τάφρος δεν είναι, δε μοιάζει καν για σκηνικό θεατρικού λόγου. Μα και η μελάνυδρος κρήνη τι είναι; Μια ανάβρα που κυλάει ήσυχα, όπως και το ποταμάκι, ακόμη και τα λίγα λειχηνωμένα μάρμαρα που απομείνανε, όσα δε φτούρηξαν να τειχίσουν τα νεόσπιτά τους οι έντιμοι πολίτες της Άσκρας…
Κι άντε να βρεις έναν κυβόλιθο μπαζωμένο, δυο τρία όστρακα και κανα δυο θραύσματα από τη σκηνή του θεάτρου.
*
Κοιτάζω γι’ άλλη μια φορά το τοπίο. Από μια πρώτη άποψη δε λέει τίποτα. Είναι μια έκταση συνηθισμένη, σαν αυτές που βλέπουμε σε κάθε στροφή της ελληνικής υπαίθρου, με μια χαρακτηριστική πλαγιά, σπαρμένη φρύγανα, βάτα και πουρναράκια. Από πάνω της κρέμεται ένας σπανός πέτρινος όγκος, ο οποίος αποτελεί την ακροστιχίδα του Ελικώνα που σήμερα αποκαλούν Ζαγαρά κι έχει υψόμετρο 1525 μέτρα.
Κοιτάζω δεξιά αριστερά. Τίποτα. Τίποτα που να θυμίζει κάτι από τη Θεογονία ή τα Έργα και Ημέραι. Το μόνο απαράλλαχτο είναι η πολυστάφυλος πλαγιά με τον Βίβλινο Οίνο που αναφέρει κι ο ίδιος ο ποιητής.
Μια μικρή ξύλινη ταμπελίτσα είναι κρεμασμένη στο κλαδάκι μιας αγρελιάς. Χώνομαι κάτω από τα ξερόκλωνα της ελιάς και βγαίνω σε ένα λιβάδι. Μα είναι δυνατό αυτό να είναι το αρχαίο θέατρο της Άσκρης; Πεταμένα δώθε κείθε σπασμένα μάρμαρα, κάμποσα όστρακα, και μια σκάρτη επιφάνεια που φέρνει σε κοίλο. Πιο κάτω στέκει ένα ψευδοαναλημματικό τοιχαλάκι κι ένα χωμάτινο άνδηρο που στηρίζει τον υπερκείμενο χώρο.
Ένα κρυφό μονοπατάκι με κατεβάζει στη ρεματιά απ’ την οποία κυλάει μπόλικο νεράκι. Τούτος πρέπει να ήταν ο Περμησσός. Καβαλάω ένα πανέμορφο ξυλότυπο γεφυράκι που με περνάει από την άλλη μεριά. Απ’ το νερό που κυλάει ακούω στροφές και στίχους. Mπα, ιδέα μου είναι. Ανηφορίζω. Σκουντουφλώντας στις παχιές χλωρασιές και παραμερίζοντας υγρές παγίδες από νεροπλόκαμα βρίσκομαι ξαφνικά μπροστά σε ένα χοροστάσι.
Το κλείνουν μια δυο σειρές μαρμάρινα βάθρα, τετραγωνισμένα. Είναι πλημμυρισμένα απ’ το νεράκι που τρέχει από μια πλαϊνή πηγή. Αυτή είναι η Μελάνυδρος Κρήνη;
Τούτο δω το ταπεινό περιβαθρωμένο πλαίσιο είναι ο περίφημο Ιερό των Μουσών ή ό,τι απόμεινε τέλος πάντων από τους διαρρήκτες καιρούς της ιστορίας. Και όχι μόνο καιρούς… Ρίχνω ένα πλανόδιο βλέμμα στο γεωφυσικό σύμπαν της Βοιωτίας. Βουνά γύρω γύρω, πλαγιές, αμπέλια, χωριουδάκια – αρβανίτικα τα περισσότερα – καλλιέργειες σε διαδοχικές εδαφικές κυμάνσεις, με μπαΐρια ή πετρολίβαδα ν’ απομυθοποιούν το ποιητικό τοπίο του μεγάλου δημιουργού, του πλάστη όλων των θεών και των θεραπαινίδων τους…
*

Το κάστρο στην κορυφή της ακρόπολης

Κι όμως. Αυτό το τοπίο δεν είναι όποιο κι όποιο. Είναι ο επίγειος βατήρας από τον οποίο εκτοξεύτηκαν οι πυραυλοκίνητες ιδέες του πρώτου ανθρώπου. Είναι η δεξαμενή της θείας έμπνευσης. Είναι το χωνευτήρι του ανθρώπινου μόχθου. Είναι η κοιτίδα και το λίκνο της πρωταρχής του κόσμου. Είναι τέλος το ανάχωμα που ύψωσε ο άνθρωπος για να στηρίξει τον πύργο της ποιητικής του δημιουργίας…
Το τοπίο της Άσκρας το επισκέφτηκαν πολλοί περιηγητές και θαυμαστές του ησιόδειου πνεύματος. Δεν έτυχε όμως θερμής υποδοχής, και τούτο γιατί δεν εμπνέει από τη φύση του, καθώς στερείται «ειδικών» προσόντων.
Που να φανταστούν οι καψεροί πως η χώρα αυτή γέννησε τόσα και τόσα πνεύματα, γιατί το χώμα, η πέτρα και το νερό ήτανε τόσο ταπεινά και φτωχικά, όλα, που δε χρειάστηκε παρά μόνο η ελάχιστη μαγιά από δαύτα, εκείνη δηλαδή η άπιαστη ουσία που τρανεύει τον νου, φιλτράρει την όραση κι υπερχειλίζει το αίμα για να ευδοκιμήσει έτσι ο μέγας πλούτος της Ποιητικής…
Βλέπετε, ο Ησίοδος δε χρειάστηκε ν’ ανέβει σε κανένα μεγάλο βουνό ούτε να ταξιδέψει σε θάλασσες ή να διασχίσει κοιλάδες, ποτάμια ή λίμνες, για να φωτισθεί και να δοξάσει το ανθρώπινο γένος.
Το γένος των Θεών και των ανθρώπων…

(*) Οι αρχαιότερες Μούσες, σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν τρεις, η Μελέτη, η Μνήμη και η Αοιδή, ενώ οι άλλες που είναι θρακικής καταγωγής, ήταν εννιά.

Υποσημείωση: Για να φτάσετε στην κοιλάδα της Άσκρας, ξεκινάτε από την Αλίαρτο, όπου υπάρχει σχετική πινακίδα. Ύστερα από επτάμιση χιλιόμετρα μπαίνετε στο χωριό Άσκρα. Βγαίνετε με προσοχή και συνεχίζετε με κατεύθυνση βόρεια, έχοντας μέτωπο τον Ελικώνα, που φαίνεται απέναντί σας. Περνάτε το νεκροταφείο και μια πινακίδα που γράφει «Βυζαντινό Επισκοπείο» και στα δέκα χιλιόμετρα τερματίζει η άσφαλτος. Συνεχίστε στον χωματόδρομο ευθεία και αριστερά στις δυο διασταυρώσεις για να ανηφορίσετε ελαφρά, ώσπου ύστερα από εντεκάμιση χιλιόμετρα να δείτε μια πινακιδούλα που γράφει «Ιερό των Μουσών». Θα κατεβείτε και θα ψάξετε με υπομονή όσα μπορείτε να βρείτε από τα παραπάνω, μόνοι σας…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το