Πολιτισμός

Άρτεμις Αλεξιάδου: Η βραβευμένη Βολιώτισσα γλωσσολόγος μιλά στη «Θ»

Από το Λύκειο στον Βόλο άρχισε το ενδιαφέρον της για τη γλώσσα. Η Άρτεμις Αλεξιάδου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας σήμερα στο Βερολίνο, ακολούθησε σημαντικές σπουδές και μια σπουδαία καριέρα με μεγάλες διακρίσεις.
Διεξήγαγε έρευνα στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Από το 2002 ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης, η νεότερη τότε γυναίκα καθηγήτρια στη Γερμανία, ενώ από το 2015 διδάσκει αγγλική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου.
Το 2014 τιμήθηκε με το κορυφαίο Βραβείο Λάιμπνιτς και το 2016, το Νορβηγικό Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της απένειμε τιμητικό διδακτορικό. Η δράση της είναι σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς αυτή τη χρονική περίοδο με συναδέλφους της ερευνούν τη γλωσσική κατάσταση 50 χωρών. Καταθέτει τις προτάσεις της για την εκπαίδευση, με ιδιαίτερες αναφορές στη γλώσσα των παιδιών και των εφήβων.

Το 2014 σας τίμησαν με το Βραβείο Λάιμπνιτς. Πρόκειται για σημαντικότατο βραβείο, που για πολλούς αντιστοιχεί με Νόμπελ στον χώρο σας. Πώς φτάσατε σε εκείνη την επιτυχία; Ποιους δρόμους άνοιξε στη σταδιοδρομία σας; Πόσο άλλαξε τη ζωή σας;
Ναι. Είναι το σημαντικότερο επιστημονικό βραβείο στη Γερμανία. Οι ερευνητές λαμβάνουν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ως αναγνώριση του ερευνητικού τους έργου. Το ποσό αυτό διατίθεται βασικά για τη χρηματοδότηση διδακτορικών φοιτητών, αλλά και μεταδιδακτορικών ερευνητών. Στα 35 χρόνια της ιστορίας του μόλις 4 γλωσσολόγοι έχουν βραβευτεί με το βραβείο αυτό, οπότε είναι πολύ μεγάλη τιμή και αισθάνομαι πραγματικά δέος κάθε φορά που το σκέφτομαι. Πώς έφτασα; Με σκληρή δουλειά, δημοσιεύσεις που είχαν απήχηση στον χώρο και επηρέασαν τη δουλειά άλλων. Το βραβείο μού επέτρεψε να δημιουργήσω τη δική μου ερευνητική ομάδα, η οποία χρησιμοποίει σύγχρονες ερευνητικές μεθόδους και ασχολείται συστηματικά με τη γραμματική των δίγλωσσων ομιλητών μελετώντας την εναλλαγή και τη ανάμειξη των γλωσσών.

Έχετε πραγματοποιήσει σημαντικό ερευνητικό έργο στις ΗΠΑ και έχετε εργαστεί σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Τι σας δίδαξε η σπουδαία αυτή διαδρομή ως επιστήμονα και ως άνθρωπο;
Στα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ με εντυπωσίασε η αμεσότητα και η συνεχής ανταλλαγή ιδεών σε κάθε επίπεδο. Όλοι έχουν χρόνο για σένα, ακόμα κι αν είσαι απλός επισκέπτης. Στη Γερμανία είναι πραγματικά εκπληκτικές οι δομές που έχουν δημιουργηθεί για να προαχθεί η έρευνα, η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής στρατηγικής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Μαθαίνεις να είσαι συστηματικός και να βάζεις συνεχώς νέους στόχους. Να παίρνεις θάρρος και ελπίδα από τις επιτυχίες, αλλά και κουράγιο και δύναμη από τις αποτυχίες, να μην το βάζεις κάτω. Αλλά πάνω από όλα να αντιμετωπίζεις τους γύρω σου με περιέργεια και σεβασμό, καθώς από όλους σίγουρα θα μάθεις κάτι, θα ακούσεις μια καινούργια ιδέα, κάτι που δεν το είχες σκεφτεί.

Από το 2015 διδάσκετε αγγλική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου και είστε βοηθός διευθύντρια στο Κέντρο Γενικής Γλωσσολογίας στο Βερολίνο. Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην καριέρα σας και ποιο είναι το έργο σας σήμερα;
Πριν το Βερολίνο ήμουν καθηγήτρια θεωρητικής και αγγλικής γλωσσολογίας στη Στουτγάρδη, 2002-2015. Αυτός ήταν πολύ σημαντικός σταθμός, καθώς ήμουν τότε ίσως η νεότερη γυναίκα καθηγήτρια στη Γερμανία και μια από τις μόλις 7 γυναίκες καθηγήτριες στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Ίσως ο πρώτος σταθμός ήταν και πάλι το Βερολίνο το 1992, όταν έλαβα μια υποτροφία από το Κέντρο Γενικής Γλωσσολογίας για τη διδακτορική μου έρευνα. Από εκεί ξεκίνησαν όλα και ήταν πολύ σημαντικό για μένα, καθώς δεν είχα κάποια σχέση με το γερμανικό ακαδημαϊκό σύστημα τότε, δεν ήξερα κανέναν. Έκανα αίτηση, είχα μια ωραία ιδέα για τη διατριβή και πήρα την υποτροφία. Και φυσικά ο επίτιμος διδακτορικός τίτλος από το Πανεπιστήμιο του Τρόντχαιμ, Νορβηγία, το 2016. Το ενδιαφέρον μου, όμως, για τη γλώσσα άρχισε από το Λύκειο, εδώ στον Βόλο.
Σήμερα, πάλι πίσω στο Βερολίνο, ασχολούμαι με διάφορα θέματα. Ένα είναι, όπως ανέφερα πριν, η γραμματική των δίγλωσσων ομιλητών και πώς μπορούν και κινούνται ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Ένα άλλο θέμα είναι η εναλλαγή γλωσσικού κώδικα ανάλογα με την περίσταση, δηλαδή ποια γλωσσική ποικιλία χρησιμοποιούμε ανάλογα με τον ομιλητή μας ή το περιβάλλον, στο οποίο βρισκόμαστε. Και το τρίτο μεγάλο κομμάτι της έρευνάς μου έχει να κάνει με ERC Synergy Grant LeibnizDream, το όνειρο του Λάιμπνιτς, με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (10 εκατομμύρια €). Έχουμε μια ομάδα με 3 κύριους ερευνητές, μια συνάδελφο από το Μιλάνο, έναν συνάδελφό από το Κέντρο Γενικής Γλωσσολογίας και εμένα και μια μεγάλη ομάδα μεταδιδακτορικών και διδακτορικών ερευνητών.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα συμμετέχετε σε μεγάλη έρευνα, με συναδέλφους σας από Γερμανία και Ιταλία, για τη γλωσσική κατάσταση σε 50 χώρες. Ποια είναι οι πρώτα συμπεράσματά σας για τη γλωσσική επάρκεια των νέων, τα λάθη τους, τις δυνατότητές τους; Υπάρχουν εκτιμήσεις για τα ελληνόπουλα και το γλωσσικό τους επίπεδο συγκριτικά με αυτό νέων άλλων ευρωπαϊκών χωρών;
Ναι. Είναι το LeibnizDream, το όνειρο του Λάιμπνιτς, το οποίο ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2021. Θέλουμε να ερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη. Η υπόθεσή μας είναι ότι η σκέψη μας έχει πλούσια δομή, αλλά όταν πάμε να την εκφράσουμε, κάποια κομμάτια δεν εμφανίζονται στον λόγο. Αλλά αν κοιτάξουμε τη γλώσσα των παιδιών βλέπουμε ότι πολλές φορές η γλωσσική τους παραγωγή είναι πιο πλούσια από αυτή των ενηλίκων. Μελετώντας τι κάνουν τα παιδιά σε πολλές γλώσσες θα καταλάβουμε πως ακριβώς συνδέεται η σκέψη με τη γλώσσα, καθώς θεωρούμε ότι η δομή της σκέψης είναι καθολική και έμφυτη. Για παράδειγμα, μερικές φορές τα παιδιά σε ηλικία 3-4 χρονών στα ελληνικά ή στα αγγλικά παράγουν εκφράσεις, όπως «πιο καλύτερο», δηλαδή συνδυάζουν τους δυο τρόπους σχηματισμού του συγκριτικού των επιθέτων, συνθετικό και περιφραστικό. Αυτό θεωρείται από πολλούς λάθος. Είδαμε, όμως, σε σώματα κειμένων και σώματα προφορικού λόγου της ελληνικής γλώσσας ότι και οι ενήλικες χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις όταν συγκρίνουν π.χ. δυο αντικείμενα που είναι και τα δυο καλά, αλλά θέλουν να δώσουν έμφαση ότι το ένα είναι ακόμα καλύτερο. Τα παιδιά ίσως, όμως, κάνουν κάτι διαφορετικό. Λέγοντας «πιο καλύτερο» μας δείχνουν ότι έχουν καταλάβει ότι το επίθετο καλός μπορεί να σχηματίσει παραθετικά. Αυτό δεν τους το δίδαξε κανείς. Δεν έχουμε ακόμα ξεκινήσει τα πειράματά μας. Περιμένουμε βέβαια διαφορές ανάμεσα στο πόσο γρήγορα κατακτιούνται οι γλώσσες, πιστεύουμε, όμως, ότι αυτό θα έχει όμως να κάνει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, π.χ. πόσο πλούσια μορφολογία έχουν. Ενδεχομένως σε ορισμένα φαινόμενα τα ελληνόπουλα να είναι πιο μπροστά από τα παιδιά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στους διαγωνισμούς PISA οι Έλληνες μαθητές καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στην κατάταξη στην κατανόηση κειμένου μεταξύ μαθητών ευρωπαϊκών χωρών. Έχετε διαπιστώσει πόσο υστερούν στην ικανότητα έκφρασης; Τι θα προτείνατε από τη διεθνή εμπειρία σας, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση στην εκπαίδευση;
Νομίζω υπάρχουν τουλάχιστον δυο θέματα με τους διαγωνισμούς PISA. α. Ποιες είναι οι μεταβλητές που συγκρίνονται και πώς επηρεάζουν το συνολικό αποτέλεσμα και β. σε τι διαφέρουν τα εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών που είναι στις πρώτες θέσεις και αυτών που είναι κάτω από τον μέσο όρο. Δηλαδή τι κάνουν καλύτερα η Φιλανδία και η Εσθονία από τη Γερμανία και την Ελλάδα; Εννοείται ότι μόνο ένα κράτος που επενδύει σοβαρά και συστηματικά στο εκπαιδευτικό του σύστημα, θα έχει και πολλές τέτοιες πρωτιές, αν αυτό είναι το ζητούμενο.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διακρίνονται για την αμεσότητα, την ταχύτητα, αλλά και τον κατακερματισμό της σκέψης. Πόσο επηρεάζουν την έκφραση των νέων ώστε να χάνουν τον ειρμό και να μην αναδεικνύουν ολοκληρωμένα, όπως άλλοτε, σκέψεις και συναισθήματα;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οδηγούν στην επιλογή του κεντρικού/ουσιαστικού μέρους του μηνύματος, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβει ο παραλήπτης. Πάντως με τα emoji εκφράζει κανείς με μια φατσούλα αρκετά πολύπλοκα συναισθήματα. Δεν νομίζω ότι χάνεται κάτι. Απλώς όταν θα στείλω μήνυμα με το κινητό είναι πιο βολικό, πιο άμεσο. Μπορεί να τα δει κανείς ως μοντέρνα ιερογλυφικά. Δεν θα το χρησιμοποιήσω σε επίσημη επιστολή, όπως και δεν θα γράψω μία σελίδα μήνυμα στο κινητό με μεγάλο αριθμό συμπληρωματικών προτάσεων. Το κάθε μέσο έχει τη δική του γλωσσική ποικιλία, τη δική του γραμματική και όσοι χρησιμοποιούμε πολλά μέσα, επιλέγουμε κάθε φορά τον κατάλληλο κώδικα. Μπορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να χρησιμοποιήσουμε περισσότερες ανάμικτες εκφράσεις, π.χ. ελληνικά/αγγλικά, πράγμα που δεν θα κάνουμε σε άλλη περίσταση.

Οι ανθρωπιστικές σπουδές στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει. Διαπιστώνετε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει διεθνώς; Ποιοι κίνδυνοι κρύβονται πίσω από μια τέτοια οπισθοχώρηση;
Υπάρχει ένα γενικότερο αίσθημα ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν είναι τόσο σημαντικές, και σε διεθνές επίπεδο, καθώς οι κρίσεις της εποχής μας, κλιματική αλλαγή, Covid κ.λπ., οδηγούν πολλούς να σκεφτούν ότι αυτές οι επιστήμες δεν έχουν κάτι να προσφέρουν. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Πέρα από τη γενικότερη καλλιέργεια που προσφέρουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας. Χρειαζόμαστε μάλλον περισσότερο διάλογο ανάμεσα στις επιστήμες, στο πνεύμα του Λάιμπνιτς. Π.χ. ας πάρουμε τη ρομποτική, ωραία, αλλά πώς προγραμματίζουμε τα ρομπότ να μιλάνε και να καταλαβαίνουν τη γλώσσα μας, καθώς η ανθρώπινη γλωσσική δημιουργικότητα δεν γνωρίζει όρια. Η μετανάστευση δημιουργεί πολυγλωσσικές καταστάσεις, αλλά αν τα παιδιά των μεταναστών δεν διδαχτούν τη μητρική τους γλώσσα αυτή θα χαθεί. Στην περίπτωση γλωσσών με πολλούς ομιλητές ίσως αυτό να μην είναι πρόβλημα, αλλά στην περίπτωση γλωσσών με λίγους ομιλητές, αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα. Η απώλεια της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι ένας σοβαρότατος κίνδυνος. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή 7.139 γλώσσες, ο αριθμός αλλάζει συνεχώς, το 40% των γλωσσών είναι σε κατάσταση κίνδυνου έχοντας λιγότερους από 1.000 ομιλητές και 23 μόνο γλώσσες αντιστοιχούν σε πάνω από τον μισό πληθυσμό του πλανήτη μας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το