Οικονομία

Ασφαλιστικό: Μεγάλοι χαμένοι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα

Έως και το 20% των εισφορών που έχουν καταβάλλει στη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου χάνουν οι υψηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα με τα σημερινά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων. Οι μισθωτοί εκτός Δημοσίου, που πληρώνουν εισφορές για 14 μισθούς και ειδικότερα όσοι ανήκουν στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια αναδεικνύονται στους πλέον… ριγμένους του ισχύοντος ασφαλιστικού, καθώς όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία χάνουν προοδευτικά και ανάλογα με το ύψος του μισθού τους, έως και 20 λεπτά για κάθε ένα ευρώ που εισφέρουν στο σύστημα. Χαρακτηριστικό είναι πως οι πλέον υψηλόμισθοι θα λάβουν πίσω με τους σημερινούς συντελεστές ως σύνταξη 0,79 ευρώ για κάθε 1 ευρώ που έχουν καταβάλλει στο ασφαλιστικό ως εισφορές σύνταξης.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει πρόσφατη μελέτη του ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και του υποψήφιου διδάκτορα Βασίλη Μπέτση. Όπως εξηγεί ο κ. Ρομπόλης, η υποανταποδοτικότητα ξεκινά και κλιμακώνεται από τα 30 χρόνια ασφάλισης και πάνω για όσους έχουν αποδοχές πάνω από το μέσο μισθό, ο οποίος σύμφωνα με τον ΕΦΚΑ κυμάνθηκε τον περασμένο Απρίλιο στα 1.170 ευρώ μεικτά. Κι ενώ είναι θεμιτό τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα να εισφέρουν και για τις συντάξεις των χαμηλόμισθων στο πλαίσιο της λεγόμενης “αρχής της επιχορήγησης στην κοινωνική ασφάλιση”, φαίνεται πως αυτό συμβαίνει για ορισμένες κατηγορίες υπέρμετρα στο πλαίσιο του νόμου Κατρούγκαλου. Αρκεί να αναφερθεί πως η ανταποδοτική σύνταξη δεν φτάνει στο 50% ανταπόδοσης στην 40ετία. Μαζί με την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ και για 40 χρόνια ασφάλισης η ανταπόδοση μειώνεται προοδευτικά όσο αυξάνεται ο συντάξιμος μισθός: 96% για 750 ευρώ, 87,4% για 900 ευρώ, 76,8% για 1.200 ευρώ. Συνεπώς, όσο αυξάνονται οι μηνιαίες αποδοχές πάνω από τον μέσο μισθό, τόσο περισσότερο πέφτει η συνολική αναπλήρωση της σύνταξης κάτω από το 80%, όριο που θεωρείται από τους ειδικούς πως κινείται εντός του πεδίου της αρχής της επιχορήγησης.

Αντίθετα, αναλογικότητα εισφορών και παροχών επιτυγχάνει στο σύστημα για τους μη μισθωτούς, δηλαδή για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, μετά τη μείωση των εισφορών τους από 20% σε 13,33% το 2019. Σύμφωνα με τη μελέτη των Ρομπόλη – Μπέτση, αυτή η μείωση των εισφορών οδηγεί σε πλήρη αναλογικότητα εισφορών και παροχών, χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργεί έλλειμα στο σύστημα.

Όπως προκύπτει από τους αναλογιστικούς υπολογισμούς της εν λόγω μελέτης, οι εισφορές και oι παροχές – σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα – επιφέρουν πλήρη αναλογικότητα εισφορών και παροχών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, μετά τη μείωση των εισφορών τους στο 13,33% και την κατάργηση από 1/1/2019 του πλαφόν ανώτατης σύνταξης στα 2.000 ευρώ. Για παράδειγμα αναφέρουν οι Ρομπόλης – Μπέτσης, “εάν θεωρήσουμε έναν ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος εργάστηκε ασφαλισμένος για 40 έτη και είχε μέσο ετήσιο εισόδημα σε όλο τον εργασιακό του βίο όσο το ανώτατο ασφαλιστέο εισόδημα που είναι 78.000 ευρώ, τότε σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016 (σημερινοί συντελεστές αναπλήρωσης) θα λάβει σύνταξη ίση με 3.700 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι εισφορές που θα έχει καταβάλλει θα αναλογούν σε σύνταξη 3.500 ευρώ (το επιτόκιο προεξόφλησης θεωρήθηκε ίσο με τον μέσο μακροχρόνιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Αντίθετα, εάν λάβουμε ένα παρόμοιο παράδειγμα ενός μισθωτού ο οποίος θα έχει 40 χρόνια ασφάλισης με μέσο όρο αποδοχών του εργασιακού βίου και αυτός 78.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτός ο εργαζόμενος-ασφαλισμένος θα έχει καταβάλλει στον εργασιακό του βίο εισφορές που αναλογούν σε μηνιαία σύνταξη 4.700 ευρώ μεικτά, ενώ με τους συντελεστές αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 θα λάβει μηνιαία σύνταξη ύψους 3.700 ευρώ μεικτά”.

Δηλαδή, ενώ ο ελεύθερος επαγγελματίας θα λάβει πλήρη αναλογικότητα εισφορών και συνταξιοδοτικών παροχών, ένας μισθωτός με το ίδιο εισόδημα θα λάβει ως σύνταξη το 79% των εισφορών που κατέβαλλε. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή ο μισθωτός καταβάλλει 20% εισφορά και όχι 13,33%, όπως καταβάλλει πλέον ο ελεύθερος επαγγελματίας. Επίσης ο μισθωτός του ιδιωτικού τομέα πληρώνει εισφορές σε 14 μισθούς. Γι αυτό και το πρόβλημα της υποανταποδοτικότητας δεν εντοπίζεται στους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές 12 φορές το χρόνο. “Άρα, το πρόβλημα είναι οι μισθωτοί που καταβάλλουν ως ασφαλιστικές εισφορές το 20% του μισθού τους. Και μάλιστα η αναλογικότητα για τα υψηλά εισοδήματα φτάνει στα 0,79 ευρώ για κάθε ένα ευρώ που καταβάλλεται. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της αρχής της επιχορήγησης και μιας αναδιανομής εισοδήματος εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για να αυξηθεί η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών των υψηλότερων μισθολογικών στρωμάτων του πληθυσμού, θα πρέπει να αυξηθούν οι συντελεστές αναπλήρωσης”, επισημαίνουν οι μελετητές.

Στη δύσκολη εξίσωση που πρέπει να λυθεί μετά τις αποφάσεις του ΣτΕ για τον νόμο Κατρούγκαλου, οι καθηγητές βάζουν και τον συντελεστή του δημοσιονομικού κόστους, πολύ περισσότερο καθώς οι δανειστές ζητούν πάντα παρεμβάσεις με “ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα”. Για παράδειγμα, μια μείωση των εισφορών υπέρ σύνταξης ΕΦΚΑ για τους μισθωτούς θα δημιουργούσε σημαντικό έλλειμμα στο σύστημα, σύμφωνα με τους ειδικούς. “Η μείωση των εισφορών έχει άμεσο βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο στα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Για παράδειγμα μια μείωση των εισφορών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) σε χρηματικές μονάδες ισούται με περίπου 1,8 δις ευρώ”.

Αντίθετα, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αύξησης των συντελεστών αναπλήρωσης είναι μακροπρόθεσμες και θα αρχίσουν να φαίνονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μετά το 2030.
Γι’ αυτό η αναλογικότητα εισφορών και παροχών μπορεί να επιτευχθεί και για τους μισθωτούς χωρίς να δημιουργείται δημοσιονομικό κενό στο σύστημα με την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης για όσους αποχωρούν με 30 χρόνια και πάνω.

Με όλα αυτά τα δεδομένα στο τραπέζι, οι Ρομπόλης & Μπέτσης καταλήγουν πως το ζήτημα της «δίδυμης αποκατάστασης» – όπως το αποκαλούν – της αναλογικότητας εισφορών παροχών και της ισορροπίας των αποφάσεων του ΣτΕ με τις δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας κατά τα επόμενα 40 χρόνια δεν εμφανίζεται, σύμφωνα με την μελέτη τους, στους ελεύθερους επαγγελματίες. Αντίθετα, εμφανίζεται στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (στους δημόσιους υπαλλήλους δεν είναι τόσο έντονο το πρόβλημα δεδομένου ότι καταβάλλουν εισφορές 12 φορές το χρόνο), οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές 14 φορές το χρόνο.

Έτσι, προκειμένου να επιτευχθεί η «δίδυμη αποκατάσταση» της αναλογικότητας εισφορών-παροχών των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα καθώς και η ισορροπία με τις μακροχρόνιες δανειακές υποχρεώσεις μέχρι το 2060, “απαιτείται τόσο η διαφοροποίηση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών, όσο και του επιπέδου των συντελεστών αναπλήρωσης μεταξύ των δύο αυτών επαγγελματικών κατηγοριών”.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το