Άρθρα

Άρθρο Μαρίας Αλμπανίδου «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» από τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο

Ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με αναφορές
σε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα

Της
Μαρίας Αλμπανίδου,
νομικού MSc
ποιήτριας

Καλημέρα, καλημέρα αγαπημένες φίλες και αγαπημένοι φίλοι! Τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, το βιβλίο του οποίου έχω τη χαρά και την τιμή να σας παρουσιάζω σήμερα, τον γνώρισα τον Φεβρουάριο του 2014, όταν παρουσιάσαμε στο καφέ Ποδηλάτισσα, εδώ στον Βόλο, με την ομάδα που είμασταν τότε, το εξαιρετικά ανατρεπτικό βιβλίο του Λούλα. Τότε ανακάλυψα και τη λογοτεχνική γραφή του και τον ίδιο. Είναι πραγματικά ένας άνθρωπος με πολύ χιούμορ, τρυφερός, ευαίσθητος και ελεύθερος. Στη συνέχεια διάβασα και Τα τζιτζίκια που είχα στη βιβλιοθήκη μου από τα εφηβικά μου χρόνια, αλλά δεν το είχα διαβάσει και μου άρεσε πάρα πολύ. Και τώρα το πολύ ιδιαίτερο, αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» από τις εκδόσεις Κέδρος του 2021, το οποίο και σας παρουσιάζω σήμερα.
Ας δούμε όμως ποιος είναι ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος.
Γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα, όπου σπούδασε παιδαγωγικά και δημοσιογραφία. Έζησε για έναν χρόνο στη Σουηδία (1980-81) και για μισό περίπου χρόνο στις HΠA (1984) ως υπότροφος του International Writing Program.
Πρωτοεμφανίστηκε με τη σταδιακά δημοσιευμένη τριλογία Κομματάκια (1979), Διόδια (1982), Τα τζιτζίκια (1985), που κυκλοφόρησε σ’ έναν τόμο το 2003, με τον γενικό τίτλο Η γενιά μου. Και ακολούθησαν: Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος (1992), Ο εργένης (1993), Έμμονες ιδέες (1995), Λούλα (1997), Το παιχνίδι (1998), Βαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ (1999), Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (2000), Μαύρος γάμος (2001), Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο; (2001), Η δική μου Αμερική (2002), Η επινόηση της πραγματικότητας (2003), Χάσαμε τον Μπαμπά (2005), Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2005), Φίλοι (2006), Αρχαία συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός (2006), Η Μεγάλη Άμμος (2007), Απέραντα άδειο σπίτι (2009), Ιστορίες της Λίμνης: Το παιχνίδι, Βαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ, Απέραντα άδειο σπίτι (2011), Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας (2012), Η πιο κρυφή πληγή (2012), Μοιρολα3 (2014), Λεσβία (2016), Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα (2018), Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί (2021). Επίκειται η έκδοση της αλληλογραφίας του με τον Μένη Κουμανταρέα, με τον τίτλο Εξομολόγηση και μαθητεία. Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του.
Τα τζιτζίκια μεταφράστηκαν στα αγγλικά, H απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας στα ιταλικά, αποσπάσματα από άλλα του βιβλία και μεμονωμένα διηγήματά του στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, τσέχικα, σερβικά. O εργένης μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα Διόδια και διηγήματα από τα Κομματάκια και τις Έμμονες ιδέες στην τηλεόραση – ορισμένα απ’ αυτά σε δικά του σενάρια. Σε θεατρικά έργα διασκευάστηκαν: Μία από τις Ιστορίες της Λίμνης, Η επινόηση της πραγματικότητας, ο Μαύρος γάμος και η Λούλα. Έχει ακόμη γράψει το σενάριο της ταινίας Η φανέλα με το νούμερο εννιά και της τηλεταινίας Ο μικρός ηλεκτρολόγος, και έχει διασκευάσει για το θέατρο το Παραμύθι χωρίς όνομα. To 2011 συμμετείχε στο 9ο Φεστιβάλ Μεσογειακής Λογοτεχνίας στην Ιταλία.
Κατά καιρούς έχει κάνει διάφορες δουλειές, λίγο πολύ σχετικές με τη λογοτεχνία και το γράψιμο: Σύμβουλος ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας σε εκδοτικούς οίκους (Κέδρος, Λιβάνης), τακτικός συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία – Επτά, Η Καθημερινή της Κυριακής, Τα Νέα, Athens Voice, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία – Έψιλον, Kλικ), σύμβουλος σεναρίων στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και σε τηλεοπτικά κανάλια (ET1, ET2), παραγωγός και παρουσιαστής ραδιοφωνικών εκπομπών (στο Πρώτο, Δεύτερο, Τρίτο Πρόγραμμα της EPA, στον Eν Λευκώ, στο Kανάλι 1, στο Κόκκινο και στο Ραδιόφωνο 24/7). Δίδαξε, επίσης, Δημιουργική Γραφή σε διάφορα σεμινάρια (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου / ΕΚΕΒΙ 2006-2008, Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας / ΕΚΕΜΕΛ 2010-2011, Μουσείο Ηρακλειδών 2013, Κολλέγιο Αθηνών-Ψυχικού 2013 και 2018, Πολυχώρος Τέχνης Αλεξάνδρεια 2013, Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων / ΚΕΘΕΑ 2014, Πολιτιστικό Κέντρο «Φουγάρο» / Ναύπλιο 2016, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς / ΠΙΟΠ 2018-2019, Εκδόσεις Κέδρος 2019-2020), ενώ από το 2017 διδάσκει το ίδιο αντικείμενο στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Από το 2005 ώς το 2007 υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων. Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Σε μία πρόσφατη συνέντευξή του στην κ. Ελένη Γκίκα στο LiberalGr αναφέρει σχετικά:
– Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Μάλλον το πιο πρόσφατο, το αυτοβιογραφικό «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί». Αρχικά έγραψα τα περισσότερα από τα 36 σύντομα κείμενα που το απαρτίζουν με τη μορφή ποιήματος, αλλάζοντας κάθε λίγες λέξεις στίχο (είχα μάλιστα επιλέξει έναν παράδοξο τρόπο παράθεσής τους: Οι στίχοι ήταν κεντραρισμένοι στη σελίδα και δεν ξεκινούσαν στοιχισμένοι στα αριστερά).
Στο τέλος, όμως, η συγκεκριμένη μορφή μου φάνηκε πολύ εξεζητημένη και εντυπωσιοθηρική, ή ίσως χωρίς ιδιαίτερο νόημα και ουσία, κι ένωσα τις φράσεις, δίνοντας στα κείμενα τη μορφή που έχουν τώρα, τη μορφή πεζού δηλαδή, όπως ακριβώς έκανα σχεδόν πάντα, από τότε που ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου στη λογοτεχνία.
Αν κέρδισα κάτι από όλη αυτήν την περιπέτεια, είναι ότι οι ιστορίες που διαλέγω να αφηγηθώ, τα θέματα που θίγω προσεγγίζονται με έναν τρόπο όσο γίνεται πιο συνοπτικό, συμπυκνωμένο και λακωνικό, ζωντανεύουν μόνο με δυο τρεις φλασιές ή πινελιές, αποκτώντας την ελάχιστη δυνατή έκταση, δειγματοληπτικά, θα λέγαμε. Κατά τα άλλα, εννοείται ότι τα κείμενα δεν άλλαξαν σε κάτι, μόλις έπαψαν να μιμούνται από πλευράς μορφής (ή μάλλον από πλευράς στοιχειοθεσίας) τα ποιήματα: Ίδιες φράσεις, ίδια στίξη και, προφανώς, ίδια ουσία.
Όταν είχα ολοκληρώσει το βιβλιαράκι με την ιστορία της ζωής μου ή, πιο σωστά, με όλα όσα αποτελούν ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, συνειδητοποίησα ότι δίσταζα να δημοσιοποιήσω τόσο προσωπικά και μύχια πράγματα. Σε μια πρώτη φάση, αποφάσισα να αφήσω το βιβλίο κατά μέρος. Στη συνέχεια, όμως, μου ήρθε μια φαεινή ιδέα. Πώς θα ήταν, άραγε, αν μετέτρεπα αυτές τις σύντομες και πάντα εξομολογητικές, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις σε τριτοπρόσωπες;
Προφανώς θα άλλαζα και τα ονόματα, μασκαρεύοντας και τον εαυτό μου και τους οικείους μου, και θα μπορούσα έτσι να γενικεύσω ακόμη περισσότερο τα γραφόμενά μου, δίνοντάς τους μια άλλη προοπτική. Και, αν ήμουν τυχερός, να τα κάνω ίσως να ενδιαφέρουν πιο πολύ κόσμο. Εξάλλου αυτή είναι η δουλειά μου, η μυθοπλασία, και με την απλούστατη διαδικασία που είχα συλλάβει τα βιώματά μου θα μεταμφιέζονταν, θα μεταμορφώνονταν, θα προβιβάζονταν σε δήθεν επινοημένες αφηγήσεις. Και, την ίδια στιγμή, η ουσία τους θα παρέμενε ίδια, ολόιδια. Άμ’ έπος άμ’ έργον.
Στρώθηκα στη δουλειά και μετέγραψα ολόκληρο το βιβλίο σε τρίτο πρόσωπο, παραλλάσσοντας πρόσωπα και πράγματα, όπου έκρινα ότι αυτό ήταν αναγκαίο. Το αποτέλεσμα, όμως, μου φάνηκε σχεδόν γελοίο και, ανακρούοντας πρύμναν, επέστρεψα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η ουσία μπορεί να ήταν ίδια και στη μασκαρεμένη, τριτοπρόσωπη εκδοχή. Όμως δεν πετύχαινα και πολλά, αφού, παρά το καμουφλάρισμα, και πάλι ήταν ορατή η αλήθεια.
Επιπλέον, η σχεδόν γελοία (όπως μου φάνηκε) διάσταση που αποκτούσαν κατά σημεία τα κείμενά μου, αν και δεν άλλαζε την ουσία, τη χρωμάτιζε με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε σαν να μην ήταν τελικά η ίδια. Δεν υπάρχει πιο ιδιότροπο πράγμα από την αλήθεια. Αυτή είναι η ουσία».
Αυτό το τελευταίο του βιβλίο είναι, όπως σας είπα, και, όπως αναφέρει και ο ίδιος πιο πάνω, αυτοβιογραφικό. Αναφέρεται σε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα που τον επηρέασαν βαθιά και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη ζωή του, όπως η αγάπη του για την κολύμβηση, την οποία ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2016, ύστερα από παρότρυνση της γυναίκας του, η σχέση του με τον Ηλία Πετρόπουλο, που του τηλεφωνούσε συχνά πυκνά, τα τελευταία χρόνια της ζωής του από το Παρίσι, η σχέση του με τη λογοτεχνική πορνογραφία, η οποία όταν είναι αυθεντική και δικαιωμένη αισθητικά -σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα πάντα (ένα από τα γνωστότερα ντόπια παραδείγματα παραμένει ο Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου) – αποτελεί επαναστατική πράξη, είτε το συνειδητοποιεί ο δημιουργός της είτε όχι. Επίσης η σχέση του με τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, με τον οποίο γνωρίστηκαν το 1978, όταν ο Ραπτόπουλος ήταν 19 ετών και εκείνος 47 και αποτέλεσε αρχικά μέντοράς του και αργότερα στενός του φίλος επί 36 ολόκληρα χρόνια, μέχρι την άγρια δολοφονία του το 2014. Η σχέση του με τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο, φίλος του επί μία εικοσαετία, ο οποίος μάλιστα μετέφερε στο σινεμά, με εισπρακτική επιτυχία, το μυθιστόρημά του Ο εργένης. Η ενασχόλησή του με τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, όπως είδαμε και στο βιογραφικό του, το πώς έκοψε το κάπνισμα και η σχέση του με την Κάτια Λεμπέση, την ιδιοκτήτρια των εκδόσεων Κέδρος και εκδότριά του. Ακόμη οι γονείς, η γυναίκα του Σταυρούλα και η κόρη του Κατερίνα. Οι ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου και μουσικής που έκανε μέχρι τον Απρίλιο του 2018 και η αγάπη του για το ραδιόφωνο. Και πολλά πολλά άλλα πολύ σημαντικά όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τον οποιοδήποτε το διαβάζει γιατί έχει να διδαχθεί πολλά και φυσικά να περάσει πολύ όμορφα.
Είναι ένα βαθύ, συγκινητικό, ειλικρινές, εξομολογητικό, πολύ ενδιαφέρον, με την εξαιρετική, πολλαπλών επιπέδων και αναγνώσεων ματιά και γραφή του Ραπτόπουλου που αξίζει να το διαβάζετε, αλλά και να το έχετε στη βιβλιοθήκη σας.
Και κλείνω με κάτι που αναφέρει ο ίδιος στο τέλος του βιβλίου του:
«Έψαχνα όλη μου τη ζωή, και ακόμη ψάχνω, για λογοτεχνικό χρυσάφι (και για χρυσάφι γενικά στην καθημερινότητά μου), κι έσκαψα όντως πολλή γη και βρήκα λίγο, αλλά αυτό το λίγο μου φαίνεται από πολλές απόψεις πολύ, νιώθω ευγνώμων και τρισευτυχισμένος και πασιχαρής και δεν επιθυμώ κι άλλο».
Καλή σας ανάγνωση!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το